DAVID LYNCH: Ήχοι σαν μουσική

ΑΡΘΡΟ

Η μουσική υπήρξε διαχρονικά μια ποθητή ερωμένη, αλλά η διάσταση του πόθου έχει να κάνει πάντα με την ιδιαιτερότητα του εραστή. Για έναν δημιουργό που είχε το χάρισμα και την εμβέλεια να δρα μέσα σε ένα ανεξάρτητο σύμπαν, η χρήση της μουσικής αναδείχθηκε σε μια πρωτόγνωρη επιδερμίδα των κινούμενων εικόνων του.

Όμως ο Lynch κράτησε πάντα μια ιπποτική απόσταση. “Δεν είμαι μουσικός, αλλά παίζω μουσική. Άρχισα να το κάνω απλώς για να βγάλω ήχους, πειραματικούς ήχους και αυτό οδήγησε σε κάτι. Έχω δει ανθρώπους που θα μπορούσε κανείς να τους αποκαλέσει πραγματικά μουσικούς και υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ εμένα και αυτών”.

Για ένα σουρεαλιστικό ντεμπούτο σαν το ανατριχιαστικό Eraserhead”, μια δύσκολη κατάδυση στην απομόνωση και την παράνοια, ο Lynch είχε την επίβλεψη της μουσικής μαζί με τον Alan Splet. Πέρα από το υλικό του τζαζίστα συνθέτη Thomas “Fats” Waller που χρησιμοποιήθηκε, τη μουσική έγραψε και έπαιξε ο πολυτάλαντος Peter Ivers. Μουσικός, τραγουδιστής, συνθέτης και τηλεοπτική περσόνα στην πειραματική εκπομπή “New Wave Theater”,  o Ivers στην προσωπική του καριέρα άνοιγε για τους New York Dolls, τους Fleetwood Mac και τον John Cale.  Το soundtrack είχε στόχο να εντείνει τον σουρεαλισμό και την παράνοια που απεικονίζονται στα εικαστικά της ταινίας: για να το πετύχει αυτό, ο Ivers χρησιμοποίησε αντισυμβατικές τεχνικές και όργανα, όπως και industrial ήχους με τους οποίους πειραματιζόταν στη μουσική του καριέρα. Είναι φανερό ότι ο Lynch, ο Splet και ο Ivers άντλησαν σημαντική έμπνευση από τον φουτουρισμό, το avant-garde κίνημα που εμφανίστηκε στην Ιταλία στις αρχές του 20ου αιώνα με στόχο να φέρει επανάσταση σε όλες τις πτυχές της τέχνης. Σε ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας, ο Ivers βρέθηκε δολοφονημένος το 1983, χτυπημένος μέχρι θανάτου με σφυρί σε μια υπόθεση που παραμένει ανεξιχνίαστη μέχρι και σήμερα.

Στο βιογραφικό δράμα The Elephant Man” του 1980, μια ταινία χαλαρά βασισμένη στη ζωή του Joseph Merrik, ενός σοβαρά παραμορφωμένου άνδρα που έζησε στο Λονδίνο στα τέλη του 19ου αιώνα, εμπιστεύτηκε τη μουσική ένδυση στον Αμερικανό συνθέτη John Morris. Αυτή η επιλογή προέκυψε μάλλον με πάσα από τον Mel Brooks, τον διάσημο ηθοποιό, ο οποίος ήταν εκτελεστικός παραγωγός στην ταινία, και είχε συχνή συνεργασία με τον Morris. Η αφηγηματική και αναπλαστική μουσική του έμπειρου συνθέτη περνά από πολλά χρώματα που αναδύουν την εξέλιξη του φιλμ, ενώ το λυρικό Adagio for Strings του Samuel Barber υπό τη διεύθυνση του Andre Previn, ταιριάζει απόλυτα ανάμεσα στις συνθέσεις του Morris.

Στη διαστημική επική όπερα του Dune” το 1984, ο σκηνοθέτης βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Frank Herbert από το 1965, που τοποθετεί τη δράση του στο μακρινό μέλλον, όταν δυο αντίπαλες οικογένειες ευγενών μάχονται για τον έλεγχο του πολύ σκληρού και έρημου πλανήτη Arrakis, γνωστού και ως Dune. O Lynch σκέφτηκε διάφορους συνθέτες και συγκροτήματα για τη μουσική, μεταξύ των οποίων και ο Giorgio Moroder, όμως κατέληξε τελικά στους Toto.

