Το 1997 ο Fish κυκλοφόρησε το πέμπτο στούντιο άλμπουμ του με τον τίτλο “Sunsets on Empire” στην δική του Dick Bros Record Company. Το άλμπουμ αυτό και η περιοδεία προώθησης έφεραν μια τεράστια οικονομική ζημιά χιλιάδων λιρών και έβαλαν την ταφόπλακα στη εταιρεία του. Ο ίδιος βρήκε καταφύγιο στη Roadrunner Records, η οποία του έδωσε χρόνο για την επόμενη δουλειά του με την κυκλοφορία της συλλογής “Kettle of Fish”, η οποία περιείχε και δυο νέα τραγούδια.
Ο υψηλόσωμος Σκωτσέζος βρήκε το κουράγιο να ανασκουμπωθεί και να σχεδιάσει με υπέρμετρη φιλοδοξία το επόμενο βήμα του. Θα είναι ο πρώτος από τους τρεις δίσκους όπου θα εμπιστευτεί τον παραγωγό Elliot Ness. Ο πολύς Steven Wilson που είχε κάνει την παραγωγή στο “Sunsets…” θα παραμείνει στη δημιουργική του ομάδα, παίζοντας τις κιθάρες σε μεγάλο μέρος του νέου άλμπουμ. Μια παραμονή στο παλιό κάστρο του 14ου αιώνα, Chateau Marouatte στην περιοχή Dordogne στη Γαλλία θα φέρει ένα σημαντικό μέρος του νέου υλικού. Εκεί γνωρίζει και τη σπουδαία τραγουδίστρια Liz Antwi, με την οποία θα ξεκινήσει μια μακροχρόνια συνεργασία.
Ο Fish είχε προσκληθεί εκεί για να συμμετάσχει σε ένα συνέδριο συνθετών που οργάνωσε ο Miles Copeland, πρώην μάνατζερ των The Police και στη συνέχεια μάνατζερ του Sting. Είχε αγοράσει το μέρος πριν από χρόνια και ξόδεψε μια περιουσία για να το ανακαινίσει και να το γεμίσει με αντίκες από όλο τον κόσμο. Όταν του ζητήθηκε για πρώτη φορά να συμμετάσχει στις συνεδρίες συγγραφής, ένιωσε λίγο διστακτικός καθώς του εξήγησαν ότι θα παρευρεθούν αρκετοί διεθνείς μουσικοί και συνθέτες, και το τίμημα για τη συμμετοχή του θα ήταν να γράψει 6 τραγούδια σε 7 μέρες σε συνεργασία με άλλους συνθέτες. Δεν το είχε κάνει ποτέ πριν και ποτέ με τόσο αυστηρό πρόγραμμα. Ο Miles Copeland πρόσφερε τη διαμονή στον χώρο καθώς και τα έξοδα των μετακινήσεων. Κάθε ομάδα είχε έναν συνθέτη που είχε συμβόλαιο με την εταιρεία του Miles, έναν από την Polygram και έναν ανεξάρτητο συνθέτη. Αυτό σήμαινε ότι το ένα τρίτο κάθε τραγουδιού που γράφτηκε κατά τη διάρκεια της εβδομάδας ανήκε σε κάθε έναν από τους συμμετέχοντες. Ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον στήσιμο.
