Οι πολυεθνικοί NinemiA είναι ένα project που αποτέλεσαν μια απρόσμενα ευχάριστη έκπληξη στους πρώτους μήνες του 2024, με την κυκλοφορία (ψηφιακή μέχρι στιγμής) του ντεμπούτου τους με τον τίτλο “Weapons of Math Destruction”. Ευπρόσδεκτα εντυπωσιασμένοι, φροντίζουμε να ενημερωθούμε για κάθε λεπτομέρεια από τον δημιουργό, κύριο εκφραστή και ψυχή του project, Χρίστο Αγαθοκλέους.
Πριν περάσουμε στις λεπτομέρειες γύρω από τους NinémiA, δώσε μας λίγα στοιχεία για σένα, τη σχέση σου με τη μουσική, τη διαδρομή σου πριν αυτό το project, και τις επιδράσεις που σε διαμόρφωσαν σαν μουσικό.
Χαιρετώ! Κατ ‘αρχάς να σας ευχαριστήσω γι αυτήν την ευκαιρία, με τιμά και ομολογώ ταπεινά ότι η αντίδραση για το άλμπουμ μέχρι στιγμής ήταν σχεδόν απροσδόκητη. Ονομάζομαι Χρίστος Αγαθοκλέους, γέννημα θρέμμα Λευκωσίας, Κύπρου, ετών 39. Με την μουσική άρχισα να ασχολούμαι από σχετικά πολύ μικρή ηλικία, ήταν ένα αυτονόητο κάλεσμα που εγκαλίασα και πορεύτηκα, κάνοντας το μπορώ να πω αναπόσπαστο μέρος του είναι μου. Οι πρώτοι ήχοι υπήρξαν ανέκαθεν από το ξένο στερέωμα, δεν είχα ποτέ “pop” (με την στενή έννοια του όρου) επιρροές, ο σκληρός ήχος και ό,τι ακολουθούσε με αυτό με ελκούσε απαράβατα κι όπως τυχαίνει συνήθως στους ακόλουθους του είδους, οι πρώτοι ύμνοι από Metallica, Maiden, Megadeth κ.α. αποτέλεσαν τις αρχικές βάσεις. Τώρα μιλάμε για ηλικίες τέλη του δημοτικού λίγο πριν ξεσκάσει η εφηβεία. Έπεσαν μερικές κόπιες κασέτες με γραμμένους τους τίτλους από διορθωτικό στα χέρια μου, (βλέπε Fabulous Disaster, Rust in Peace, …And Justice, Live after death ακόμα και το Smash των Offspring) κι από κει και πέρα ακολούθησε μία συλλεκτική πορεία μέχρι σήμερα που έστρωσε χαρακτήρα. Άρχισα μπάσο στα 13 μου λόγω αρχικά της πόρωσης με Steve Harris και Cliff, κάπου εκεί (1999) είχα γοράσει το reunion των Sabbath και αλήθεια, το walking bass του Geezer έδωσε ακόμα ένα βασικό λιθαράκι. Δεν πήρε πολύ καιρό να «αρπάξω» το τότε καινούργιο άλμπουμ των Theater (falling into infinity) που αν και όχι το πιο αντιπροσωπευτικό τους άλμπουμ, ο Myung εν συνδυασμώ Petrucci, Portnoy, άνοιξαν νέους ασκούς του Αιόλου. Με Geddy Lee και Jaco στερέωσε. Έτσι άρχισα να έχω μία πιο σφαιρική εικόνα για το όργανο καθώς οι prog ενασχολήσεις μου είχαν δείξει δυνατότητες που δεν μπορούσαν άλλα είδη.
