THE SOUNDCHECK 2023 COUNTDOWN: No 1

TOP 20 - 2023

Ανεβήκαμε μαζί όλες αυτές τις μέρες καθημερινά προς την κορυφή της λίστας του Soundcheck. Συναντώντας άλμπουμ και καλλιτέχνες από διαφορετικά ιδιώματα και χώρους γιγαντώθηκε αυτή η χαρά της διαπίστωσης πως η μουσική είναι μια, και η καλή μουσική, φτιαγμένη από ψυχή, ειλικρίνεια, και αληθινή ανάγκη έκφρασης, μιλά σε πολλούς και διαφορετικούς ακροατές. Φτάνοντας επιτέλους στο ψηλότερο σημείο αυτής της διαδρομής, συναντάμε με συγκίνηση και ικανοποίηση κάποιους παλιούς γνώριμους για τους μεγαλύτερους από εμάς. Ας γυρίσουμε δικαιωματικά τον προβολέα πάνω τους!
(επιμέλεια άρθρου: Γιώργος Γεωργίου)

No 1: CIRITH UNGOL “Dark Parade”

“In that dreadful light Sam stood aghast, for now, looking to his left, he could see the Tower of Cirith Ungol in all its strength”.

Η Ventura, δημοφιλής τουριστικός προορισμός στα βορειοδυτικά του Los Angeles, με τις όμορφες παραλίες και τα θέρετρα, υπήρξε ο τόπος κατοικίας των Ιθαγενών Αμερικανών “Chumash” για πάνω από 10.000 χρόνια. Η άφιξη των Ισπανών το 1782 έφερε την ίδρυση της πόλης με το όνομα αυτό. Η Ventura αποτελεί όμως και την πατρίδα των μυθικών Cirith Ungol, των οποίων η ιστορία μοιάζει να διατηρεί μια περίεργα απλωμένα σχέση με τον χρόνο. Έτσι, είμαστε αναγκασμένοι να σκάψουμε πίσω στο 1971 για να βρούμε τις ρίζες της άνισης ιστορίας τους. Αυτές ξεκινούν από τη δημιουργία των Titanic, μιας σχολικής μπάντας από τους Greg Lindstrom, Robert Garven, Jerry Fogle και Pat Galligan. Κάποια στιγμή, η έντονη επιθυμία των περισσότερων να στραφούν σε βαρύτερο ήχο με την επιρροή των Mountain και των Grand Funk Railroad, άφησε τον Galligan εκτός σχεδίων και προέκυψαν οι Cirith Ungol. Το όνομα πάρθηκε από το ομώνυμο ορεινό πέρασμα στο επικό μυθιστόρημα φαντασίας του Tolkien, “The Lord of the Rings”. Δεν είναι καθόλου παράξενο αν σκεφτεί κανείς πως ο Greg Lindstrom συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Robert Garven στο μάθημα των αγγλικών. Κάποια στιγμή τους ανατέθηκε να διαβάσουν τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, και οι εξελίξεις πήραν εύκολα το δρόμο τους. Έδωσαν την πρώτη τους συναυλία την 1η Ιανουαρίου 1972, σε μια ειρηνευτική συγκέντρωση κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, με τις ηλικίες των μελών στα 16 χρόνια τους.

Οι νεαροί μουσικοί πάλεψαν αρκετά χρόνια να βρουν μια έξοδο στον λαβύρινθο της μουσικής βιομηχανίας. Δουλεύοντας παράλληλα με το σχολείο, είχαν περάσει χρόνια για να καταφέρουν να μαζέψουν χρήματα και να ηχογραφήσουν τα δικά τους τραγούδια. Το ιστορικό πια “The Orange Album” ήταν ένα demo άλμπουμ ουσιαστικά, σε μορφή κασέτας που είδε το φως το 1978, και ήταν έκδηλη η προσπάθεια να κατοχυρώσουν το δικό τους ύφος σε μια heavy κατεύθυνση. Η μπάντα κυκλοφόρησε τελικά με αποκλειστικά δική της χρηματοδότηση το πρώτο της άλμπουμ, το “Frost & Fire”, τον Ιανουάριο του 1981.   Η φιλία με τον πανταχού παρόντα Brian Slagel, πριν καν ιδρύσει την Metal Blade, τους βοήθησε να έρθουν σε επαφή με την εταιρεία Greenwood/Enigma, η οποία επανακυκλοφόρησε το “Frost & Fire” το 1984. Νωρίτερα, ο Slagel είχε συμπεριλάβει το τραγούδι τους, “Death of the Sun” στην ιστορική συλλογή “Metal Massacre Vol. 1”.