Το συγκρότημα είχε μόλις κυκλοφορήσει ένα τριπλά πλατινένιο άλμπουμ, το “Toto IV”. Πετυχημένα singles όπως το “Rosanna” και το “Africa” ​​τους εκτόξευσαν στην κορυφή. Αμέσως μετά, ο βασικός τραγουδιστής τους Bobby Kimball άφησε το συγκρότημα, κάτι που τους έκανε να δοκιμάσουν μια νέα κατεύθυνση. Από τις προτάσεις που ήρθαν, οι Toto έπρεπε να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο ταινίες: το “Footloose” και το “Dune”. Το πρώτο δεν ήταν όμως ένα πλήρες κινηματογραφικό score, καθώς τους ζητήθηκαν μόνο κάποια κομμάτια, ενώ ο Lukather ήταν και μεγάλος θαυμαστής του Lynch ήδη από την εποχή του “Eraserhead”. Με την ισχυρή εντύπωση πως αυτό θα ήταν το νέο “Star Wars”, οι Toto συμφώνησαν. Ο Paich προσκλήθηκε να πετάξει στην Πόλη του Μεξικού κατά τη διάρκεια της παραγωγής της ταινίας για να συναντηθεί με τον David Lynch και να παίξει τις συγχορδίες που τελικά έγιναν το βασικό θέμα της. Το γκρουπ δεν έγραψε κανένα τραγούδι με στίχους για το Dune, αντίθετα έχτισε έναν μεγάλο, βαγκνερικό ορχηστρικό ήχο με κάποιες μόνο διάσπαρτες συγχορδίες κιθάρας.

Ενώ ο Paich και ο Lukather ήταν οι κύριοι συνθέτες της ταινίας, ένας άλλος καλλιτέχνης που ο Lynch σκέφτηκε να φέρει από την αρχή ήταν ο Βρετανός πρωτοπόρος της ambient μουσικής Brian Eno. Ο σκηνοθέτης αποφάσισε τελικά να συμπληρώσει τη μουσική με ένα μόνο 12λεπτο synth κομμάτι του Eno (που έγραψε μαζί με τον Daniel Lanois και τον Roger Eno) γνωστό σαν “The Prophecy Theme”, κάτι που προκάλεσε μια μικρή ένταση στα μέλη των Toto. Όμως ο Lynch είχε πάντα ένα πολύ ισχυρό όραμα για τον ήχο που ήθελε, και ο Eno συμπεριλαμβανόταν σε αυτό. Για τον ίδιο λόγο τον συνόδευσε ξανά στο στούντιο ο έμπιστος σχεδιαστής ήχου Alan Splet.

Δυο χρόνια αργότερα, άλλαξε εντελώς πεδίο δράσης με την αμερικανική νέο-νουάρ ταινία θρίλερ μυστηρίου με τον τίτλο Blue Velvet”, που προήλθε από τον αντίστοιχο τραγούδι που γράφτηκε το 1950 από τον Bernie Wayne και τον Lee Morris, και το έκανε ευρέως γνωστό ο τραγουδιστής Bobby Vinton. Συνδυάζοντας τον ψυχολογικό τρόμο με το φιλμ νουάρ, Η ταινία ακολουθεί έναν φοιτητή που επιστρέφει στην πόλη του και ανακαλύπτει ένα κομμένο ανθρώπινο αυτί σε ένα χωράφι, το οποίο τον οδηγεί να αποκαλύψει μια τεράστια εγκληματική συνωμοσία που περιλαμβάνει μια προβληματική lounge τραγουδίστρια.