Συμμετείχα σε αρκετά σχήματα κυρίως metal με original υλικό, από stoner, grunge, prog, σε ηχογραφήσεις και σε live τόσο Κύπρο όσο και Ελλάδα αλλά και ελάχιστα στην Βοστώνη και Νέα Υόρκη. Οι Η.Π.Α. όντας Μέκκα του είδους αλλά και της σύγχρονης μουσικής αποτέλεσαν έντονη επιρροή. Βλέποντας ή ακόμα απλά ατενίζοντας από το διάστρωμα, σπουδαίες μπάντες στον τόπο τους, είναι σαν να αντιλαμβάνεσαι καλύτερα τον Νταλάρα στην Ιερά Οδό. Ήταν πολύ διαφορετικό στην ουσία του να παρακολουθείς Aerosmith στην Βοστώνη που είναι η αρχή τους, παρά Αθήνα.
Οι επιρροές μου μπορώ να πω είναι τα βασικά προαναφερθέντα… Sabbath, Maiden, Theater, Megadeth και στα υπόλοιπα συγκαταλέγονται τα πλείστα side πρότζεκτ που συμμετείχαν τα μέλη των Theater αλλά και Fates Warning, Savatage, Angra, Haken, Leprous, Protest the Hero, Lamb of God, Slipknot, Pantera, Down, Baroness, Alice in Chains, Stone Temple Pilots, Soundgarden, Lynyrd Skynyrd, Yes, Genesis, Klaatu, King Crimson, Aerosmith, Gentle Giant και εννοείται, Rush. Είναι πάμπολλες οι επιρροές σε σημείο που δεν ντρέπομαι να πω ότι μου αρέσουν ακόμα και ο Sufjan Stevens, Foo Fighters, Coldplay, My Morning Jacket.
Θέλω να γυρίσεις πίσω και να θυμηθείς τη στιγμή που γεννήθηκε η σκέψη για το project των NinemiA. Ανάλυσέ μας την αρχική σύλληψη και το πώς εξελίχθηκε.
Η αλήθεια από την πρώτη στιγμή που άρχισα το μπάσο η αρχική, επιπόλαιη ιδέα για το νεαρό της ηλικίας, ήταν να γίνω μέρος ή να δημιουργήσω ένα σχήμα. Φάνηκα τυχερός από μικρή ηλικία στα 14 μου όπου συμμετείχα σε συγκροτήματα που τα υπόλοιπα μέλη ήταν εικοσιπεντάρηδες. Από τη μία αυτό ήταν πολύ καλό με την εμπειρία που απέκτησα μαζί τους, από την άλλη δεν βίωσα το ταξίδι με άλλους ομοϊδεάτες πιτσικαρέους. Όπως και να χει ασφαλώς δεν έχω παράπονο, κέρδισα πολλά. Όταν είχα επιστρέψει από τις σπουδές μου τέλη του 12’ άρχισα να κοινωνικοποιούμαι με διάφορους local μουσικούς και οι πρώτες συνεργασίες δεν άργησαν. Είχα ήδη πάρα πολλές ιδέες για τα κομμάτια των NinémiA έτσι προσπάθησα περί τέλη του 18’ να τις μοιράζομαι με “υποψήφιους” ενδιαφερόμενους μέχρι να βρεθεί η χημεία. Αρχικά σκοπός ήταν οι ανταλλαγές ιδεών για να κτιστούν κομμάτια βάσει αυτών που είχα. Εγκατέλειψα με βαριά τη καρδία τα περισσότερα σχήματα που συμμετείχα, αν και είχαμε αποκτήσει οικιότητα και στενές σχέσεις, αλλά για να διεκπεραιώσω το όνειρό μου που ήταν εμμονή για πολλά χρόνια , κάπου έπρεπε να κάνω θυσίες.
Ήθελα το πρότζεκτ να μπαλανσάρει μπορώ να πω τις επιρροές πολλών χρόνων, το απόσταγμα των αγαπημένων χωρίς επιτηδευμένες παραστάσεις, να ακούγεται όσο αυθόρμητο και “ορθό” μπορώ να πω στα ακούσματά μου.
