“Αυτό το μικρό χαμόγελο που έκανες στο τέλος, ράγισε την καρδιά κάθε μητέρας στη Μεγάλη Βρετανία”.
Είναι 20 Μαΐου 1985 και οι Marillion παρουσιάζουν το “Kayleigh” στην εκπομπή του Ιρλανδού παρουσιαστή του BBC, Terry Wogan. Ο επικεφαλής προώθησης της ΕΜΙ, Malcolm Hill τράβηξε στην άκρη τον Fish, και του είπε αυτή την προφητική φράση. Από εκείνη τη μέρα άλλαξαν όλα. Άλλωστε, η εκπομπή του Wogan ήταν το ιδανικό διαβατήριο για την επιτυχία ενός single εκείνη την εποχή, γι’ αυτό και ο Fish θεωρούσε πάντα πως χρωστούσαν πολλά στον Ιρλανδό παρουσιαστή.
Τον Ιούνιο, το “Misplaced Childhood” γκρέμιζε από την κορυφή το άλμπουμ του Bryan Ferry “Boys and Girls”. Ένα άγνωστο progressive rock σχήμα με συγκεκριμένο κοινό, κόντρα σε κάθε προσδοκία άλωσε τα charts με το single και το δίσκο του, υψώνοντας πανηγυρικά το μεσαίο δάχτυλο σε ολόκληρη τη μουσική βιομηχανία. Η πραγματικότητα βέβαια ήταν εντελώς διαφορετική, γιατί το τρίτο τους άλμπουμ δεν έφερε μια πολυτελή επιβεβαίωση αλλά μια αναγκαία επιβίωση.
“Ήταν το άλμπουμ που μας έσωσε”. Ακόμα και με πέντε singles στο Top 40 και τα δυο πρώτα τους άλμπουμ στο Top 20, η οικονομική διαχείριση ήταν απόλυτα λανθασμένη, με υπέρογκα έξοδα κυρίως στα γυρίσματα των βίντεο, και οι Marillion κινδύνευαν να πεταχτούν έξω από την EMI. Η προσωρινή και αναγκαία λύση ήταν η άμεση κυκλοφορία ενός live άλμπουμ. Το “Real to Reel” του 1984, ηχογραφημένο σε εμφανίσεις στο Montreal του Καναδά και στο Leicester, σκαρφάλωσε στο Top 10, πούλησε καλά στην Ευρώπη και παρέτεινε το χρόνο για το γκρουπ. Φυσικά, όντας ακόμα πάνω σε κινούμενη άμμο, κανείς δεν θα έπαιρνε το ρίσκο να αποκαλύψει στην ΕΜΙ πως η επόμενη δουλειά τους θα ήταν ένα concept άλμπουμ. “Θα μπορούσε να ήταν το φιλί του θανάτου”.
Η ιστορία μας ξεκινά με το τέλος της περιοδείας για το “Fugazi”. O Fish έχει επιστρέψει στο σπίτι του στο Aylesbury του Buckinghamshire, εξαντλημένος, αλλά και εκτεθειμένος μπροστά στην δύσκολη πρόκληση του τρίτου άλμπουμ. Ένας φάκελος έφτασε τότε, με ένα σημείωμα από μια παλιά φίλη: “νομίζω πως θα σου αρέσει αυτό”. Ο Fish δοκίμασε τη μισή ποσότητα LSD το βράδυ, και λίγο μετά, μην νιώθοντας κάτι αισθητό, πήρε και το υπόλοιπο. Μέσα σε μια θολή αίσθηση πήρε το ποδήλατό του και οδήγησε μέχρι το εξοχικό του Rothery. Οι δυο μοναδικοί εργένηδες στη μπάντα, είχαν εξαιρετική σχέση εκείνο τον καιρό. Παρακολούθησαν μαζί την πρόσφατη τότε κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας του Thomas Hardy “Tess Of The D’Urbervilles, με πρωταγωνίστρια την όμορφη Nastassia Kinski, στην οποία ο Rothery είχε τεράστια αδυναμία. Όταν η επίδραση του παραισθησιογόνου αυξήθηκε υπερβολικά, ο Fish ζήτησε από τον Rothery να τον πάει σπίτι.
Ο Fish έβαλε έναν δίσκο, κάθισε στο πάτωμα, πήρε ένα τετράδιο και ακολούθησε το ενστικτώδες “stream-of-consciousness” γράψιμο. Εκείνη τη νύχτα έγραψε ουσιαστικά τη βάση για το πρώτο μέρος του άλμπουμ. Ολόκληρες φράσεις και στίχοι κατέληξαν στον δίσκο, με το “Pseudo Silk Kimono” να γίνεται το εναρκτήριο κομμάτι του “Misplaced Childhood”. Μόλις συνήλθε εντελώς, τηλεφώνησε στον Rothery και του είπε “το έχω, τα κατάφερα”.