Σε αυτό το ρόλο της τραγουδίστριας σε νυχτερινά κέντρα, η Isabella Rossellini χρειάστηκε να ερμηνεύσει το “Blue Velvet” με ένα τζαζ σύνολο στη σκηνή του Lumberton’s Slow Club. Η Rosellini ταλαιπωρήθηκε τόσο με το τραγούδι, ώσπου ένας από τους παραγωγούς της ταινίας, ο Fred Caruso, πρότεινε στον Lynch να έρθει από τη Νέα Υόρκη ο φίλος του συνθέτης Angelo Badalamenti (που είχε εμπειρία στο μουσικό θέατρο και από ερμηνείες κοκτέιλ τζαζ από τα θέρετρα Catskills) να συνεργαστεί με την ηθοποιό. Ο Lynch ήταν αρχικά απρόθυμος, αλλά μπροστά στην απουσία προόδου, τελικά συμφώνησε με την πρόταση του παραγωγού. Ο Badalamenti πέρασε μια μέρα με τη Rossellini δουλεύοντας σε μια διασκευή του τραγουδιού, καταλήγοντας τελικά σε ένα ύφος και ένα κλειδί στο οποίο αυτή μπορούσε να τραγουδήσει άνετα, και έστειλε μια κασέτα της δουλειάς τους στον Lynch. Ο προηγουμένως φοβισμένος σκηνοθέτης ενθουσιάστηκε αμέσως με τα αποτελέσματα, και η ονειρική lounge εκδοχή του συνθέτη μπήκε στην ταινία, με τον ίδιο τον Badalamenti να εμφανίζεται ακόμη και σε έναν ρόλο καμέο σαν πιανίστας της Dorothy. Ο σκηνοθέτης εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τη εκδοχή του Badalamenti που του ζητήθηκε να γράψει τη μουσική της ταινίας.

Από όλη τη μουσική που έγραψε ο Badalamenti για το “Blue Velvet”, είναι το τραγούδι “Mysteries of Love” που έκλεψε την παράσταση και οδήγησε τον συνθέτη σε μια μακροχρόνια δημιουργική συνεργασία με τον Lynch. Ο σκηνοθέτης ήθελε αρχικά να χρησιμοποιήσει το τραγούδι “Song to the Siren” των This Mortal Coil για το “Blue Velvet”. Δυστυχώς, τα δικαιώματα του τραγουδιού ήταν πολύ ακριβά για τον προϋπολογισμό της ταινίας. Προτάθηκε στον Lynch να γράψει μερικούς στίχους και να τους μελοποιήσει με παρόμοιο ύφος ο Badalamenti. Αν και ο Lynch δεν ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος με τον συμβιβασμό, έγραψε τελικά ένα ποίημα που στη συνέχεια δόθηκε στον Badalamenti. Αρχικά, δυσκολεύτηκε να το μελοποιήσει, αλλά συνεργάστηκε με τον Lynch για να δημιουργήσει ένα ποπ τραγούδι που δεν έμοιαζε με τίποτα που ακούγονταν στο mainstream ραδιόφωνο εκείνη την εποχή. Στη συνέχεια, ο Badalamenti έβαλε τη φίλη του Julee Cruise να ερμηνεύσει το τραγούδι, με την τραγουδίστρια να επιστρατεύει τη θεατρική φωνή της για να πετύχει τον συγκρατημένο, αναπνευστικό τονισμό που απαιτούσε το “Mysteries of Love”. Το τραγούδι αποδείχθηκε σημείο καμπής τόσο για τον Lynch όσο και για τον Badalamenti. Ο Lynch ανακάλυψε ότι του άρεσε να κάνει μουσική και ο Badalamenti βρήκε νέο συνεργάτη και καριέρα στον κόσμο του κινηματογράφου. Καθώς του προσφέρθηκε ένα δισκογραφικό συμβόλαιο από τη Warner Bros. Το δίδυμο στη συνέχεια έγραψε και έκανε παραγωγή στο άλμπουμ της Julee Cruise Floating into the Night του1989.

To “Wild At Heart” του 1990 ξεκίνησε με την πρόθεση του Lynch να κάνει μόνο την παραγωγή, αλλά αφού διάβασε το ομότιτλο βιβλίο του Barry Gifford, αποφάσισε να το γράψει και να το σκηνοθετήσει επίσης. Δεν του άρεσε το τέλος του μυθιστορήματος και αποφάσισε να το αλλάξει για να ταιριάζει με το όραμα που είχε για τους κύριους χαρακτήρες. Η ταινία είναι μια αμερικανική μαύρη κωμωδία ρομαντική αστυνομική ταινία και παρακολουθεί τον Sailor Ripley και τη Lula Fortune, ένα νεαρό ζευγάρι που ξεφεύγει από την δεσποτική μητέρα της Lula και τους εγκληματίες που αυτή προσλαμβάνει για να σκοτώσει τον Sailor. Η ταινία είναι γνωστή για τις νύξεις της στον Μάγο του Οζ και τον Elvis Presley. Οι δοκιμαστικές προβολές αποδείχθηκαν μάλλον σοκαριστικές για πολλούς θεατές, που αποχώρησαν  λόγω του σεξουαλικού και βίαιου περιεχομένου της.