Εν τέλει είχα ετοιμάσει τη δομή (και την ενορχήστρωση το κατά δύναμιν) περίπου 20 κομματιών μόνο με το μπάσο. Το γεγονός ότι παίζω εξάχορδο προσφέρει πολλές επιλογές. Τα μερικά μαθήματα αρμονίας και μουσικής θεωρίας δεν είχαν πάει χαμένα, βοήθησαν πολύ επ’ αυτού.
Πώς επέλεξες τους μουσικούς που παίζουν στο άλμπουμ και ποια διαδικασία ακολούθησες για να πραγματοποιηθεί τελικά η συνεργασία με αυτούς τους ανθρώπους;
Με βοήθησε στην ηχογράφηση ένας φίλος στην Λευκωσία ο οποίος έχει επαγγελματικό στούντιο περί τέλη του 19’. Όταν μπήκε η περίοδος του covid και με τα lockdowns, ένα υπαρξιακό πέπλο με βάσταζε ότι δεν θα το επιτύγχανα ποτέ. Η νέα πραγματικότητα «δουλεύω από το σπίτι» με έκανε να στραφώ στο διαδίκτυο και να τελειώνω με αυτό το θέμα. Ακούγεται κυνικό αυτό που λέω αλλά πραγματικότητα, η ηλικία, οι προσωπικές υποχρεώσεις κλπ με έσπρωχναν όλο και περισσότερο να βάλω μία τελεία σε αυτό το κεφάλαιο. Χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες, η προσπάθεια με ντόπιους μουσικούς αν και ταλαντούχοι δεν είχε πρόσφορο έδαφος, έτσι δοκιμάζοντας αρκετούς προτεινόμενους μουσικούς στο εξωτερικό, το πώς τα έφερε η μοίρα το πρότζεκτ είχε το δικό του μυαλό και επέλεξε ομολογουμένως από μόνο του τον Jason Pantino από Αυστραλία νυν κάτοικο Σουηδίας που αποτέλεσε τεράστιο στάδιο ως Mixing Engineer, τον κιθαρίστα Artur Hearhadze από Λευκορωσία, νυν κάτοικο Γερμανίας από τους NDNP και The40Thieves, τον τεράστιο στα φωνητικά Mikolaj από Πολωνία άλλος Thamnos (επειδή το επίθετο του Krzaczek σημαίνει στα ελληνικά “θάμνος”) ο οποίος έχει επίσης το δικό του καταπληκτικό προσωπικό προτζεκτ , “The Thamnos Project”. Η επιλογή του ντράμερ ομολογώ ότι δεν επέλεξα εγώ παρά το ότι εκείνος επέλεξε το πρότζεκτ μετά από επικοινωνία που είχα μαζί του. Ο ένας και μοναδικός Dirk Verbeuren με τον οποίο αποκτήσαμε καλές επαγγελματικές σχέσεις και παρά του δεσμευτικού του νυν σχήματος και όλων των περιορισμών που φέρει αυτό, ευλόγησε με το παίξιμο του το πρότζεκτ. Όλα και όλοι μας δια μέσω video calls, emails και συνεχούς επικοινωνίας κάναμε το ανεφικτο πραγματικότητα.
Γνωρίζοντας από την αρχή πως έχεις κάνει τα πάντα μόνος, θέλω να μας περιγράψεις τις πιο σημαντικές δυσκολίες σε ένα τέτοιο εγχείρημα, τόσο πρακτικά αλλά και καλλιτεχνικά.