“The frost preserves and the fire destroys, like pouring rain on the sands of time”.

Ο Garven δεν έκρυψε ποτέ, μιλώντας για το ντεμπούτο “Frost and Fire”, πως μαζί με τη δική τους επιλογή για το μουσικό μονοπάτι, άφησαν χώρο για μια ευθεία πιθανή προσέγγιση στο ραδιόφωνο, κάτι που βέβαια τελικά δεν συνέβη ποτέ. Μέσα βέβαια στο πρώτο τους άλμπουμ παραμένουν ισχυρές και ογκώδεις ακόμα οι ρίζες τους πίσω στην αυγή της δεκαετίας του ’70, που μοιάζει να μονομαχούν και τελικά να συνεργάζονται με το αναδυόμενο metal των 80’s. Υπάρχει το εντυπωσιακό ηρωικό artwork που συνάδει με την εποχή, υπάρχει η υποψία της συνδρομής του παράλληλου NWOBHM, αλλά δύσκολα κλείνει κανείς τα αυτιά του σε μια παρούσα ακόμα hard rock αισθητική που συχνά ανακαλεί τους πρώιμους Priest ή τους Thin Lizzy. Και φυσικά είναι αδύνατο να παραβλέψει κανείς την ευρηματικότητα του Lindstrom, ο οποίος έχει προσθέσει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία και λεπτομέρειες που εμπλουτίζουν με βάθος το εγχείρημα.

“Black idols lie, beneath the sea, they hold the secrets of our destiny”

Ο πολυοργανίστας Lindstrom έχει ήδη αποχωρήσει και ο Jerry Fogle αναλαμβάνει όλες τις κιθάρες, δείχνοντας φανερά την αγάπη του για τους Black Sabbath της Ozzy-era. Ο Garven θεωρεί το “King of the Dead”  χωρίς δεύτερη σκέψη το καλύτερο άλμπουμ που έκαναν ποτέ, και το αποδίδει στον απόλυτο έλεγχο που είχαν τόσο στη σύνθεση όσο και στην παραγωγή του. Κυκλοφόρησε από την Enigma, με τη μπάντα να το χρηματοδοτεί για τα έξοδα του στούντιο και να αναλαμβάνει την παραγωγή του. Οι παραφυάδες του hard blues που έχουν απομείνει αρχίζουν να σκεπάζονται από όλα αυτά που θα ορθώσουν ένα σεβαστό κομμάτι του ωμού, underground US metal. Όμως οι Ungol, μέσα από το φίλτρο του Baker, ακούγονται ακόμα πιο απόκοσμοι, απόμακροι και ξεχωριστοί, μια ευλογία και κατάρα μαζί. Τα τραγούδια “Atom Smasher”, “Cirith Ungol” και “Death of the Sun” είχαν γραφτεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ενώ το “Finger of Scorn” ήταν μια σύνθεση που παραχώρησε πρόθυμα ο Lindstrom στους πρώην συμπαίκτες του. Τέλος, το εξώφυλλο του μυθιστορήματος του Moorcock, “Bane of the Black Sword” γίνεται το εξώφυλλο του δίσκου, καθώς έχει τον τίτλο “King of the Dead” και σχεδιάστηκε από τον Michael Whelan.

“The beasts of hell blacken heaven’s eye, we shout our fear to a soulless sky”.

