ORRA

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Όντας ένα σχήμα του λεγόμενου σκεπτόμενου, συναισθηματικού, ευγενικού progressive metal, οι Orra στήριξαν και το δεύτερο άλμπουμ τους στην λογική μιας μουσικής βαθιά εσωτερικής και προσωπικής. Εμβαθύνοντας λοιπόν στον όμορφο κόσμο του “Glimmer of Hope”, συνομιλούμε με τον κιθαρίστα Πέτρο Πιερρακέα, και γνωρίζουμε καλύτερα το μουσικό τους σύμπαν.

Αρχικά πώς θα περιγράφατε εσείς την εξέλιξη της μπάντας από το “Unbounded” ως το φετινό φρέσκο άλμπουμ σας;
Από το “Unbounded” που ήταν το πρώτο μας άλμπουμ μέχρι σήμερα, η μπάντα έχει εξελιχθεί. Στην αρχή, ο ήχος μας ήταν πιο απόκοσμος και πειραματικός. Στο “Glimmer of Hope” δοκιμάσαμε νέες προσεγγίσεις, επηρεαστήκαμε από διαφορετικούς παράγοντες (μουσικά και μη) και πλέον νιώθουμε ότι έχουμε βρει ένα δικό μας μουσικό ύφος. Το νέο άλμπουμ δείχνει αυτή την εξέλιξη – είναι ίσως πιο ώριμο, πιο ομοιογενές και αντιπροσωπεύει καλύτερα το σήμερα. Αυτό φυσικά δεν μειώνει σε καμιά περίπτωση την πίστη μας και στο “Unbounded”.

Ποιοι είναι οι παράγοντες που καθόρισαν το μουσικό ύφος του “Glimmer of Hope”, ξεκινώντας από εξωτερικές επιδράσεις και αφορμές ως τις μόνιμες μουσικές επιρροές σας;
Η αλήθεια είναι ότι παίζουμε απλά τη μουσική που νιώθουμε και μπορούμε, χωρίς να αναλύουμε πολύ τις επιρροές ή να βάζουμε ταμπέλες. Κάθε άλμπουμ αποτελεί ένα σταδιακό βήμα εξέλιξης, συνδυάζοντας την υποσυνείδητη “ακουστική μνήμη” με τις συνθήκες και τα ερεθίσματα που διαμορφώνουν την αντίληψή μας την εκάστοτε χρονική στιγμή. Το αποτέλεσμα είναι η μουσική που απορρέει από την αλληλεπίδραση αυτών των δύο παραμέτρων.

 Για τους πιο περίεργους, ποια είναι η διαδικασία σύνθεσης που ακολουθείτε μέχρι να νιώσετε πως μια ιδέα είναι πια απόλυτα ολοκληρωμένη;
Η διαδικασία συνήθως ξεκινά με τη σύνθεση της μουσικής, και στη συνέχεια συζητάμε και ανταλλάσσουμε ιδέες μέχρι να ολοκληρωθεί η ενορχήστρωση. Αφού καταλήξουμε στη μουσική, διαμορφώνουμε τις φωνητικές μελωδίες και τους στίχους, κάνοντας τις απαραίτητες προσαρμογές.

Ποια είναι τα κυρίαρχα στιχουργικά θέματα στον δίσκο και ποιες είναι συνήθως οι πηγές έμπνευσης για αυτό, πραγματικές ή και φανταστικές;
Οι στίχοι του δίσκου ασχολούνται με θέματα όπως η εσωτερική αναζήτηση, οι ανθρώπινες σχέσεις και η μάχη με τις προσωπικές μας δυσκολίες. Η έμπνευση συνήθως προέρχεται από προσωπικές εμπειρίες και συναισθήματα, αλλά και από φανταστικές ιστορίες, λογοτεχνία ή βαθύτερες φιλοσοφικές αναζητήσεις.


Πώς είναι η συνεργασία με την Sleazy Rider και σε ποιους τομείς ακριβώς επεκτείνεται και εκδηλώνεται;
Είμαστε πολύ ικανοποιημένοι από τη συνεργασία μας μέχρι τώρα. Η Sleaszy Rider πίστεψε στη δουλειά μας και τη στηρίζει με σοβαρότητα, όπως κάνει εδώ και χρόνια με πολλά άλλα συγκροτήματα.

Υπάρχουν άμεσα πλάνα για την προώθηση του δίσκου με ζωντανές εμφανίσεις; Υπάρχει επίσης η σκέψη να πλαισιωθεί η μπάντα με μόνιμο ντράμερ;
Νομίζω ότι μέσα από το ένα θα οδηγηθούμε στο άλλο. Προέχει η εύρεση ενός μονίμου και κατάλληλου ντράμερ και γενικότερα η σταθεροποίηση της σύνθεσης μας. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε περάσει δυσκολίες λόγω αλλαγών στα μέλη της μπάντας. Φαίνεται πως για κάθε άτομο η συμμετοχή σε ένα συγκρότημα με υψηλές απαιτήσεις σημαίνει κάτι διαφορετικό. Σε δεύτερη φάση θα ασχοληθούμε και με ζωντανές εμφανίσεις.

