PAGAN ALTAR: “Never Quite Dead”

ALBUM

Όταν πριν αρκετά χρόνια έπεσε στα χέρια μου το “Mythical & Magical” album των Pagan Altar, αυτομάτως μετατράπηκα σε ορκισμένο οπαδό της μουσικής τους. Έτρεξα να μαζέψω ότι δυνατόν έβρισκα από τις κυκλοφορίες τους σε κάθε πιθανή μορφή και συνάμα να δώσω το παρόν στις ζωντανές τους παρουσίες στη χώρα μας. Προσωπική αδυναμία λοιπόν και αξίζει να θυμηθούμε ξανά εν συντομία την πορεία τους. Η πρώτη μορφή του συγκροτήματος έλαβε χώρα στο Brockley, μια περιοχή του νότιου Λονδίνου, πίσω στο 1978. Ηχογράφησαν demos και ολόκληρο album το οποίο είδε όμως το φως του “ήλιου”, με καθυστέρηση σχεδόν είκοσι ετών. Εμπνευσμένοι από το heavy rock / doom metal της εποχής τους, διανθίζοντάς με το βρετανικό folk και το hard rocκ, κυκλοφόρησαν μια σειρά από καταπληκτικούς δίσκους. Μάλιστα μετά τη διάδοση του διαδικτύου, το κρυμμένο μυστικό τους φανερώθηκε και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλές νεότερες μπάντες.

Στο δημιουργικό πυρήνα του συγκροτήματος εντοπίζουμε τον πατέρα Terry Jones στη φωνή και τον υιό Alan Jones στην κιθάρα. Δυστυχώς ο Terry εγκατέλειψε πρόωρα τα εγκόσμια το 2015, αφήνοντας μια σπουδαία παρακαταθήκη με το album “The Room of Shadows”, το οποίο κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα, όντας το τελευταίο στο οποίο ακούσαμε τα ένρινα φωνητικά του αξέχαστου “δρυΐδη”. Κάπου εκεί όλοι φανταστήκαμε ότι έφτασαν στο τέλος του δρόμου. O Alan, ευτυχώς όμως, είχε διαφορετική άποψη. Θέλοντας να τιμήσει την κληρονομιά του πατέρα του και το μπόλικο αρχειακό υλικό που υπήρχε στα κιτάπια του, αποφάσισε να δώσει μια ακόμη ευκαιρία στους Pagan Altar. Για να συμβεί αυτό, θα έπρεπε να βρεθεί το κατάλληλο πρόσωπο που θα σταθεί πίσω από το μικρόφωνο. Κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Brendan Radigan. Μια εξέχουσα φωνή του σύγχρονου underground metal, με σημαντικά δείγματα γραφής σε συγκροτήματα όπως οι Magic Circle, Sumerlands και Savage Oath. Ο μοναδικός κατά τη γνώμη μου, που κούμπωνε απόλυτα σε μουσικό επίπεδο και μπορούσε να φορέσει επάξια τις μπότες του Terry Jones.

Oι συναυλίες ανά τον κόσμο το απέδειξαν περίτρανα άλλωστε, ενώ οι φήμες για ένα νέο δίσκο φούντωσαν την ανυπομονησία των ορκισμένων οπαδών τους. Βέβαια τα πράγματα των Pagan Altar κινούνται με “doom” ρυθμούς και έτσι έπρεπε να φτάσουμε αισίως στο 2025 για να γίνει η ελπίδα, πραγματικότητα. Έτσι το “Never Quite Dead”, με τον σημειολογικό του τίτλο, “προσγειώθηκε” στο στερεοφωνικό μου και από τότε δεν λέει να παραχωρήσει τη θέση του σε άλλο album. To “Saints and Sinners” που ανοίγει το δίσκο έχει τις ρίζες του πίσω στο χρόνο καθώς ήταν το τελευταίο τραγούδι πάνω στο οποίο δούλευαν οι Pagan Altar, πριν το συγκρότημα διαλυθεί το 1984. Ένα εθιστικό straightforward hard rock τραγούδι, το οποίο φέρει μια Rainbow αύρα των περιόδων Bonnet – Turner. Τα γνώριμα ηχητικά μονοπάτια της πρότερης δισκογραφίας τους συναντιούνται στο “Liston Church” και εμείς απολαμβάνουμε μια ακόμα κορυφαία στιγμή.