Περίμενα ότι οι δυσκολίες κάνοντας το με μουσικούς εξ αποστάσεως θα επέφεραν εμπόδια, ωστόσο όπως είχα πει , οι NinémiA κατέληξαν ως αποτέλεσμα μίας μουσικά οικουμενικής συνεννόησης όπου όλα έμπαιναν στην θέση τους σιγά σιγά σχεδόν προγεγγραμένα. Το γεγονός ότι παίζω εξαχορδο βοήθησε στην ενορχήστρωση αλλά έπρεπε να βρεθούν οι συμπεπραγμένες φόρμουλες. Φαντάσου ότι τα φωνητικά και οι μελωδίες αυτών αρχικά ήταν με την φωνή μου (χωρίς να είμαι τραγουδιστής ή να το κατέχω έστω λίγο) για να δώσω voice maps όπως τα αποκαλούσαμε. Ήταν μία πορεία πειραματισμών και προσπαθειών , τα άτομα ήταν που είχαν κάνει την διαφορά στο πόσο ανοικτοί ήταν σε αυτό και σε εμένα προσωπικά. Οι μελωδίες, τα όργανα που συμμετείχαν σαν guests , όλα ήταν αποτέλεσμα μικρών ιδεών και πειραματισμών στο πώς θα ακουγόταν το άλμπουμ. Υπήρξαν δυσκολίες ασφαλώς, όπως οι ηχογραφήσεις των ντραμς, πήραν περίπου 3 βδομάδες στο στούντιο του Adair Daufebach στο Λος Αντζελες, ιδίου στούντιο και παραγωγού που έχει κάνει Kiko Lureiro, Angra κι άλλων… Η διαφορά ώρας και το ότι έπρεπε να έμενα ξάγρυπνος μετά τα μεσάνυχτα ήταν μία πρόκληση αλλά άξιζε. Δεν έχω παράπονο, αλίμονο. Αυτό το ύφος Menza που έφερε ο Dirk είναι κάτι ανάρπαστο, χωρίς αμφιβολία. Η επιλογή ημερομηνίας κυκλοφορίας του πρώτου single είχε ως όρο τη μη κοινή κυκλοφορία με το νέο άλμπουμ των Megadeth καθώς και την πιο συγκρατημένη, διακριτική ως ένα βαθμό, συμμετοχή του Dirk. Συμμετοχή τέτοιου βεληνεκούς σήμαινε για εμένα επίσης ένα τεράστιο βάρος ευθύνης να σταθεί το πρότζεκτ ανάλογο του ονόματός του. Δεν ήταν ό,τι πιο εύκολο για εμένα προσωπικά, αν και παράλληλα νιώθω υπερβολικά τυχερός. Να ακούς Megadeth από τα 11 σου και σε 25 χρόνια να συμμετέχει ο ντράμερ τους στη μουσική σου είναι άπιαστο. Περισσότερο εκτιμώ τον Dirk για την μουσικότητα και τον τρόπο που έχει προσεγγίσει τα κομμάτια, παρά κάτι άλλο όπως το “brand name”.
Πώς θα περιέγραφες το “Weapons of Math Destruction” μέσα σε δυο παραγράφους σε κάποιον που δεν έχει ακούσει νότα από τη μουσική του;
Πολύ δύσκολο να πω αλήθεια, από φωνητικά θα ακούσει κανείς καθαρές γλυκιές νότες καθώς και χαμηλά, ψιλά ΚΑΙ brutal σκληρά χωρίς απαραίτητα «βαριά». Έχει prog αντίληψη αλλά με διάφορα είδη metal και rock μπορώ να πω που θα ικανοποιήσει και τον κάθε κλειστόμυαλο ακροατή αν του δώσει μία ευκαιρία. Υπάρχουν thrash στιγμές, groove, blast beats αλλά και ελαχίστως alternative. Πηγάζουν μελωδίες από Maiden, riff από Megadeth , ενορχηστρώσεις Theater, κλασσικά βήματα Sabbath, Groove που ομοιάζουν Pantera και Nu κυρίως της Slipknot σχολής. Είναι πολλά και διάφορα που ακόμα κι εγώ δεν μπορώ να το περιγράψω, αφήνεται στην κρίση του μέσου μεταλά ακροατή. Από εμπειρία μου με διάφορές κριτικές και σχόλια κυρίως του στενού μου κύκλου, αναλόγως των γούστων του ακροατή τείνει σε κάποιο συγκεκριμένο κομμάτι περισσότερο από τα άλλα.