Το βασικό θέμα που διατρέχει το άλμπουμ είναι εμπνευσμένο από την ίδια τη ζωή του 27χρονου τότε Fish. Το ξεθώριασμα της παιδικής ηλικίας και αθωότητας μέσα από το στρες και την πίεση της καριέρας σε ένα rock συγκρότημα, και η πρόσφατη κατάρρευση της σχέσης του με την κοπέλα του Kay, ήταν τα πρωταρχικά ερεθίσματα για ένα concept άλμπουμ βασισμένο στην πραγματικότητα.
Οι πρώτες πρόβες για τη σύνθεση του δίσκου άρχισαν το φθινόπωρο του 1984, στο Barwell Court, ένα παγωμένο βικτωριανό κτίριο. Ο Fish καθόταν στο δωμάτιο της τηλεόρασης με τη φωτιά αναμμένη, δουλεύοντας τους στίχους, και άκουγε τους υπόλοιπους στο διπλανό δωμάτιο να γράφουν μουσική. Η διαδικασία εξελίχθηκε πολύ γρήγορα, και μέσα σε μια εβδομάδα γράφτηκε το μεγαλύτερο μέρος του: τα Pseudo Silk Kimono, Kayleigh, Lavender, Bitter Suite, και κάποια μέρη του Heart of Lothian. Εκεί συναντήθηκαν για πρώτη φορά με το νέο τους παραγωγό, Chris Kimsey. Ο Kimsey δεν γνώριζε καθόλου τη μπάντα, και τους τσέκαρε μετά από προτροπή του φίλου του τεχνικού ήχου David Munns. Βρέθηκε έτσι στις πρόβες και αμέσως ερωτεύτηκε το συγκρότημα.
Αποδείχτηκε ένας πολύ βολικός άνθρωπος και δεν χρειάστηκε να του περάσουν με τρόπο το θέμα του concept άλμπουμ, ήταν απολύτως μέσα γι’ αυτό. Στην ΕΜΙ δεν είχαν ιδέα, αλλά έτσι και αλλιώς δεν ήξεραν τι ήθελαν. Ήθελαν μια επιτυχία. Κανείς δεν ήξερε τότε, πως στο Barwell Court θα έγραφαν την τεράστια επιτυχία. Εκεί έπαιξε για πρώτη φορά ο Steve Rothery το εναρκτήριο θέμα στην κιθάρα, δείχνοντας στην κοπέλα που θα γινόταν η γυναίκα του αργότερα, πώς έγραφε τραγούδια: “από ένα τόσο μικρό πράγμα, το στεγαστικό μας δάνειο έχει πια πληρωθεί”.
Κανείς δεν θεώρησε τότε το “Kayleigh” σαν ένα πιθανό single, ήταν άλλο ένα τραγούδι στο άλμπουμ. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν μεγάλους ενδοιασμούς για τον τίτλο και τους στίχους. Καθώς το μεσαίο όνομα της Kay ήταν Lee, και ο πατέρας της τη φώναζε χαϊδευτικά “Kay-Lee”, κατέληγε να είναι πολύ προσωπικό, χωρίς την παραμικρή ασάφεια. Ο Fish ήταν κατηγορηματικός. Αρνήθηκε να αλλάξει τον τίτλο και τους στίχους, οι οποίοι ισχυρίστηκε πως αφορούσαν περισσότερες πρώην σχέσεις του. “Αν όχι Kayleigh, τότε πώς; Maybe;”
Τον Νοέμβριο του 1984, η μπάντα επιστρέφει στο δρόμο για μια μικρή περιοδεία πριν τα Χριστούγεννα, περιλαμβάνοντας στο setlist το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης πλευράς του “Misplaced Childhood”. Τον Μάρτιο του 1985 μετακομίζουν στο Hansa Ton Studio του Βερολίνου, μια αναμενόμενα φτηνή επιλογή, από τη στιγμή που η εταιρεία ακόμα το σκεφτόταν να απαλλαχθεί από αυτούς. Το στούντιο βρισκόταν σε ένα ανακαινισμένο δημαρχείο και ήταν βουτηγμένο στην ιστορία. Η κύρια αίθουσα χορού είχε χρησιμοποιηθεί από τους Ναζί για προπαγανδιστικές συναυλίες. Στο Hansa ηχογράφησε ο Bowie την περίφημη τριλογία του Βερολίνου, τα άλμπουμ “Low”, “Heroes” και “Lodger”, τη δεκαετία του ’70. Ο KImsey έμενε σε ένα νοικιασμένο διαμέρισμα στα προάστια και η μπάντα στο ξενοδοχείο Hervis, με θέα στο Τείχος, τα συρματοπλέγματα, τα γκράφιτι και τα φυλάκια.