Αλλαγή τόνου στο ηπιότερο και ονειροπόλο “Madame M’Rachel” που συνάδει με την πολυσυλλεκτική μορφή αυτού του album. Αν επίσης επιζητάς, αργόσυρτα doom riffs και πένθιμα solo, κι από αυτά έχει το μενού με τα “Well Of Despair” και “The Dead’s Last March”, να τιμούν δεόντως κι αυτή τους την όψη. Στο ακουστικό instrumental “Westbury Express” λαμβάνουμε μια μικρή τζούρα του σεβασμού που τρέφουν στη folk σκηνή. Όλοι οι δρόμοι όμως οδηγούν στο “Kismet” που ρίχνει την αυλαία. Δίχως αμφιβολία όχι μόνο η καλύτερη σύνθεση του “Never Quite Dead”, αλλά και μια από τις καλύτερες της συνολικής τους πορείας. Ας το θέσω κι αλλιώς…Ακόμα και εάν όλο το album απαρτιζόταν από ήχους τζιτζικιών, η ύπαρξη και μόνο του “Kismet” θα το ανεδείκνυε ως εξαιρετικό. Πόσο μάλλον όταν εμπεριέχει και τόσους άλλους άξιους συνοδοιπόρους. Προερχόμενο από τις αρχές των ‘90s, την εποχή που ο Alan Jones είχε καταπιαστεί με την τότε μπάντα του, τους Malac’s Cross, φέρει όμως τη στόφα αντίστοιχων ύμνων των ‘70s. Στα εννιά λεπτά διάρκειας που κυλάνε σαν γάργαρο νερό, την ακουστική εισαγωγή διαδέχεται ένα ανεπανάληπτο ξέσπασμα λυρισμού και αιώνιων guitar solos. Δίπλα στην παθιασμένη ερμηνεία του Brendan, στέκεται το φανταστικό παίξιμο του Alan. Μιλάμε για μια ακραία περίπτωση υποτιμημένου guitar hero.

Η παραγωγή προσδίδει φυσικότητα και αναδεικνύει κάθε πτυχή του μουσικού αυτού έργου, ενώ το artwork του εξώφυλλου, μια δουλειά του καλλιτέχνη Kodex Barbaricus, πάει καρφί για εικόνισμα. Σχεδόν όλες οι συνθέσεις, πλην του “Kismet”, προέκυψαν με τον Terry Jones εν ζωή. Με σεβασμό στο όραμά του ολοκληρώθηκαν και φτάνουν σήμερα στα αυτιά μας τιμώντας την ιστορία της μπάντας και κάνοντας τον Terry να χαμογελά από κάπου εκεί ψηλά. Το “Never Quite Dead” δεν αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη περίοδο των Βρετανών, καθώς εδώ θα συναντήσεις μια πολύπλευρη προσέγγιση του ήχου τους, ενώ με την ποιότητα που αναβλύζει κατατάσσεται ως ισάξιο του ένδοξου παρελθόντος. Στην τελική, στο υπογράφω και με τα δύο χέρια…Οι Pagan Altar παραμένουν Μυθικοί, Μαγικοί και προπαντός Ζωντανοί!

Είδος: Heavy/Doom metal
Δισκογραφική εταιρεία: Dying Victims Productions
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 25 Απριλίου 2025

Facebook

About Γιώργος Μπατσαούρας 335 Articles
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιερή Πόλη Μεσολογγίου, ενώ τα προεφηβικά του χρόνια τα πέρασε αντιγράφοντας ραδιοφωνικές εκπομπές και μουσικά albums σε ενενηντάρες TDK κασέτες. Ο ουρανός έπεσε στο κεφάλι του όταν πρωτοάκουσε το Use Your Illusion II των Guns N’ Roses και είδε το video της live εκδοχής του Child in time στο κρατικό κανάλι. Τα πρώτα του χαρτζιλίκια τα επένδυσε στα τοπικά δισκοπωλεία αγοράζοντας δίσκους (και από το εξώφυλλο μόνο…), ενώ με το πέρασμα του χρόνου τα μουσικά του ακούσματα επεκτάθηκαν over the rainbow σε περισσότερα hard rock, metal και desert μονοπάτια. Με τα ηχεία στα αυτιά και το κάθε είδος rock μουσικής στο κεφάλι αντιμετώπισε τις πραγματικές θαλασσοταραχές, αλλά και αυτές της ζωής. Τα hobbies του πέρα από το αδυσώπητο κυνήγι συναυλιών, αποτελούν τα ταξίδια μέσα από τις σελίδες του Ανυπότακτου Γαλάτη, του θαυμαστού κόσμου του Τόλκιν και των βιβλίων ιστορίας καθώς και η χωρίς ντροπή κατανάλωση b-movies με νεκροζώντανους. Στο τέλος της ημέρας επαναλαμβάνει σαν προσευχή τα λόγια του θείου Lemmy ‘’The Chase Is Better Than the Catch’’ και προσπαθεί την επόμενη να τα κάνει πράξη...