Ο Brian Slagel και η Metal Blade μπαίνουν με κάθε επισημότητα στον χάρτη. O Slagel συμμετέχει μάλιστα στην παραγωγή, την οποία ανέλαβε πάλι η μπάντα. Η σύνθεση έχει παραμείνει η ίδια, θα είναι όμως το τελευταίο άλμπουμ με τον κιθαρίστα Jerry Fogle και τον μπασίστα Michael “Flint” Vujea. Το “One Foot in Hell” κυκλοφορεί τις 12 Αυγούστου 1986. Η πρώτη ένδειξη πως η μπάντα μετατοπίζεται αισθητά πια προς την πρώτη γραμμή του 80’s metal είναι σίγουρα οι ταχύτητες των τραγουδιών, οι οποίες ψαλιδίζουν αναλογικά αρκετό από τον doom χρόνο του προκατόχου. Ο ήχος ενισχύει επίσης τη νέα κατεύθυνση, ακόμα και αν σε κάποια από τα σόλο του Fogle παραμονεύουν ακόμα εκείνα τα blues στοιχεία του Iommi. Αν το άλμπουμ αυτό αποτελεί ένα πιο κοντινό διαβατήριο για περισσότερους ακροατές του ευρύτερου metal ιδιώματος, αυτό δεν σημαίνει πως οι Ungol δεν ακούγονται ακόμα περισσότερο ασυμβίβαστοι, επιθετικοί, ζοφεροί, απειλητικοί, ή αν προτιμά κανείς σαν κάτι που δεν έχεις ξανακούσει ποτέ.

“Broken leaders mark the twisted path that mankind chose. Final judgement is upon us, vengeance rains its fearful blows”.

Δύσκολα ξεχνά ή παραβλέπει κανείς όλα όσα ο Garven έχει πει κατά καιρούς για το “Paradise Lost”, που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1991. Η αποχώρηση των Fogle και Vujea έφερε στο σχήμα τον κιθαρίστα Jim Barraza και τον μπασίστα Vernon Green, και με δεδομένη τη μαρτυρία πως περίπου το μισό υλικό είχε γραφτεί με την παλιά σύνθεση, είναι ένα άλμπουμ που καθυστέρησε αισθητά. Το πρώτο που αναθεώρησε αισθητά αυτή η χρονική καθυστέρηση ήταν η παραγωγή του Ron Goudie, που προσαρμόστηκε και κατευθύνθηκε σε άλλα χρονικά και ηχητικά δεδομένα. Μια απόκλιση στο ύφος μεταφέρει και η δουλειά του Barraza, πιο φωτεινή και κοντινή σε ένα mainstream κλασικό metal, με το “Go It Alone” να αποτελεί το πιο εξόφθαλμο παράδειγμα. Από την άλλη, το γονίδιο των Ungol αποδεικνύεται πολύ δυνατό για να πεθάνει ή και να λυγίσει, ακόμα και με πιο στρογγυλεμένες ερμηνείες από τον Baker. Η αλήθεια παραμένει κάπου στη μέση, και ο χρόνος απέδωσε δικαιοσύνη στο άλμπουμ, ακόμα και μεταξύ των δημιουργών του.

“Mankind claims their just reward, and chaos sounds the final chord. Paradise… lost!”