Αυτή τη φορά υπήρξε μια πολυσυλλεκτική επιλογή τραγουδιών που κάλυπταν πολλά ιδιώματα, από κλασική του Strauss, thrash metal από τους Powermad, το κλασικό 60’s rock track “Baby Please Don’t Go” των Them (3), τραγούδια του Chris Isaak, μεταξύ των οποίων και το πετυχημένο “Wicked game”, το “Love Me Tender” του “βασιλιά”, το σκοτεινό “Up In Flames” της R & B βασίλισσας Koko Taylor, καθώς και κάποια τραγούδια που γράφτηκαν από τους Angelo Badalamenti και Kinny Landrum.  

Το 1992 σημαδεύτηκε από το Twin Peaks: Fire Walk with Me”, ουσιαστικά ένα prequel της μυθικής τηλεοπτικής σειράς “Twin Peaks”, μιας δημιουργίας και παραγωγής των Mark Frost και David Lynch. Ξεφεύγοντας κάπως από το ύφος της σειράς, η οποία ήταν ένας παράξενος συνδυασμός αστυνομικής φαντασίας, τρόμου, του υπερφυσικού, παράξενου χιούμορ και σαπουνόπερας, το “Fire Walk with Me” έχει έναν πολύ πιο σκοτεινό, λιγότερο χιουμοριστικό τόνο. O Badalamenti διαχειρίζεται αυτή τη φορά όλη την παραγωγή, τις διασκευές και τις ενορχηστρώσεις. Παίζει πλήκτρα, ηχογραφεί ακόμα και κάποια φωνητικά, ενώ στα 12 κομμάτια του συναντά κανείς μια περίεργη γκάμα μουσικών, από τον μπασίστα Ron Carter και τον  hard bop ντράμερ Grady Tate, μέχρι τη φωνή που έχει συνδεθεί συχνότερα με τη μουσική του, την Julee Cruise.

Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στο Excalibur Sound στη Νέα Υόρκη, ένα μικρό, funky στούντιο, πραγματικά σκονισμένο, απεριποίητο και σκοτεινό. Δεν ήταν καθαρό, τα φώτα άναβαν και έσβηναν, αλλά τους άρεσε γιατί τους δημιουργούσε μια διάθεση. Έγραψε σχεδόν όλο το θέμα σε ένα παλιό κήμπορντ Fender Rhodes, το οποίο αργότερα έδωσε στον Tim Booth των James, (Ο Booth και ο Badalamenti ηχογράφησαν ένα άλμπουμ μαζί το 1996, κάτω από το όνομα Booth And The Bad Angel). Το τραγούδι “A Real Indication” βασίστηκε σε ένα ποίημα που έγραψε ο Lynch. Μπήκε στο στούντιο μια μέρα και είπε στον Badalamenti, “Γιατί δεν κάνεις τα φωνητικά εσύ;” Αυτός μπήκε και άρχισε το επιχειρεί, ενώ έβλεπε τον Lynch να γίνεται υστερικός: στην πραγματικότητα γέλασε τόσο δυνατά που έπαθε κήλη. Έπρεπε να χειρουργηθεί την επόμενη μέρα.

Οι δυο τους δούλευαν με έναν ασυνήθιστο τρόπο: ο David καθόταν δίπλα στον Angelo στο κήμπορντ και απλώς μιλούσε. Τα λόγια του θα τον ενέπνεαν πάντα να γράψει. Ο David ένιωθε ότι η μουσική τoυ Twin Peaks θα έπρεπε να καλύψει πολύ έδαφος, ένα ευρύ φάσμα διαθέσεων: θλίψη, πάθος, έκσταση, αγάπη, τρυφερότητα και βία. Ήθελε η μουσική να είναι σκοτεινή και αφηρημένη. Ζήτησε μουσική που θα έσκιζε τις καρδιές των ανθρώπων.

