SATYRICON: “Satyricon & Munch”

ALBUM

Ποιος δεν έχει σταθεί με δέος μπροστά στο καλλιτεχνικό μνημείο του άγχους του σύγχρονου ανθρώπου, το “The Scream” (1893) που θεωρείται το πιο διάσημο έργο του Edvard Munch; Ο μεγάλος Νορβηγός ιμπρεσιονιστής ζωγράφος έζησε 80 χρόνια, τα περισσότερα από αυτά με το άγχος και τη φοβία πως μια ψυχική ασθένεια (για την οποία είχε μάθει από μικρός ότι είναι κληρονομική στην οικογένειά του) θα του χτυπούσε την πόρτα ανά πάσα στιγμή. Με φάρο αυτή την ανησυχία, τα έργα του αποτύπωσαν εξαιρετικά ένα ιδιαίτερο σκοτάδι, το φόβο της αρρώστιας και του θανάτου, την μποέμ ομορφιά του εφήμερου, την απόγνωση.

Σχεδόν 120 χρόνια μετά, οι Satyricon βρίσκουν τον τρόπο να ντύσουν ηχητικά τα έργα του Munch (όπως εκείνος έντυσε το εξώφυλλο του album τους “Deep Calleth Upon Deep” του 2017 με το έργο του “Dødskyss” του 1899), σε μια μεγάλη έκθεση στο Όσλο, ενώ ταυτόχρονα αποτυπώνουν αυτή την τόσο ξεχωριστή από πολλές απόψεις δημιουργία και στην δισκογραφία τους. Σίγουρα, το “Satyricon & Munch” θα διχάσει τους fans τους (και όχι μόνο): θα έπρεπε αυτό να είναι το δέκατο canon album της μπάντας, ή όχι;

Ο Sigurd Wongraven και ο Kjetil-Vidar Haraldstad, δηλαδή ο Satyr και ο Frost, έχουν αποδείξει ουκ ολίγες φορές στα 30 χρόνια ζωής των Satyricon πως δεν φοβούνται το διαφορετικό. Το industrial κύλισε στις φλέβες του “Rebel Extravaganza”, τα ηλεκτρονικά remixes με το ambient και το trip-hop έλαμψαν στο “Intermezzo II”, ο ήχος βάφτηκε black’n’roll στο “Volcano”, η 55μελής χορωδία ενίσχυσε τα έπη τους στο “Live At The Opera”, η συνεργασία τους με τον Sivert Høyem στο Madrugadικό “Phoenix” τα έσπασε στο “Satyricon”. Είτε σου αρέσει είτε όχι, είτε σου αρέσουν είτε όχι, οι Satyricon δεν σταμάτησαν ποτέ να εξελίσσονται.

Το επόμενο βήμα του προ πενταετίας “Deep Calleth Upon Deep” λοιπόν, ονομάζεται απλά και απέριττα “Satyricon & Munch”, δεν του μοιάζει καθόλου (ευτυχώς), όπως βέβαια δεν μοιάζει και με καμία άλλη κυκλοφορία της δισκογραφίας τους. Το album είναι ένα μουσικό θέμα 56 λεπτών, εμπνευσμένο από τα έργα του Munch και ηχογραφημένο με σκοπό να ντύσει την ιδιαίτερη Munch έκθεση στο Όσλο, κατά την οποία ο χώρος είναι βουτηγμένος στο σκοτάδι, δίνοντας την αίσθηση πως οι πίνακες αιωρούνται και κάνοντας τους επισκέπτες να αισθάνονται άβολα, ανήσυχα, σχεδόν σαν τις φιγούρες του Munch.

Instrumental σε όλη την διάρκειά του, το “S&M” μου φέρνει στο μυαλό έναν υπέροχο αυτοσχεδιασμό πάνω σε συγκεκριμένα θέματα που αλλάζουν και που μαζί με αυτά, διαμορφώνεται η διάθεσή μας. Από dark ambient σε krautrock, από black metal riffs σε neoclassical, από avant-garde σε new age, ο Satyr έχει εμπλουτίσει την ενορχήστρωση αυτού του εγχειρήματος με αναλογικά synthesizers, theremin, loops, τσέλο, κλαρινέτο, grand piano, μαζί βέβαια με τον γνώριμο ήχο της κιθάρας του και τα κρουστά του Frost.