 Μπορείτε να μας δώσετε περισσότερες πληροφορίες και κάποιες πτυχές αποκρυπτογράφησης για το έργο στο εξώφυλλο και το δημιουργό του;
Το εξώφυλλο είναι δουλειά του Δημήτρη Τσούτσα και πιστεύω ότι αποτυπώνει πολύ καλά τον τίτλο του άλμπουμ. Δείχνει την αχτίδα της ελπίδας που φαίνεται μέσα από το σκοτάδι, το φως της ελπίδας που διαχέεται και ξεπερνά το κενό.


Κάποιοι από εσάς έχουν αρκετά χρόνια μέσα στην ελληνική πραγματικότητα. Πώς βλέπετε την εξέλιξη και τη σημερινή κατάσταση στην εγχώρια σκηνή και ποιοι είναι οι παράγοντες που διαχρονικά περιορίζουν την αγοραστική της δύναμη;
Η σημερινή κατάσταση είναι απογοητευτική. Αρχικά, η ίδια η αγορά είναι κορεσμένη, γεγονός που καθιστά δύσκολο για τις δισκογραφικές εταιρείες να προσφέρουν την υποστήριξη που θα ήθελαν, ακόμα κι αν είχαν την πρόθεση να το κάνουν. Οι συναυλίες-περιοδείες, που παραδοσιακά αποτελούσαν πηγή εσόδων και προώθησης για τις μπάντες, έχουν γίνει ιδιαίτερα κοστοβόρες και εξαντλητικές. Παράλληλα, το κοινό και οι διοργανωτές φαίνεται να στηρίζουν κυρίως παλιότερους καλλιτέχνες, οι οποίοι συνεχίζουν να περιοδεύουν ασταμάτητα, ενώ τα νέα σχήματα δυσκολεύονται να βρουν χώρο και υποστήριξη. Υπάρχει μια τάση να μην ξεφεύγουμε από τα γνώριμα, κάτι που σημαίνει ότι ίσως χρειαστεί να αποσυρθούν κάποιοι από τους παλαιότερους καλλιτέχνες πριν οι νέοι δημιουργοί αποκτήσουν την ευκαιρία που τους αξίζει. Όπως και σε άλλες χώρες φυσικά έτσι και εδώ βλέπουμε μια πρακτική του pay-to-play, την οποία έχουν επιβάλει ορισμένα μουσικά μέσα, περιοδικά και διοργανωτές συναυλιών, είναι μία από τις πιο επιζήμιες καταστάσεις για τη σκηνή. Υποβαθμίζει τη μουσική σκηνή στο σύνολό της, καθώς αντί να υπάρχει φυσική επιλογή με βάση την καλλιτεχνική αξία, διαμορφώνεται ένα τεχνητό περιβάλλον. Σε αυτό κυριαρχούν όσοι απλά μπορούν να πληρώσουν περισσότερο και το live performance και η προβολή μέσω Media γίνεται προνόμιο των οικονομικά ισχυρών και όχι των ταλαντούχων, εντείνοντας την ήδη δύσκολη κατάσταση για τη rock σκηνή. Τέλος, και εξίσου σημαντική είναι η ύπαρξη των “μαϊντανών” της μουσικής σκηνής, που προσπαθούν να βρίσκονται παντού, προωθώντας την προσωπική τους εικόνα αντί για τη μουσική. Επικεντρώνονται στο hype και στις δημόσιες σχέσεις αντί στη δημιουργικότητα, με αποτέλεσμα να κατακλύζεται η σκηνή από πρότζεκτ χωρίς ουσία.


Θέλω να μας ξεδιπλώσετε λίγο τις σκέψεις σας για την επιλογή να συμπεριλάβετε την απόδοση στο “Here Come the Tears” των θρυλικών Judas Priest, και μάλιστα να το τοποθετήσετε στο φινάλε του δίσκου.
Επιλέξαμε να διασκευάσουμε το “Here Come the Tears” των Judas Priest γιατί η ατμόσφαιρα και το ύφος του ταίριαζαν με το κλίμα του άλμπουμ. Δεν θέλαμε να πάμε σε μια κλασική επιλογή από το progressive Metal ή κάτι πιο προβλέψιμο. Ως μεγάλοι θαυμαστές των Judas Priest, ειδικά της δεκαετίας του ’70, μας φάνηκε μια φυσική επιλογή. Πιστεύω ότι αποδώσαμε το κομμάτι με αγάπη και σεβασμό.

Μέσα στην ευρύτερη παλέτα του σύγχρονου σκληρού ήχου, με την πληθώρα των ιδιωμάτων και διαθέσεων, πως βλέπετε και φαντάζεστε τη θέση και την εξέλιξη των Orra στο επόμενο βήμα έκφρασης;
Δεν ξέρω πραγματικά, για να είμαι ειλικρινής, έχουμε ακόμα δρόμο. Σίγουρα πρέπει να συνεχίσουμε να αγαπάμε και να σεβόμαστε τη μουσική όπως κάνουμε τώρα, ώστε να μην τη φθείρουμε. Προσπαθούμε πάντα να βλέπουμε τη δουλειά μας από την οπτική του ακροατή, γιατί κι εμείς είμαστε ακροατές. Αναρωτιόμαστε αν αυτό που δημιουργούμε αξίζει να υπάρχει δίπλα στα υψηλά standards που έχουμε θέσει εξ αρχής. Αν δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε σε αυτό, δεν υπάρχει λόγος να “ενοχλούμε” το κοινό μας συνεχώς, όπως κάνουν πολλοί άλλοι.

Facebook
Bandcamp

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1229 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.