Η τελευταία ζωντανή εμφάνιση της μπάντας έγινε στις 13 Δεκεμβρίου 1991, και μέσα στο 1992 διαλύθηκαν, βαθιά απογοητευμένοι από την παντελή υποστήριξη της δισκογραφικής Restless Records. Η φλόγα συνέχισε να καίει όμως στις καρδιές των φίλων της μπάντας, και όπως συνέβη σε πολλές ανάλογες περιπτώσεις, η απρόσμενη βοήθεια ήρθε ετεροχρονισμένα, από τη ψηφιακή τεχνολογία και τις δυνατότητες του διαδικτύου. Η ευκολία της άμεσης και δωρεάν επικοινωνίας με κάθε σημείο του πλανήτη άνοιξε το δρόμο για την επιστροφή τους, με καταλύτη την πίεση του Oliver του “Keep It True” επί χρόνια. Παράλληλα, ο Jarvis Leatherby των Night Demon (και μπασίστας της δεύτερης περιόδου) διοργάνωσε ένα φεστιβάλ, το “Frost And Fire” στη Ventura, έκανε ένα meet-and-greet με τους οπαδούς το οποίο ήταν εντυπωσιακό, και όλα εξελίχθηκαν πολύ όμορφα. Ο Garven και ο Baker πήγαν τελικά στην Γερμανία για το “Keep It True”, σαν θεατές και σχεδόν άλλαξαν γνώμη. Υπήρχαν πολλοί οπαδοί  και δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να παίξουνε εκεί γι’ αυτούς. Ήθελαν ακόμη να το κάνουν, οπότε ουσιαστικά οι οπαδοί το άλλαξαν.

Το συγκρότημα επανασχηματίστηκε από τους Tim Baker, Robert Garven, Jim Barraza και Greg Lindstrom, και μετά από 25 χρόνια απουσίας ανέβηκαν στη σκηνή του δεύτερου “Frost and Fire Festival” στη Ventura, στις 8 Οκτωβρίου 2016. Ακολούθησαν πολλές εμφανίσεις σε ευρωπαϊκά και αμερικανικά φεστιβάλ, όπως τα Keep It True (Γερμανία), Up the Hammers (Ελλάδα), Defenders of the Old (ΗΠΑ), Chaos Descends (Γερμανία), Psycho Las Vegas (ΗΠΑ), Days of Darkness (ΗΠΑ) ,Hammer of Doom (Γερμανία) Hell’s Heroes Festival στο Houston του Texas και στο NYDM Spring Bash στο Milwaukee του Wisconsin.

Δισκογραφικά, ήρθε η προειδοποίηση με το single “Witch’s Game”, τον Αύγουστο του 2018, και ακολούθησε το άλμπουμ “Forever Black”, τον Απρίλιο του 2020.

“We can’t escape our destiny or from our future borne, giving up our blackened heart, there’s no one left to mourn”.

Ούτε ο πιο αιθεροβάμων οπαδός των Ungol δεν θα μπορούσε να ονειρευτεί τέτοια επιστροφή. Η ευστοχία και το μεγαλύτερο επίτευγμά του δίσκου είναι το κατόρθωμα να καταπιεί ένα χρονικό διάστημα περίπου 30 χρόνων και να αφήσει να αναδυθεί ολόφρεσκη η μπάντα στη σημερινή μουσική πραγματικότητα. Είναι γεγονός πως ποτέ δεν ένιωσαν να χρειάζονται την περιχαράκωση σε ιδιώματα και ήχους για να προστατεύσουν σε συγκεκριμένα όρια τη μουσική τους, αλλά τα vintage ρεύματα της εποχής φύσηξαν πια πολύ φιλόξενα απέναντί τους. Από την άλλη, αυτοί έκαναν απλά αυτό που ξέρουν καλύτερα, ακολουθώντας τα παλιά, γνώριμα βήματα σε κάθε τομέα. Ίσως γι’ αυτό είναι εκπληκτική αυτή η αίσθηση συνέχειας, η αυθεντική πνοή των νέων τραγουδιών, και όλα αυτά επικυρώνονται τόσο εμφατικά από τα φωνητικά του αγέραστου Tim Baker. Ο Elric μπορεί να είχε πληγωθεί βαριά από τα τυφλά χτυπήματα του φανταχτερού Sunset Strip κόσμου και την επίκαιρη σκληρότητα του Bay Area thrash metal, αλλά επέζησε και στάθηκε ξανά δυνατός στα πόδια του.

Το γκρουπ συνέχισε την ολική του δισκογραφική αναφορά με νέο άλμπουμ μέσα στο 2023.

