Ο Οσάμου Νταζάι (συγγραφικό ψευδώνυμο του Σούτζι Τσουσίμα), είναι ένας παγκοσμίου φήμης Ιάπωνας συγγραφέας, καθολικά αναγνωρισμένος στη χώρα του, και πλέον μετά την πρόσφατη προσπάθεια συγκεκριμένων εκδοτικών οίκων στην Ελλάδα, ένα όνομα που ακούγεται πλέον συχνά και στη χώρα μας.
Ο Νταζάι επηρεασμένος από την συνεχώς μεταβαλλόμενη οικογενειακή του κατάσταση, όπου υπήρχαν αλλαγές ρόλων εξαιτίας θανάτων, αδιαφορίας και ιδιαίτερων συνθηκών, και πιεσμένος από το συντριπτικό βάρος της ιαπωνικής κουλτούρας που εξανάγκαζε και το πιο ατίθασο πνεύμα να έχει έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, αποφασίζει πως παράλληλα με τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες και τις ανεκπλήρωτες σπουδαστικές του υποχρεώσεις, μπορεί να χωρέσει συμμετοχές σε παράνομες πολιτικές ομάδες, γάμους και σχέσεις από όπου απέκτησε τέκνα, αλκοόλ και παντός τύπου καταχρήσεις, αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας (μόνος του ή και με δεύτερο μέλος) και γενικά υπήρξε εξέχων μέλος ενός ασχημάτιστου γκρουπ ανθρώπων, που με ασίγαστο πάθος και σχεδόν κυριολεκτικά, έφτυναν στα μούτρα την οποιαδήποτε νόρμα προερχόταν από την τοπική και όχι μόνο, κουλτούρα.
Όμως μαζί με αυτά, ήταν και ένας άνθρωπος που έγραφε διηγήματα, νουβέλες και ιστορίες, άλλοτε με μικρή προσβασιμότητα στο κοινό, και άλλοτε, προς τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με αναγνωρισιμότητα και επιτυχία παρά τις πολλαπλές λογοκρισίες που υπέστησαν αρκετές από τις συγγραφικές του προσπάθειες.
Λίγο πριν καταφέρει τελικά στα 39 του χρόνια, να αφήσει αυτό τον κόσμο με μια επιτυχημένη αυτοκτονία, γράφει μάλλον το καλύτερό του έργο. Το “Δεν ήμουν πια άνθρωπος”.
Το “Δεν ήμουν πια άνθρωπος” εκδίδεται το 1948, και η ιστορία που αναπτύσσεται μέσα από τρία σημειωματάρια διαφορετικών περιόδων, έχει να κάνει με έναν κεντρικό χαρακτήρα, που από μικρή ηλικία δεν έχει καμία προβλεπόμενη κοινωνική συναναστροφή, είτε με το άμεσο, είτε με το έμμεσο περιβάλλον του.
Ο “Γιοζο” είναι ένα παιδί που προσπαθεί να κρύψει την ολοκληρωτική του αδυναμία να συνάψει κανονικές ανθρώπινες σχέσεις, μετατρέποντας την παρουσία του σε μια, ουσιαστικά, φιγούρα γελωτοποιού.
Το να προκαλεί συνεχώς το γέλιο με μια άστοχη ισορροπία, ή μιλώντας και τραγουδώντας περίεργα, ήταν η μόνη άμυνα και το μόνιμο προσωπείο απέναντι σε όλους εκείνους που έμοιαζαν να δέχονται μόνο έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, που δεν αμφισβητούσαν ιεραρχίες και παραδόσεις, και που κανείς τους δεν ένιωθε όπως εκείνος, τόσο μακριά, σε τέτοια απόσταση από εκείνο που λέμε “άνθρωπος”.
Με αυτό τον τρόπο ήταν όσο λειτουργικός χρειαζόταν στα μάτια των άλλων, χωρίς να δίνει περαιτέρω έδαφος στις βαθύτατα μαύρες σκέψεις του για το πόσο παράταιρος ένιωθε σε αυτό τον κόσμο και ταυτόχρονα διατηρούσε αυτή την μικρή επαφή με όσους τον ενδιέφεραν παρά την δυσκολία του να αναπαράγει τον κοινό τρόπο ζωής τους.