Η συμβολή του μηχανικού ήχου Thomas Steimler στο πλευρό του Kimsey βοήθησε να ξεπεραστούν τα αρχικά προβλήματα και μεσολάβησε για να εξασφαλίσουν ένα Bosendorfer grand πιάνο. Άρχιζαν να δουλεύουν αργά το απόγευμα μέχρι το βράδυ, έπαιρναν δείπνο, έβγαιναν με τον Kimsey και έπιναν πολύ, γύριζαν στο στούντιο και προσπαθούσαν να δουλέψουν κι άλλο. Η τεκίλα που καταναλώθηκε εκείνη την περίοδο έφερε μέχρι και λιποθυμίες στη διάρκεια μιας μεταμεσονύκτιας προβολής της κλασικής ταινίας του βωβού κινηματογράφου “Metropolis” του Fritz Lang.
Οι ανοησίες που μπορούν να κάνουν rockers στα 22-23 τους χρόνια είναι η πρώτη και τελευταία εμπειρία ηρωίνης, στριπτίζ σε εστιατόριο, τούβλα πάνω από το Τείχος για να πυροδοτηθούν οι νάρκες, μέχρι και προσχεδιασμένο τρακάρισμα στο αυτοκίνητο του Kimsey. Εκεί δεν τους ήξερε κανείς και τα δοκίμασαν όλα. Στο μεταξύ η EMI ρωτούσε επίμονα για singles. Έστειλαν κάποιους τύπους να ακούσουν τι είχαν κάνει ως τότε, και γύρισαν πίσω πεπεισμένοι πως δεν υπήρχαν singles. Τελικά, επιλέχθηκε το Kayleigh, όμως η ΕΜΙ χρειαζόταν και ένα βίντεο να συνοδεύσει το single. Σε ένα από εκείνα τα παράξενα παιχνίδια της ζωής, στο βίντεο ενός τραγουδιού για την πρώην κοπέλα του Fish, θα πρωταγωνιστούσε ένα μοντέλο, η Γερμανίδα Tamara Nowy, η οποία λίγο αργότερα θα γινόταν η πρώτη σύζυγός του.
Ο Fish είχε γνωρίσει την Tamara σε μια βραδινή έξοδο στο Βερολίνο και έψαχνε μια αφορμή για να περάσει περισσότερο χρόνο μαζί της. Ωστόσο, οι υπόλοιποι στη μπάντα άσκησαν βέτο στην ιδέα να την έχουν στο βίντεο και επέλεξαν άλλα δύο μοντέλα. Η μία έσπασε τον αστράγαλό της και η άλλη έπαθε τροφική δηλητηρίαση λίγο πριν το γύρισμα. Ήταν τελικά μια περίπτωση: “Θες να είσαι σε ένα βίντεο, αγάπη μου;”.
Ο 10χρονος Robert Mead που έπαιξε το ρόλο του μικρού τυμπανιστή στο βίντεο αποτέλεσε έμπνευση άλλης μιας υπερφυσικής παρουσίας: η Kay ζούσε στο Earls Court και υπήρχε μια σκάλα που οδηγούσε στο διαμέρισμά της, όπου νόμισε πως είδε ένα νεαρό αγόρι κάποιο βράδυ. Σε συνδυασμό με τη γοητεία που ασκούσε στον Fish η στρατιωτική ιστορία, προέκυψε η στολή του αγοριού στο βίντεο.
Το “Kayleigh” κυκλοφόρησε στις 7 Απριλίου 1985, και οι ζωές τους άλλαξαν για πάντα. Ήταν ένα οικουμενικό τραγούδι αγάπης, και πολλά κορίτσια στις επόμενες γενιές βαφτίστηκαν με το όνομα που είχε επινοήσει ο Fish για το τραγούδι. Το “Misplaced Childhood” κυκλοφόρησε στις 17 Ιουνίου και έδωσε την τελική ώθηση στο single να καρφωθεί στην κορυφή. Μέσα σε ένα χρόνο πούλησε 1,5 εκατομμύριο αντίτυπα. Τον Σεπτέμβριο ακολούθησε η επιτυχία του “Lavender” που έφτασε στο Top 5, για να ακολουθήσει το “Heart of Lothian” δύο μήνες αργότερα.