Με την αίσθηση πως η ισχυρή του αποστασιοποίηση από τα χωράφια του progressive rock στο προηγούμενο άλμπουμ του, απομάκρυνε μόνιμους ακροατές του, ο Fish δεν ευθυγραμμίζεται απόλυτα αλλά φροντίζει να επικαλεστεί μια έξυπνη και λειτουργική πολυμορφία στα νέα τραγούδια, επιστρατεύοντας ποικίλες επιδράσεις. Στην κατεύθυνση αυτή, δεκαεπτά μουσικοί συμμετέχουν στις ηχογραφήσεις, και μεταξύ αυτών το trance music duo των The Positive Light, ο κημπορντίστας Tony Turrell και ο προγραμματιστής Mark Daghorn. Eίχαν κάνει στο παρελθόν remix στο “This Strange Engine” με τους Marillion, ζήτησαν από τον Fish να τραγουδήσει σε ένα από τα τραγούδια τους, και έτσι η συνεργασία κατέληξε στο στούντιο των ηχογραφήσεων του “Raingods”. Μια άλλη παράξενη και αξιοσημείωτη συνεργασία του είναι αυτή με τον γνωστό pop τραγουδιστή Rick Astley, αλλά και τον βετεράνο του Nashville country, blues rock καλλιτέχνη Paul Thorn, στο τραγούδι “Mission Statement”. Στους χώρους του Millenium Studios βρέθηκαν, πλην του Wilson, οι κιθαρίστες Robin Boult, Till Paulmann, Phil Grieve, και Bruce Watson των The Big Country, ο μπασίστας Steve Vantsis, ο ντράμερ Dave Stewart, ο περκασιονίστας Dave Haswell, οι τραγουδίστριες Liz Antwi, Nicola King, οι τραγουδιστές Tony King, Mo Warden (αφήγηση), και ο βιολιστής David Crichton.
Η δομή του δίσκου είναι απόλυτη και ξεκάθαρη, καθώς χωρίζεται σε δύο μέρη: το πρώτο αποτελείται από έξι αυτόνομα θεματικά τραγούδια, και στο δεύτερο συναντάμε την εκπληκτική σουίτα “Plague of Ghosts”, χωρισμένη σε έξι μέρη που συνολικά αγγίζουν τη διάρκεια των 25 λεπτών. Η πιο αισθητή επιστροφή, παρά το γεγονός πως περιορίζεται μόλις σε δυο συνθέσεις, το εναρκτήριο “Tumbledown” και το ατμοσφαιρικό “Rites of Passage” είναι αυτή του κημπορντίστα Mickey Simmonds. Η καταλυτική του συμμετοχή σημάδεψε το πρώτο και κορυφαίο του προσωπικό άλμπουμ, το καταπληκτικό “Vigil in a Wilderness of Mirrors”, ενώ η πενιχρή του συμμετοχή στη συνέχεια αποδυνάμωσε τα αποτελέσματα στις δουλειές που ακολούθησαν. Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς πως ο Simmonds έχει δουλέψει με μορφές σαν τον Mike Oldfield, τους Camel, τον Art Garfunkel, τον Paul Young, τους Renaissance και πολλούς άλλους. Πόσο έλειψαν τα μοναδικά του θέματα στο πιάνο, το διαπιστώνει κανείς με τη σπάνιας ομορφιάς εισαγωγή στο “Tumbledown”. Τα κύματα των ηχητικών συγκρούσεων που φέρνει η εξέλιξη του τραγουδιού είναι μια ιδανική προετοιμασία για ένα άλμπουμ πολυτάραχο, με αντικρουόμενες διαθέσεις και ιδιώματα που δύσκολα θα λειτουργούσαν μαζί σε άλλον. Είναι μια δυνατή στιγμή με πολύ πιασάρικο ρεφρέν και ο Fish τραγουδά ήδη τον τίτλο του άλμπουμ, “raingods with Zippos”, μια από αυτές τις κλασικές παράδοξες φράσεις που λατρεύει να χρησιμοποιεί, και μέσα στη συνολική ματαιότητα των στίχων του, μοιραία φέρνει στο μυαλό την έκφραση “sugar mice in the rain”, από το τελευταίο του άλμπουμ με τους Marillion, το “Clutching At Straws”. Ο ίδιος απέφυγε να σχολιάσει το περιεχόμενο των στίχων, λέγοντας απλά πως είναι πολύ προσωπικοί.