Ο Γιώργος Μπατσαούρας έγραψε στις 13 Νοεμβρίου για το Dark Parade”:

“ Ένα συγκρότημα, με ήχο σφραγίδα που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλά πρωτοπαλίκαρα του χώρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο κύριος Thomas Gabriel Fischer των αξεπέραστων Celtic Frost, ο οποίος παραδέχτηκε ότι για τη ‘βάπτιση’ της μπάντας του επηρεάστηκε από το ‘Frost and Fire’ των Cirith Ungol. Η αναπάντεχη επανένωση το 2015, η σειρά των συναυλιών και το εξαιρετικό ‘Forever Black’ που κυκλοφόρησε πέντε χρόνια αργότερα μοίρασαν ατελείωτη χαρά στους οπαδούς και όλοι πλέον πιστέψαμε ότι μια μουσική αδικία επιτέλους διορθώθηκε. Αλλά είπαμε οι CU είναι φτιαγμένοι για τα δύσκολα. Στο πρόσωπο της επιτυχημένης ανάκαμψης, ήρθε η πανδημία να ρίξει ένα ξεγυρισμένο χαστούκι. Άλλοι θα λύγιζαν και θα τα παρατούσαν οριστικά. Οι Καλιφορνέζοι όμως είναι σφυρηλατημένοι στην άσβεστη φλόγα του ανόθευτου metal και αντ’ αυτού κλείστηκαν στο ‘The Captain’s Quarters’ studio με σκοπό να ηχογραφήσουν το επόμενο τους album. Μέσα από αυτές τις σκοτεινές μέρες ξεπήδησε το ‘Dark Parade’.

Σοκ και δέος, καθώς βάλθηκαν για άλλη μια φορά να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους και κυκλοφόρησαν μια απίστευτη δισκάρα. Τόσο απλά, τόσο οπαδικά στα λέω. Περισσότερο σκοτεινό και βαρύτερο από τον προκάτοχο του, με λυσσασμένες ερμηνείες και κιθάρες από άλλο γαλαξία. Για να το περιγράψω γλαφυρότερα. Θυμάσαι πιτσιρικάς που για να πηδήξεις τη μάντρα του σχολείου ώστε να παίξεις το απόγευμα παγκότερμα στο προαύλιο, ο κολλητός σου έκανε ‘σκαμνάκι’ με τις δυο του παλάμες; Ε, λοιπόν στην περίπτωση του ‘Dark Parade’, το ένα χέρι είναι το ‘King of the Dead’ και το άλλο το ‘Paradise Lost’. Όταν για εναρκτήριο κομμάτι έχεις το σαρωτικό ‘Velocity (S.E.P.)’, τότε καταλαβαίνεις ότι οι τύποι δεν αστειεύονται. Η δουλειά που έχει γίνει στις κιθάρες από τoυς Greg Lindstrom και Jim Barraza, είναι με διαφορά η καλύτερη στη δισκογραφία τους. Άκου solo και riff στο ‘Velocity (S.E.P.)’ και θα με θυμηθείς. Παράκληση μόνο, αν το βάλεις στο ηχοσύστημα του αυτοκινήτου υπάρχει κίνδυνος να ‘τελικιάσεις’ το κοντέρ”.

Η συντακτική ομάδα του “Soundcheck” σχολιάζει για το “Dark Parade”:

Γιώργος Μακρής: “Οι Cirith Ungol, επέστρεψαν δυναμικά με ένα κομψοτέχνημα μοναδικής αισθητικής και έμπνευσης που επαναφέρει μνήμες παρελθόντος, με ένα φρέσκο αέρα, που φυσικά είναι προϊόν εμπειρίας και πείσματος. Σίγουρα θα αποτελεί μνημείο αναφοράς για την πορεία και το μέλλον του συγκροτήματος.”