Οι Marillion πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος του 1985 και του ’86 σε περιοδείες, παίζοντας ολόκληρο το νέο άλμπουμ κάθε βράδυ. Στην Αμερική, άνοιξαν για τους Rush και ήρθαν αντιμέτωποι με “μια θάλασσα ανθρώπων που έλεγε “Τι στο διάολο είναι αυτό;”
Το “Misplaced Childhood” παραμένει μετά από τόσα χρόνια ένα υπέροχο ταξίδι σε χώρους, χρόνους, συναισθήματα με την έντονη, λεπτομερή γραφή του Fish που βρίθει λογοτεχνικών και κινηματογραφικών αναφορών. Με άξονα την απώλεια της παιδικής αθωότητας περνούν πολιτικές, κοινωνικές, προσωπικές αναφορές, και πάνω στην παλέτα της μουσικής βιομηχανίας προλαβαίνει να θρηνήσει το χαμό του φίλου του “Mylo” (John Mylett, ντράμερ των Rage από το Liverpool), ο οποίος σκοτώθηκε σε δυστύχημα στην Ibiza. Ο Fish το έμαθε ενώ το γκρουπ βρισκόταν στον Καναδά σε περιοδεία για το Fugazi και εκείνη τη στιγμή είχε ένα πρόγραμμα με συνεντεύξεις εννέα ωρών. Πάνω από όλα βέβαια, παραμένει ένα ταξίδι πάνω από τα συντρίμμια της χαμένης αγάπης, με το πληθωρικό φίλτρο του Fish εμπλουτισμένο με τα παυσίπονα της λαγνείας, τις παροδικές απόπειρες των υποκατάστατων, τις κυκλοθυμικές εκτιμήσεις του πληγωμένου. Η μουσική μεταφέρει εύπλαστα τα επεισόδια του άλμπουμ, ένα σύγχρονο score προοδευτικού rock που επιτέλους μπορούσε να επικοινωνήσει με ευρύτερο κοινό, χωρίς όμως να στερηθεί την ευρηματικότητα και το βάθος της έκφρασης. Τα επιμέρους ηχητικά επίπεδα των μελών συμπληρώνουν χρωματικές εντυπώσεις με μια θαυμαστή ευελιξία και ελευθερία.
Το πολύτιμο περιεχόμενο συνοδεύτηκε και αυτή τη φορά φυσικά με άλλο ένα έργο του Mark Wilkinson. Το εξώφυλλο αναπτύχτηκε σε μια σειρά συναντήσεων με τον Fish, ο οποίος έβλεπε το άλμπουμ σαν το τελευταίο μέρος μιας τριλογίας. Θα ήταν λοιπόν η τελευταία εμφάνιση του γελωτοποιού σε εξώφυλλο των Marillion, ο οποίος εικονίζεται να φεύγει από το παράθυρο στο οπισθόφυλλο. Από την αρχή αποφασίστηκε πως θα υπήρχε ένα αγόρι με στολή μπροστά, και ο Wilkinson είχε φέρει στο μυαλό του την εικόνα του κεφαλιού του Emil Sinclair, του αγοριού που ήταν ο κύριος χαρακτήρας στη νουβέλα του Herman Hesse, “The Story of Emil Sinclair’s Youth”. Χρειαζόταν ένα μοντέλο γι’ αυτό και το βρήκε στο πρόσωπο του 10χρονου Robert Mead (το αγόρι του βίντεο), του γιου του ιδιοκτήτη της τοπικής παμπ. Η παπαρούνα που εμφανιζόταν και στο εξώφυλλο του “Fugazi” είναι ένα σύμβολο θανάτου, ενώ το ουράνιο τόξο και οι κίσσες ήταν αναφορά στους στίχους του “Childhood’s End”. Αν ψάχνει κάποιος για ένα βαθύτερο νόημα στο μυστηριώδες κενό του οπισθόφυλλου, στο οποίο μπήκαν οι τίτλοι των τραγουδιών, αυτό έμεινε επειδή τέλειωσε ο χρόνος του Wilkinson, κάτι που του συνέβαινε σχεδόν πάντα.
Το 2005, ο Fish παρουσίασε ζωντανά ολόκληρο το “Misplaced Childhood” με το προσωπικό του σχήμα, στην περιοδεία του “Return To Childhood”. Τότε συναντήθηκε ξανά μετά από χρόνια με την Kay, που πήγε στο Εδιμβούργο να τον δει. Εκείνος της έδωσε ένα αντίτυπο του άλμπουμ και εκείνη του έγραψε μετά πως έκλαιγε σε όλη τη διαδρομή. Δεν είχε μιλήσει ποτέ για εκείνη σε κανέναν, έστω και αν μετά την επιτυχία του τραγουδιού, την είχαν αναζητήσει ακόμα και από το The Sounds. Ήταν φαρμακοποιός και δούλευε στο νοσοκομείο Stoke Mandeville. Κράτησαν μια επικοινωνία, στέλνοντας e-mail ο ένας στον άλλο για τα παιδιά τους. Μια μέρα του έγραψε πως διαγνώστηκε με καρκίνο και η επικοινωνία σταμάτησε. Λίγο αργότερα, έμαθε πως η “Kayleigh” είχε πεθάνει από την αρρώστια.
Οι φίλοι της του είπαν, πως το τελευταίο διάστημα της ζωής της άφησε να γίνει γνωστό πως το τραγούδι αφορούσε εκείνη.