Πολλοί αναφέρουν το “Mission Statement” σαν το “The Rick Astley song”, επιβεβαιώνοντας το απροσδόκητο της συνεργασίας. Είναι ένα περίεργο rock ‘n’ roll τραγούδι που θα λειτουργούσε ιδανικά σε μια road movie, και αφήνει έξυπνα αυτά τα συναισθηματικά φωνητικά γυρίσματα του Fish να αλλοιώσουν στις λεπτομέρειες την συνολική εντύπωση. Γι’ αυτούς που προτιμούν την περισσότερο groovy πλευρά του, ακούγεται σαν κάτι που το απολαμβάνεις περισσότερο ζωντανά, αλλά είναι ξεκάθαρα από τις αδύναμες στιγμές του δίσκου. Οι τόνοι πέφτουν άμεσα στο πολύ προσωπικό “Incomplete”, όπου ο ψηλός φανερά επηρεασμένος από τις εξελίξεις στο γάμο του γράφει κάποιους υπέροχους προσωπικούς στίχους, και είναι ολοφάνερο πως το ντουέτο με την ιδιαίτερη φωνή της Liz Antwi εμπλουτίζει αισθητά αυτό το απλό, άμεσο, συγκινητικό τραγούδι, που μοιάζει να συγκεντρώνεται όλο στη φράση “εκεί που τα φαντάσματα των πεταλούδων του καλοκαιριού μαζεύονται στη σκόνη”.
Μια επιφανειακή τρυφερότητα και ειρήνη που μεταφέρονται από την όμορφη ακουστική κιθάρα και τις ευγενικές κέλτικές επιρροές στο “Tilted Cross”, βρίσκει τον Fish να τραγουδά μια ειρηνική προειδοποίηση για τις νάρκες ξηράς στη Βοσνία. Είναι μια ανατριχιαστικά άδεια σύνθεση με έναν εύθραυστο σεβασμό και μια συμβουλή: “κάνε ένα σταυρό και βεβαιώσου ότι έχει κλίση, για να μην πατήσουν άλλοι σε αυτό το έδαφος”. Μια περίεργη επιλογή ταράζει με μια ακόμα αντίθεση τη διαδρομή, καθώς το βαρύ “Faith Healer” των Sensational Alex Harvey Band, με τη σκοτεινή, σχεδόν μεταλλική του υφή σκιάζει τον ουρανό του άλμπουμ, σαφώς επιλεγμένο με κριτήριο τον στιχουργικό συσχετισμό του μέσα σε αυτό. Είναι ένα τραγούδι που είχε ήδη βρει το δρόμο του για τη λίστα των ζωντανών εμφανίσεων του Fish στη διάρκεια της περιοδείας του “Vigil”.
Ο Simmonds επιστρέφει στο μελαγχολικό “Rites of Passage”, στρώνοντας ένα απαιτητικό χάλι για έναν ξανά απολογητικό Fish που τραβά την κουρτίνα των προσωπικών του και, όπως κάνει συχνά, αποκαλύπτει τις σκέψεις της αληθινής του ζωής τραγουδώντας. Η ευρηματικότητα και το αστείρευτο ταλέντο του Simmons οδηγούν το τραγούδι σε ένα σχεδόν μυστικιστικό, ταξιδιάρικο, ψυχεδελικό φινάλε, ενώ ο υψηλόσωμος Σκωτσέζος έχει σφραγίσει ένα φινάλε ανάλογο του τόσο συγγενικού “A Gentleman’s Excuse Me”, βεβαιώνοντας πως “δεν παίζω πια ρόλο στα αυτογραμμένα δράματά σου, όπου κάθε κλεμμένο φιλί υπάρχει μόνο για να αποδείξει πως αυτό το ευτυχισμένο τέλος δεν υπάρχει”.