Νίκος Κορέτσης: “Οι Cirith Ungol κατάφεραν για δεύτερο σερί άλμπουμ να παραδώσουν ένα έργο ατόφιου μετάλλου, πιστοί στο ραντεβού τους με την ιστορία. “Ανάγκασαν” δε, εμένα που δεν είμαι δηλωμένος οπαδός τους να τους συμπεριλάβω για ακόμη μια φορά στη λίστα με τα καλύτερα της χρονιάς. Η μπάντα δήλωσε πως το 2024 θα είναι το τέλος των live εμφανίσεών της. Αν αυτό σημαίνει και το τέλος της δισκογραφικής τους ζωής (ελπίζω πως όχι), τότε το “Dark Parade” αποτελεί τον καταλληλότερο επίλογο μιας ένδοξης πορείας .”

Σταύρος Βλάχος: “Οι Cirith Ungol, ακόμα μία φορά, κατέθεσαν (στους αποδέκτες του) ένα κομψοτέχνημα, ένα δίσκο ορισμό και αποθέωση του ήχου, που δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο τον ακροατή. Αναμφισβήτητα από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς.”

Πελοπίδας Χελάς: “Αν το “Forever Black” ήταν το σημάδι ότι οι Cirth Ungol ήταν ακόμα ζωντανοί, το “Dark Parade” αποτελεί την απόδειξη ότι οι Αμερικανοί είναι ακόμα ακμαίοι και μπορούν να κυκλοφορούν δισκάρες, δεκάδες χρόνια μετά την ίδρυσή τους. Το “Dark Parade” είναι κορυφαίο album και είμαι σίγουρος ότι θα κερδίσει τη μάχη με το χρόνο και στο μέλλον που θα ‘ρθει, θα συνεχίσουμε να συζητάμε για τη σπουδαιότητά του!”

Παναγιώτης Σπυρόπουλος: “Ένα από τα πιο ζόρικα και ελκυστικά ακούσματα των τελευταίων ετών. Η ακρόαση δουλεύει κι εξελίσσεται με την επανάληψή της, κλιμακώνεται και γίνεται οικεία, αφού κατασταλάξει για τα καλά εντός μας. Ακόμα και για τους οπαδούς των Cirith Ungol, είναι ένα ακόμα μη συμβατικό άκουσμα, ακολουθώντας λίγο πολύ τη φόρμα του μνημειώδους “Paradise Lost”(1991), λιγότερο εύπεπτος και πιο συναισθηματικός δίσκος.”

Γιώργος Γεωργίου: “Ο τρομακτικός και αβίαστος ρεαλισμός με τον οποίο οι Cirith Ungol προσεγγίζουν ξανά το πολύπαθο χωράφι του κλασικού metal, πραγματικά ξαφνιάζει ευχάριστα. Ίσως να είναι και η ζωντανή απόδειξη πως για να φτιάξεις στον απόλυτο βαθμό τέτοια μουσική και το ανάλογο συναίσθημα, πρέπει να έχεις οπωσδήποτε διασχίσει χρονικά εκείνη την εποχή, ή να υποκαταστήσεις μια χρονομηχανή.”

Ιωάννης Φράγκος: «Οι παλιόφιλοι από τη Ventura δείχνουν επιτέλους να έχουν αφιχθεί στη Mordor της μουσικής τους πορείας. ‘Οσοι απέμειναν στέκουν εν έτει 2023 πάνω από τις φλόγες του Sammath Naur, έτοιμοι να εναποθέσουν στην πύρινη αγκαλιά του το (πιθανότατα) κύκνειο δισκογραφικό τους άσμα. Κάθε τους βήμα, από το “Frost and Fire” μέχρι τη φετινή τους κυκλοφορία, έχει τη δική του βαρύτητα και στο σύνολό τους καταφέρνουν να προσφέρουν στους οπαδούς τους έναν αγωγό άντλησης βιωμάτων από το βάθος του χρόνου ύπαρξης του σχήματος. Κάποιους μήνες νωρίτερα, ο M. Moorcock κυκλοφορεί το «Η Ακρόπολη Των Ξεχασμένων Μύθων» χαρίζοντάς μας την ανέλπιστη ευκαιρία να το διαβάσουμε υπό τους ήχους της φωνής του Tim Baker.»

Facebook

Avatar photo
About Soundcheck Partner 296 Articles
Souncheck.network