Έχοντας ολοκληρώσει κάποια στιγμή το άλμπουμ, έκανες κάποιες κρούσεις σε πιθανές δισκογραφικές επιλογές που ίσως έδειχναν ενδιαφέρον, ή ο μοναχικός δρόμος είναι μια συνειδητή επιλογή;
Είχα προσπαθήσει αλλά οι πόρτες φάνηκαν κλειστές, όταν είσαι άγνωστος, ακόμα και ο Έλβις αναστημένος να παίξει μαζί σου δεν παίζει ρόλο για τις δισκογραφικές. Πόσο μάλλον όταν αναλαμβάνεις μόνος και αυτό το κομμάτι της προώθησης παράλληλα των προσωπικών υποχρεώσεων, οι επιλογές δεν είναι τόσες πολλές και να μην ξεχνάμε ότι οι δισκογραφικές έχουν αλλάξει μυαλά τα τελευταία χρόνια με τον τρόπο που εξελίχτηκε η μουσική βιομηχανία, πόσο μάλλον στην metal. Ζουν κυρίως από τα merchandise σε συναυλίες, επί τω πλείστω είναι ας πούμε T-shirt companies, δεν θα ρισκάρουν με άγνωστα σχήματα πωλήσεις CD πόσο μάλλον ένα σχήμα που δεν έχει στεριώσει λάιβ ακόμη, αν και είναι στα μελλοντικά σχέδια με τον έναν τρόπο ή τον άλλο.
Δεν είχα ιδιαίτερη γνώση πώς να κινηθώ, αυθόρμητα θεώρησα ότι θα ήταν καλό κάθε κομμάτι με visuals στο YouTube καθώς και μέσω Instagram θα βοηθούσε στην προώθηση, πράγμα που πέτυχε ως ένα βαθμό. Απέκτησε ένα theme με το βίντεο κάθε κομματιού ακόμα και ερασιτεχνικά αφού το video editing έγινε ένα επιπλέον χόμπι που δεν είχα ενασχοληθεί στο παρελθόν. Εξ ανάγκης με ώθησε. Το πρότζεκτ με εκπαίδευσε με την πορεία του και ακόμη μαθαίνω πολλά επ ‘αυτού, γηράσκω αεί διδασκόμενος… Εν κατακλείδι ο μοναχικός εξ ανάγκης δρόμος είναι δύσκολος αλλά και ελεύθερος, ανεξάρτητος, χωρίς ιδιαίτερους περιορισμούς. Ίσως κάνω λάθος, η πορεία του χρόνου θα δείξει.
Το άλμπουμ καταφέρνει να προσελκύσει ένα ευρύ φάσμα ακροατών του σκληρού ήχου, αλλά πέρα από τα ασφαλή του θέλγητρα, έχει έξυπνες εκπλήξεις και στοιχεία που ξαφνιάζουν και διευρύνουν την κορνίζα του. Σε ποια επιπλέον ερεθίσματα αποδίδεις αυτές τις καινοτομίες;
Τολμώ να πω ότι δεν ακούω μόνο μεταλ. Εντρύφησα τόσο πολύ στην prog σκηνή που πραγματικά ένα από τα στοιχεία που κάνουν prog ένα ροκ ή μέταλ καλλιτέχνη είναι είτε το απαλό άγγιγμα στην jazz, fusion ή ακόμα και άλλα είδη ροκ, αυτό το αντιλαμβάνεται ο κάθε μέσος ακροατής Dream Theater . Πρότζεκτς και καλλιτέχνες όπως ο Arjen Lucansen (Ayreon), Jaco Pastorious , Sufjan Stevens με έχουν επηρεάσει μάλα. Εννοείται δεν θεωρώ ότι καινοτομεί το άλμπουμ με προσθήκες solo σαξόφωνου π.χ. στο Selma, αυτό έχει ήδη γίνει όχι απλά σαν σόλο αλλά θεμέλιο στον πρώτο King Crimson άλμπουμ το 69’. Κάθε κομμάτι έχει έναν ή δύο guests με ιδιαίτερη προσθήκη σαν ear candies που έλεγε και ο mixing engineer. Όπως είπες αποτελούν εκπλήξεις, στο πρώτο κομμάτι Psychotropic Plague και στο Grand Grimoire συμμετέχει στα έθνικ φωνητικά η πολυταλαντούχα Alia Fay από Πολωνία δίνοντας ένα ευρωπαϊκό ύφος, επίσης ο DJ Puzzle δίνει το Slipknot στοιχείο του με turntables και σκρατσινγκ, ο Derek Sherinian πρώην πληκτράς των Theater σε guest solo στο “Acquired Savant”, Ινδιάνικα φλάουτα Αμερικής στο “Same Old Story”, Theremin και βιολοντσέλο στο “Dust to Stars”, σαμανικά φωνητικά το ομότιτλο ορχηστρικό, γιαπωνέζικο φλάουτο Σακουχάτσι στο “Oppenheimer”, σόλο σαξόφωνου (όπως είχα αναφέρει) στο “Selma”, Pan Flutes στο “Astrofield” και “last but not least” μπουζούκι από τον πολύ καλό μου φίλο Κώστα Ιακώβου στο “Fool”.