Η “τελευταία αίτηση αγάπης” όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο βιβλίο.
Και ενώ πορεύεται με αυτό τον μηχανισμό σε διαρκή εφαρμογή, γίνεται αντιληπτή η εξαπάτηση που έχει διαπράξει με αυτή την μόνιμή του παράσταση.
Εκεί ξεκινάει μια ξέφρενη πορεία με γυναίκες, αλκοόλ, προβλήματα με τον νόμο, απόπειρες αυτοκτονίας, και μια ολοκληρωτικά καθηλωτική διαπίστωση στο τέλος.
Ναι. Όλο αυτό το σύνολο, θυμίζει κάτι.
Η πλειοψηφία των γραπτών του Οσάμου Νταζάι, ειδικά από ένα σημείο και μετά, αντλεί όλο και περισσότερο στοιχεία του εαυτού του, φτάνοντας εδώ, με τον κεντρικό χαρακτήρα του “Δεν ήμουν πια άνθρωπος”, να βρίσκεται πολύ κοντά σε γεγονότα της ζωής του.
Κάποιοι υποστηρίζουν πως η διαχρονική προσοχή που δέχεται το βιβλίο, μεγεθύνεται δυσανάλογα σε σχέση με την πραγματική του αξία, επειδή μιλάμε για μία, σχεδόν, άκρατη αυτοπροσωπία με σπασμένα φρένα. (Προσωπικά μιλώντας, δεν ήξερα για την ζωή του πριν την ανάγνωση του βιβλίου, οπότε η πιθανότητα του επηρεασμού στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υπάρχει). Προφανώς και δεν ισχύει καθώς, παρότι μια Ντοστογιεφσκική γραφή εμφανίζεται διάσπαρτη στο βιβλίο, το ύφος της είναι εντελώς προσωπικό και με αρκετά σημεία της να χρήζουν προσοχής και αναφοράς.
Στο βιβλίο συνταρακτικά γεγονότα περνάνε απλά μέσα στην ροή και εκφράζονται με μία φράση, ή ακόμη και μόνο με μια λέξη (!), δίνοντας την διαρκή αίσθηση του αναπόφευκτου, ή πολύ περισσότερο, του αυτονόητου.
Στα χέρια άλλων συγγραφέων αυτά τα σημεία, θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε κεφάλαια ολόκληρα, αλλά ο συγκεκριμένος τρόπος του Νταζάι είναι τόσο στοχευμένος και τόσο προσωπικός, που εξυπηρετεί τον σκοπό του στο ακέραιο και δημιουργώντας μια γραφή πέρα των συνηθισμένων.
Ξέχωρα από την προσωπική γραφή, η αξία που υπάρχει στο συγκεκριμένο πόνημα, βρίσκεται στο γεγονός πως βλέπουμε μια απροκάλυπτη επίθεση και αμφισβήτηση στον ασφυκτικό, ιαπωνικό τρόπο ζωής (όσο μπορεί να μεταφερθεί από το πρωτότυπο), αλλά πολύ περισσότερο σε βασικές έννοιες όπως η κοινωνία, η οικογένεια, η ατομικότητα ή η συλλογικότητα, και τα φύλα, που θεωρούνται εσφαλμένα πως έχουν το ακέραιο των χαρακτηριστικών τους χωρίς ψεγάδια.
Δύσκολα καταφέρνει κάποιος να αμφισβητήσει τόσο μαεστρικά και μαζικά τέτοιους θεσμούς χωρίς να διαταραχθεί η αναγνωστική εμπειρία. Ακόμη περισσότερο θαυμαστό είναι το γεγονός πως μιλάει για αυτά τα θέματα, χωρίς να ασχολείται με έννοιες όπως “θύτης” και “θύμα”.