Κοιτάζοντας πια από την απόσταση μιας πλήρους δισκογραφικής καριέρας, καθώς το “Weltschmerz” αποτελεί με κάθε επισημότητα το κύκνειο άσμα του, το φιλόδοξο “Plague of Ghosts, που αποτελεί το δεύτερο μέρος του δίσκου, είναι η πιο απαιτητική, πολυσχιδής, λεπτομερής, και γενναία συνθετική και στιχουργική απόπειρα του βετεράνου καλλιτέχνη σε όλη αυτή τη διαδρομή. Η ουρά του “Rites of Passage” αποτελεί μια βολική μετάβαση για το πρώτο μέρος του, με τον τίτλο “Old Haunts”, μια υποβλητική, ατμοσφαιρική επίκληση στο σκοτάδι. Το έντονα ρυθμικό “Digging Deep”, το οποίο έγραψε με το δίδυμο των The Positive Light (Turrell, Daghorn), μοιάζει να παντρεύει τα ξέφρενα ξενύχτια του Hacienda με τους Porcupine Tree, με τους σχεδόν εσχατολογικούς του στίχους για την εποχή των βροχών. Η αφήγηση του “Chocolate Frogs” σε συνδυασμό με τις γραμμές του είναι ανατριχιαστική και οι ήχοι του υγρού στοιχείου αναδύουν αλλόκοτες εντυπώσεις που ταξιδεύουν πολύ πιο μακριά όταν τα υπέροχα ακουστικά περάσματα συνοδεύονται από drum ‘n’ bass υποστυλώματα, πάνω στα οποία η διαδοχή του συγκλονιστικού “Waving at Stars” περιγράφει μια ασύγκριτη συγκυρία μοναξιάς. Στο “Raingods Dancing” ο λυρισμός λυγίζει κάθε αντίσταση, οι φωνητικές μελωδίες είναι ασύγκριτες πάνω από τα μοιραία θέματα των κήμπορντς, και ενώ ο Fish επιστρέφει σε γραμμές του “Tumbledown” και στην αναφορά του τίτλου του δίσκου, το φάντασμα της εποχής των Marillion είναι πιο έντονο από ποτέ, και το σόλο του Wilson είναι ανατριχιαστικό. Όπως ο Fish συνηθίζει να αποφεύγει τον μηδενισμό, απλώνει μια προοπτική ελπίδας το τελευταίο μέρος του “Wake Up Call (Make It Happen)”, με μια φωτεινή πρόταση για λήθη, συγχώρεση και επένδυση στην αξία της στιγμής μπροστά στο αβέβαιο της αιωνιότητας. Είναι μάλλον αδύνατο για οποιονδήποτε μυημένο να μην το συνδέσει συνειρμικά με το “Happy Ending” του “Clutching At Straws”.
Δεν είναι παράξενο πως από το μακρινό 1999, όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ, πέρασαν χρόνια για να εκτιμηθεί ανάλογα ακόμα και από αφοσιωμένους ακόλουθους του Fish. Μετά την ακριβή δοκιμή του στο “Sunsets On Empire”, βρήκε όμως τις κατάλληλες ισορροπίες και στάθηκε κάπου ανάμεσα στις προσδοκίες των φίλων του και τις δικές του δημιουργικές φιλοδοξίες. Με ένα πρώτο μέρος που έμοιαζε να αλιεύει κατευθύνσεις από το “Suits” αλλά και το “Sunsets” και ένα δεύτερο να τιμά τις μακροσκελείς απόπειρες των Marillion με μια φρέσκια και γενναία προσέγγιση, κατάφερε να μας δώσει ένα από τα κορυφαία άλμπουμ της δισκογραφικής του διαδρομής. Η συνεπής εικαστική δουλειά του μόνιμου συνεργάτη Mark Wilkinson εξακολούθησε να υπερτονίζει τα σύμβολα και τις εμμονές του με τον γνώριμο τρόπο.
Με μια αποφασιστικότητα, μια νέα απόπειρα αυτό προσδιορισμού, και αιχμή του δόρατος μια συγκλονιστική 25λεπτη σουίτα που κατέληξε ένα από τα πιο αγαπημένα έργα των φίλων του, αποδείχθηκε πολύ μεγάλος και ανθεκτικός για να τον βουρτσίσει οποιοσδήποτε κάτω από το χαλί ή να τον κρύψει κάτω από τις σκάλες.