Ο σκηνοθέτης επέστρεψε το 1997 με το νέο- νουάρ φιλμ Lost Highway”, όπου συνεργάστηκε στο σενάριο με τον Barry Gifford. Η υπόθεση ακολουθεί έναν μουσικό που αρχίζει να λαμβάνει μυστηριώδεις βιντεοκασέτες με εκείνον και τη γυναίκα του μέσα στο σπίτι τους πριν αυτός καταδικαστεί ξαφνικά για φόνο. Ενώ είναι φυλακισμένος, εξαφανίζεται μυστηριωδώς και αντικαθίσταται από έναν νεαρό μηχανικό που κάνει μια διαφορετική ζωή. Η σουρεαλιστική αφηγηματική δομή της ταινίας έχει παρομοιαστεί με μια ταινία “Möbius”, ενώ ο Lynch την έχει περιγράψει σαν “ψυχογενή φούγκα” και όχι σαν μια συμβατικά φυσιολογική ιστορία.

O Trent Reznor των Nine Inch Nails ανέλαβε την παραγωγή του soundtrack, και μαζί με τους Angelo Badalamenti και Barry Adamson έγραψε κάποιο πρωτότυπο υλικό. Χρησιμοποιήθηκαν και συνθέσεις άλλων καλλιτεχνών, όπως το υπέροχο “I ‘m Deranged” του David Bowie, με το μοντέρνο krautrock ύφος του να φλερτάρει με τον καπνό του καμπαρέ, αλλά και γνωστά industrial, alternative και nu metal τραγούδια από δημοφιλείς καλλιτέχνες των 90’s, όπως οι Rammstein, Marilyn Manson, The Smashing Pumpkins, ενώ καθόλου ευκαταφρόνητη δεν είναι η διασκευή του Lou Reed στο “This Magic Moment”. Τέλος, ο Lynch κατάφερε επιτέλους να ικανοποιήσει ένα τεράστιο απωθημένο και να ακουστεί στη διάρκεια της ταινίας το τραγούδι “Song to the Siren” των This Mortal Coil, χωρίς όμως να συμπεριληφθεί στο επίσημο soundtrack.

Το The Straight Story” είναι μια βιογραφική δραματική ταινία του 1999, της οποίας την επιμέλεια και την παραγωγή της έκανε η Mary Sweeney, η επί χρόνια σύντροφος και συνεργάτης του Lynch, η οποία έγραψε και το σενάριο μαζί με τον John E. Roach. Βασίζεται στην αληθινή ιστορία του ταξιδιού του Alvin Straight το 1994 στην Iowa και το Winsconsin με ένα χορτοκοπτικό. Για τον ρόλο του Straight, οι παραγωγοί κατέληξαν στην πρώτη τους επιλογή, τον Richard Farnsworth. Αν και ήταν απρόθυμος να δεσμευτεί στον ρόλο καθώς ήταν τότε άρρωστος στο τελικό στάδιο με μεταστατικό καρκίνο του προστάτη, δέχτηκε τελικά τον ρόλο από θαυμασμό για τον Staight.

Το “Straight Story” γυρίστηκε ανεξάρτητα κατά μήκος της πραγματικής διαδρομής που ακολούθησε ο Straight και όλες οι σκηνές γυρίστηκαν με χρονολογική σειρά το φθινόπωρο του 1998. Ο Lynch θα το χαρακτήριζε αργότερα σαν την  πιο πειραματική του ταινία. Κατά τη διάρκεια της παραγωγής, ο καρκίνος του Farnsworth είχε εξαπλωθεί στα οστά του, αλλά κατέπληξε τους συνεργάτες του με την επιμονή του κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Η παράλυση των ποδιών του όπως φαίνεται στην ταινία ήταν πραγματική. Ο Farnsworth αυτοκτόνησε στις 6 Οκτωβρίου 2000, σε ηλικία 80 ετών.

Τη μουσική ένδυση της ταινίας διαχειρίστηκε αποκλειστικά ο Badalamenti, με την αναγκαία ευαισθησία και λιτότητα. Με απλά αλλά εύστοχα θέματα για πιάνο, ακουστική κιθάρα ή country βιολί και κουαρτέτο,  με ορχηστρικές διασκευές σε ατμοσφαιρικό ύφος, δημιουργεί μια συγκινητική και αρμονικά συνοδευτική παρτιτούρα για σχεδόν ολόκληρη την ταινία. Τα θέματα συνοδεύουν ατενίσεις σε πανοράματα των μεσοδυτικών χωραφιών με σιτάρι, οπτικές απολαύσεις που δικαιώνουν την ποιμαντική απλότητα της μουσικής.