Το αποτέλεσμα σαφώς και είναι δύσκολο για το απαίδευτο σε ambient/score/avant-garde αυτί, ενδεχομένως παράξενο ακόμα και για τους Satyricon fans, σίγουρα επώδυνο για τον “ουγκ” μαυρομεταλλά που “μόνο The Forest Is My Throne ρε μ#$%α!!!”, αλλά αφήνοντας στην άκρη τα “μα πως;” και τα “ναι αλλά…” η ατμόσφαιρα του album είναι απαράμμιλη και μετά από την πρώτη ακρόαση αρχίζει να σε γεμίζει εικόνες και συναισθήματα, ακόμα και αν δεν έχεις επισκεφθεί την έκθεση στο Όσλο για να οπτικοποιήσεις πλήρως αυτό που ακούς.

Οι Satyricon έκαναν ένα πολύ γενναίο βήμα, εντάσσοντας το “Satyricon & Munch” στην δισκογραφία τους – και πολύ καλά έκαναν, γιατί έτσι (μου) αποδεικνύουν πως είναι καλλιτέχνες και οι καλλιτέχνες δεν φοβούνται την εξέλιξη και τον πειραματισμό, αν αυτό έχουν όραμα και νιώθουν να κάνουν. Απόλαυσα αυτό τον δίσκο περισσότερο από κάθε άλλη δουλειά τους σε σύνολο τα τελευταία 13 χρόνια και είμαι σίγουρος πλέον πως η επόμενή τους δεν θα μοιάζει ούτε με αυτή, ούτε με τις προηγούμενες. Άλλωστε, ο Satyr το διατύπωσε με τον καλύτερο τρόπο (όπου “black metal”, βάλε απλά “μουσική”): “Black metal’s true nature is being limitless. We encourage everyone to refrain from trying to label the music and just accept that there is no need to.”

Είδος: Avant-garde
Δισκογραφική: Napalm Records
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 10 Ιουνίου 2022

Official Bandcamp page: https://satyricon.bandcamp.com
Official Facebook page: https://www.facebook.com/SatyriconOfficial

Avatar photo
About Σπύρος Χονδρογιάννης 59 Articles
Γεννημένος στην Αθήνα την χρονιά που οι Rush κυκλοφόρησαν δύο albums, αλλά και που ο Alice Cooper μας καλωσόρισε στον εφιάλτη του, δεν πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να λατρέψει τους Sabbath του Dio και του Tony Martin, τους Fates Warning και τους Sanctuary, τους Candlemass και τους Crimson Glory. 15 χρόνια μετά, τον συνεπήρε η ποίηση των The Mission, Fields Of The Nephilim, And Also The Trees και Nosferatu, ενώ ο απόλυτος συνδυασμός μελωδίας και μαυρίλας του συστήθηκε με φρέσκους, τότε, ήχους των Paradise Lost, My Dying Bride, Anathema, Elend και Katatonia. Ολοκληρώθηκε μόλις ανακάλυψε την μαγεία του David Bowie, του Scott Walker, του Neil Hannon και του Jarvis Cocker αλλά και του J-Rock/Visual Kei πολύχρωμου κόσμου πριν πατήσει τα πρώτα -άντα του. ‘Οταν δεν ασχολείται με τα εξαναγκαστικά βιοποριστικά που ποσώς τον ενδιαφέρουν, κρατάει τα drum sticks του και νιώθει λίγο σαν τους ήρωες του, Neil Peart και Mark Zonder, ενώ ο υπόλοιπος ελεύθερος χρόνος του είναι και πάλι μουσική, μουσική, μουσική - και κινηματογράφος, καθώς τον σπούδασε, όπως και videogaming, γιατί το ιδανικό μέρος να ζει κανείς είναι ξεκάθαρα το Silent Hill, όλοι το ξέρουν αυτό.