Θαυμασμό επίσης προκαλεί η τρομακτική εμβάθυνση σε θέματα που δύσκολα συναντά κάποιος σε βιβλία της εποχής. Τουλάχιστον όχι σε τέτοιο ουσιώδη βαθμό. Το να μιλήσεις για τις αυτοκτονικές τάσεις, την κατάθλιψη και τον κοινωνικό αποκλεισμό, με τρόπο που να μην εκβιάζεις στο ελάχιστο συναισθηματικά τον αναγνώστη, χρίζει ειδικής σημείωσης. Το ίδιο όταν προσπαθείς να μεταφέρεις τόσο ολοκληρωτικά την συντριπτική αίσθηση της αποξένωσης. Ειδικά όταν το κάνεις τόσο συμπυκνωμένα στην γραφή σου, και με τόσο ουσιώδη τρόπο. Στις 150 σελίδες του βιβλίου, δεν περισσεύει τίποτα, και θα έλεγε κανείς πως χώρεσαν τα πάντα. Και αν σε σημεία χάνεται η τέχνη του λόγου (θεωρώ εσκεμμένα), σε καμία περίπτωση δεν υποσκάπτει την προσοχή του αναγνώστη.
Πολλοί γράφουν πως το συγκεκριμένο βιβλίο μεταφέρει με μεγάλη επιτυχία την ατμόσφαιρα στη χώρα και την μεταβαλλόμενη ψυχοσύνθεση των κατοίκων της μετά τον πόλεμο, αλλά προσωπικά δεν θα σταθώ εκεί. Πράγματι, η ήττα της Ιαπωνίας στον πόλεμο επηρέασε τον ίδιο τον συγγραφέα στον μέγιστο βαθμό και εκεί που είχε υπάρξει μια παύση στις μαζικά αυτοκαταστροφικές του τάσεις, η επιστροφή σε αυτές στα χρόνια της ηττημένης χώρας, έφερε το “Δεν ήμουν πια άνθρωπος” και αργότερα το τέλος του. Και το βιβλίο έχει όντως τον “αέρα” της συγκεκριμένης εποχής. Αλλά ο Οσάμου Νταζάι έχει ριχτεί στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης για να γράψει το συγκεκριμένο βιβλίο, (εξ)αφανίζοντας κυριολεκτικά κάθε άλλη σκέψη εκτός της απόλυτης θεματικής του: Ο άνθρωπος.
Η ουσία αυτή στης βουτιάς, βρίσκεται στο κεντρικό του θέμα και δύσκολα θα μπορέσει να σταθεί κάποιος κάπου αλλού.
Τι γίνεται με εκείνους τους ανθρώπους που δεν φαίνεται να ανήκουν πουθενά;
Που δεν κατανοούν στο ελάχιστο τις προκαθορισμένες γραμμές που πρέπει να τραβήξει κάποιος σε βάθος χρόνου, για να φτάσει να αποκαλείται κάποιος “χαρούμενος” ή και.. “Άνθρωπος”.
Τι ακολουθεί για εκείνους που θα διαταραχθούν οι προσωπικές δικλείδες ασφαλείας που έχουν δημιουργήσει με δυσκολία για να μην τραυματιστούν από έναν κόσμο που δεν μπορούν να καταλάβουν;
Στην τελική, τι συμβαίνει με εκείνους που ηττώνται, ανεξαρτήτου αντιπάλου ή απουσίας αυτού;
Το “Δεν ήμουν πια άνθρωπος”, από μόνο του, δεν είναι ένα δύσκολο στην ανάγνωση βιβλίο. Ταυτόχρονα όμως, υπάρχει και μια μικρή παγίδα με μεγάλες επιπτώσεις, για έναν και μόνο λόγο.
Στην περίπτωση που κάποιος καθρεφτιστεί ελάχιστα απέναντί του, διατρέχει τον κίνδυνο να διαπιστώσει πως κάπου στην πορεία της ζωής, έχει υποστεί συντριπτικά ψυχικά κατάγματα και έχουν καλυφθεί από την προσωπική ρουτίνα που έχει χτίσει και από την ουτοπική προσπάθεια που κάνει. Και μερικά πράγματα είναι καλύτερα να μένουν θαμμένα για να προχωράμε.
Η προτροπή μου είναι να ασχοληθεί κάποιος με το βιβλίο σαν να έχει ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο, χωρίς οποιαδήποτε προσωπικό καθρεφτισμό στο μυαλό του.
_ Η ανάγνωση του βιβλίου έγινε με την παρέα του “… And Again Into The Light” δίσκου, των Panopticon.
__ Το παρόν κείμενο δημιουργήθηκε υπό τους ήχους του “Mass VI”, των λατρεμένων Amenra.
Κείμενο: Βαγγέλης Πέτρου