Το “Mulholland Drive” που ακολουθεί το 2001είναι μια σουρεαλιστική νεο-νουάρ ταινία μυστηρίου, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Lynch. Αφηγείται την ιστορία μιας επίδοξης ηθοποιού που μόλις έχει φτάσει στο Los Angeles, και γνωρίζει και γίνεται φίλη μιας γυναίκας με αμνησία που αναρρώνει από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα. Η αμερικανική-γαλλική συμπαραγωγή σχεδιάστηκε αρχικά σαν τηλεοπτική σειρά, και ένα μεγάλο μέρος της ταινίας γυρίστηκε το 1999 με το σχέδιο του Lynch να το κρατήσει ανοιχτό για μια πιθανή σειρά. Τα στελέχη της τηλεόρασης το απέρριψαν, και στη συνέχεια, ο Lynch έδωσε ένα τέλος στο έργο, κάνοντας το μια ταινία μεγάλου μήκους. Το χαρακτηριστικό σουρεαλιστικό στυλ του σκηνοθέτη έχει αφήσει το γενικό νόημα των γεγονότων της ταινίας ανοιχτό στην ερμηνεία. Ο Lynch αρνήθηκε να δώσει μια εξήγηση για τις προθέσεις του για την αφήγηση, αφήνοντας το κοινό, τους κριτικούς και τα μέλη του καστ να κάνουν εικασίες για το τι σημαίνει. Έδωσε στην ταινία την ατάκα “a love story in the city of dreams”.

Μεγάλο μέρος της μουσικής του Badalamenti για το Mulholland Drive αποτελείται από σκοτεινά κομμάτια droning synths και εγχόρδων, ηχογραφημένα με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Πράγας, τα οποία ενισχύουν την ένταση και συμβάλλουν στη δημιουργία του παραισθησιογόνου κόσμου της ταινίας, και τα οποία ο Lynch ξαναδουλεύει και συνδυάζει με αφηρημένους ήχους. Επιστρατεύονται και δυο pop τραγούδια της δεκαετίας του ’60, το Sixteen Reasons” της Connie Stevens, και το “I’ve Told Ev’ry Little Star” της απόδοσης της Linda Scott. Σε μια εικονική σκηνή της ταινίας, οι χαρακτήρες Betty και Rita οδηγούνται από ένα όνειρο να πάνε στο Club Silencio του Λος Άντζελες, σε μια παράσταση από έναν μάγο που δίνει εντολή στο κοινό να ακούσει μια μαγνητοφωνημένη ηχογράφηση μιας μπάντας που παίζει, επιμένοντας δεν υπάρχει πραγματική μπάντα στο δωμάτιο. Λίγο μετά, η Rebekah del Rio φτάνει στη σκηνή για να τραγουδήσει μια φορτισμένη ισπανική εκτέλεση του “Crying” του Roy Orbison. Λιποθυμά κατά τη διάρκεια της ερμηνείας της, αλλά η φωνή της ακούγεται να συνεχίζει να τραγουδά. Μεγάλο μέρος του Mulholland Drive αφορά την τάση του Χόλιγουντ προς τη διαφθορά και την ψευδαίσθηση, αλλά η σκηνή του Club Silencio ενσωματώνει την προσέγγιση του Lynch στη μουσική και τον ήχο σαν έναν τρόπο να μάθει στο κοινό ότι, ακόμα κι αν νομίζει ότι ξέρει τι ακούει, συχνά δεν είναι αυτό που φαίνεται.

Το Inland Empire” του 2006 προέκυψε μια πειραματική ψυχολογική ταινία θρίλερ, σε σενάριο, σκηνοθεσία και συμπαραγωγή του Lynch με τους Jeremy Alter και Laura Dern. Η κινηματογράφηση, το μοντάζ, η μουσική και ο ηχητικός σχεδιασμός της ταινίας ήταν επίσης από τον Lynch, με κομμάτια και από διάφορους άλλους μουσικούς. Η μακροχρόνια συνεργάτιδά του και τότε σύζυγός του Mary Sweeney ήταν και αυτή συμπαραγωγός της ταινίας.