Αν σε ρωτήσει κάποιος να δηλώσεις επιγραμματικά ένα κεντρικό μήνυμα ή μια βασική εντύπωση που θέλεις να μεταδώσεις με τη μουσική που κάνεις, ποια θα ήταν η απάντηση;
Πολύ απλά θα τολμήσω να πω τον όρο “fusion metal” ή απλά ίσως, metal. Χωρίς να είναι μόνο heavy αλλά και thrash και prog και alternative και nu και όλα μαζεμένα και νοικοκυρεμένα. Το αφήνω όμως στον μέσο ακροατή να αποφανθεί. Το μήνυμα βρίσκεται στον στίχο και στην ερμηνεία από τον κάθε ένα.
Υπάρχει η φιλοδοξία, η δυνατότητα, η προοπτική να δούμε τους NinémiA να ερμηνεύουν τα τραγούδια αυτά ζωντανά; Επίσης, πώς φαντάζεσαι την άμεση δράση και λειτουργία του σχήματος στη συνέχεια;
Δεν αποκλείεται αν και δύσκολο. Σημαντικό είναι ο ντράμερ που θα σηκώσει το λάβαρο του Dirk να είναι θηρίο. Είμαι αισιόδοξος γι αυτό. Επίσης ο Αρτούρ και ο Thamnos έχουν δείξει θέληση. Απόσταση ή όχι εδώ που φτάσαμε τίποτα δεν είναι ανέφικτο, μπορεί να γίνει με υπομονή. Αν όχι στο εγγύς μέλλον στο σχετικά απώτερο. Στο μεταξύ γράφω κομμάτια για επόμενο EP ούτως ώστε να συνοδέψει τον σκοπό αυτό. Η Αθήνα παρά η Κύπρος αποτελεί στόχος μου για λάιβ, σε πιο ευρύ κοινό ίσως ανοίγοντας μια ήδη established μπάντα.
Τέλος, αν σου ζητούσε κάποιος να κρατήσεις μια ξεχωριστή προσωπική στιγμή που για έναν λόγο αντιπροσωπεύει για σένα συνοπτικά την ιστορία της δημιουργίας αυτού του δίσκου, ποια θα ήταν αυτή και γιατί;
Οι όμορφες σχέσεις που έχω αποκτήσει με τους συντελεστές σε σημείο καλής φιλίας και συνεχούς επικοινωνίας. Πέραν της μουσικής το ανθρώπινο κομμάτι είναι το πλέον ουσιαστικό. Υπάρχει ένα αίσθημα αλληλοεκτίμησης, σεβασμού και υποστήριξης. Η metal δεν είναι μόνο η αρνητική αντίληψη που έχουν οι πλείστοι εκτός του είδους, είναι κάτι πέραν αυτού, γνήσιο και αληθινό σε μορφές που ομολογώ δεν το έχει κανένα άλλο.