Κυκλοφόρησε με τον συνοδευτικό προσδιορισμό “a Woman in trouble”, και η υπόθεσή της ακολουθεί τα κατακερματισμένα και εφιαλτικά γεγονότα γύρω από μια ηθοποιό του Χόλιγουντ που αρχίζει να αποκτά την προσωπικότητα ενός χαρακτήρα που υποδύεται σε μια υποτιθέμενη καταραμένη κινηματογραφική παραγωγή. Μια διεθνής συμπαραγωγή μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Γαλλίας και της Πολωνίας, η ταινία ολοκληρώθηκε σε τρία χρόνια και γυρίστηκε κυρίως στο Los Angeles και την Πολωνία. Η διαδικασία σηματοδότησε αρκετές πρωτιές για τον Lynch: η ταινία γυρίστηκε χωρίς ολοκληρωμένο σενάριο, αντίθετα αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό από σκηνή σε σκηνή, και γυρίστηκε εξ ολοκλήρου σε ψηφιακό βίντεο χαμηλής ανάλυσης από τον ίδιο τον Lynch χρησιμοποιώντας μια φορητή βιντεοκάμερα Sony αντί για παραδοσιακό φιλμ.

Ο Lynch συνέβαλε με μια σειρά από δικές του συνθέσεις στο soundtrack της ταινίας, σηματοδοτώντας μια απομάκρυνση από τις συχνές συνεργασίες του με τον συνθέτη Angelo Badalamenti. Τα κομμάτια που έγραψε κυμαίνονται από μινιμαλιστική ambient μουσική μέχρι και τραγούδια με πιο ποπ προσανατολισμό, όπως το “Ghost of Love”, το οποίο ερμήνευσε η Αμερικανίδα τραγουδίστρια και ηθοποιός Chrystabell. Η πρώην τραγουδίστρια των  8½ Souvenirs γνωρίστηκε με τον Lynch μέσω ενός ατζέντη το 1999, και δημιουργώντας μια συνεχή και γόνιμη συνεργασία, κυκλοφόρησε μαζί του τρία άλμπουμ, ενώ εμφανίστηκε στην αναβίωση του Twin Peaks του 2017, σαν πράκτορας Tammy Preston.  Ο Πολωνός συνθέτης Marek Zebrowski έγραψε επίσης μουσική για την ταινία και λειτούργησε και σαν μουσικός σύμβουλος. Σύμφωνα με την προσφιλή του τακτική, επικαλέστηκε και τραγούδια άλλων καλλιτεχνών, σύγχρονων όπως οι Beck και Kroke αλλά και παραδοσιακών όπως οι Nina Simone, Etta James, Little Eva.

O Lynch δεν έκανε άλλη ταινία μεγάλου μήκους από τότε ή κανένα σημαντικό έργο στην οθόνη από το “Twin Peaks: The Return” του 2017, συνέχισε να κάνει μουσική μέχρι το τέλος της ζωής του. Πέρυσι έκανε παραγωγή και έγραψε τους στίχους για το άλμπουμ “Cellophane Memories”, μαζί με την Chrystabell. Άλλωστε, μετά τον θάνατο του Splet το 1994, ο Lynch αποφάσισε να συνεχίσει αυτά τα ηχητικά πειράματα χτίζοντας το “Asymmetrical Studio” στο Λος Άντζελες, όπου βρίσκονται ακόμα οι στάχτες του Splet. Η ισχυρή του συνεργασία με τον Badalamenti ολοκληρώθηκε με το άλμπουμ free jazz “Thought Gang” πριν πεθάνει ο Badalamenti το 2022. “Ήταν μια ιδιοφυΐα, μου λείπει τρελά”, είχε πει λίγο μετά τον θάνατό του. Όταν ανακάλυψε στο Asymmetrical Studio  ηχογραφήσεις που είχαν χαθεί από καιρό από τον ίδιο, τον πρώην διευθυντή του στούντιο Dean Hurley και τον Badalamenti, τις έκανε κολάζ στη μουσική του άλμπουμ, έγραψε στίχους για την Chrystabell, και προέκυψε το “Cellophane Memories”, το άλμπουμ με τα φαντάσματα.

Σκοτεινά δάση, φεγγαρόλουστα φιλιά, τυπικά μεσοαμερικανικά σπίτια και βίαιοι εφιάλτες γέμισαν τους στίχους, και όλα έγιναν πιο φιλόξενα για νεκρούς και ζωντανούς.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1222 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.