MARTIN BARRE: Γεννιέται ο παραγνωρισμένος κιθαρίστας που έχει επηρεάσει μεγάλους θρύλους της εξάχορδης

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ - 17 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

Ο Martin Lancelot Barre γεννήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1946. Είναι ένας σπουδαίος Άγγλος μουσικός, γνωστός για τον μακροχρόνιο ρόλο του σαν βασικός κιθαρίστας του βρετανικού rock συγκροτήματος Jethro Tull, με τους οποίους ηχογράφησε και περιόδευσε από το 1968 μέχρι την αρχική διάλυσή τους ,το 2011.

Ο Barre έπαιξε σε όλη τη δισκογραφία του στούντιο των Jethro Tull εκτός από το ντεμπούτο του 1968 “This Was”, και το πρόσφατο άλμπουμ του 2022 “The Zealot Gene”. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε μια σόλο καριέρα και έχει ηχογραφήσει αρκετά άλμπουμ ενώ έχει κάνει και περιοδείες με το δικό του live συγκρότημα. Έχει παίξει επίσης φλάουτο και άλλα όργανα, όπως το μαντολίνο, τόσο στη σκηνή για τους Jethro Tull, όσο και στη δική του σόλο δουλειά.

Το πρώτο συγκρότημα στο οποίο συμμετείχε, εξελίχθηκε μέσα από πολλά μουσικά στυλ, από soul μέχρι R&B και pop, και το 1967 άλλαξε το όνομά του σε Penny Peeps. Εκείνη τη στιγμή ο Barre έπαιζε κιθάρα. Οι Penny Peeps κυκλοφόρησαν δύο singles το 1968, το “Little Man With a Stick” με b’ side το “Model Village” και το “I See the Morning” με το “Curly, Knight of the Road”. Τελικά στα μέσα του 1968 έγιναν μπλουζ συγκρότημα με το όνομα Gethsemane και έπαιξαν σε παμπ σε όλη την Αγγλία, με τον Barre να παίζει κιθάρα και φλάουτο.

Όταν οι Gethsemane και οι Jethro Tull έπαιξαν σε ένα μπλουζ κλαμπ που ονομαζόταν Van Dyke στο Πλύμουθ, τα μέλη των δύο συγκροτημάτων γνωρίστηκαν. Στη συνέχεια, τέσσερις μήνες αργότερα, ενώ οι Gethsemane έπαιζαν στο Λονδίνο και ήταν έτοιμοι να διαλύσουν λόγω έλλειψης χρημάτων, ο μάνατζερ των Jethro Tull, Terry Ellis, πέταξε την κάρτα του μέσα από το κοινό ζητώντας από τον Barre να κάνει ακρόαση για τους Jethro Tull. Η ακρόαση δεν πήγε καλά. Ο Barre ήταν τόσο νευρικός που μετά βίας έπαιζε, αλλά κανόνισε μια δεύτερη ακρόαση. Αυτή τη φορά του προτάθηκε η δουλειά. Πέρασε τις διακοπές των Χριστουγέννων του 1968 μαθαίνοντας υλικό που επρόκειτο να γίνει το άλμπουμ “Stand Up”, ξεκινώντας έτσι τη σημαντική του διαδρομή.

Ο Barre είπε κάποτε ότι προσπάθησε να μην ακούει άλλους κιθαρίστες για να μην επηρεαστεί από αυτούς. Είπε ότι δεν έκανε ποτέ μαθήματα κιθάρας για να μην ακούγεται σαν τους άλλους.  Ωστόσο, ένας κιθαρίστας που έχει εκθειάσει και έχει αναγνωρίσει σαν βασική επιρροή είναι ο Leslie West, από το αμερικανικό συγκρότημα Mountain.

Οι κριτικοί έχουν περιγράψει μερικές φορές τον ήχο του Martin Barre σαν “δύσκολο” και “περίπλοκο”, υπογραμμίζοντας την ικανότητά του να συνθέτει μελωδίες αντί να κάνει απλά σόλο.

Τα πιο αναγνωρισμένα δείγματα της δουλειάς του περιλαμβάνονται  στα τραγούδια “Aqualung”, “Cross-Eyed Mary” και “Locomotive Breath”. Το χαρακτηριστικό σόλο του στο κλασικό “Aqualung” του 1971 ψηφίστηκε από τους αναγνώστες του περιοδικού Guitar Player σαν ένα από τα κορυφαία rock σόλο κιθάρας όλων των εποχών. Επίσης, το 2007, αυτό το σόλο βαθμολογήθηκε σαν ένα από τα 100 καλύτερα σόλο κιθάρας από το περιοδικό Guitar World. Οι συγγραφείς Pete Brown και HP Newquest κατέταξαν το σόλο του Barre στο “Aqualung” σαν το 25ο καλύτερο σόλο ποτέ στις ΗΠΑ και το 20ο καλύτερο σόλο ποτέ στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Ο αρχηγός των Dire Straits Mark Knopfler, σε μια συνέντευξη του 2005, αποκάλεσε τη δουλειά του Barre με τον Ian Anderson “μαγική”. Ο Joe Bonamassa αναφέρει τον Martin Barre σαν άμεση επιρροή, ειδικά στο μπλουζ που παίζει στα πρώτα άλμπουμ. Άλλοι κιθαρίστες όπως ο Steve Vai, ο Joe Satriani και ο Eric Johnson αναφέρουν επίσης τον Martin Barre σαν επιρροή. Ο Geddy Lee των Rush μνημονεύει τους εξαιρετικούς ήχους κιθάρας του Martin Barre όταν αναφέρεται στο άλμπουμ “Thick as a Brick”.

1975– Το “Teaser” είναι το ντεμπούτο σόλο άλμπουμ από τον Αμερικανό κιθαρίστα Tommy Bolin. Το “Teaser” κυκλοφόρησε σε συνδυασμό με το άλμπουμ “Come Taste the Band” των Deep Purple, στο οποίο ο Bolin έπαιζε κιθάρα.

Αυτό το άλμπουμ λατρεύεται από τους φίλους του για το ευρύ φάσμα των στυλ στο παίξιμο του Bolin. Το υλικό περιλαμβάνει hard rock, blues rock, jazz, reggae και latin μουσική, συχνά συνδυάζοντας αυτά τα στυλ σε ένα μόνο τραγούδι. Θεωρείται επίσης από πολλούς σαν  μια από τις καλύτερες ηχογραφήσεις του Bolin στη σύντομη καριέρα του.

Το τραγούδι “Teaser” διασκευάστηκε από το αμερικανικό συγκρότημα Mötley Crüe στο φιλανθρωπικό άλμπουμ “Stairway to Heaven/Highway to Hell”.

Οι Van Halen συχνά διασκεύαζαν το “The Grind” ζωντανά στις πρώιμες μέρες τους όταν έπαιζαν ακόμα σε clubs.

1978– Το “An American Prayer” είναι το ένατο και τελευταίο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού rock συγκροτήματος The Doors. Μετά το θάνατο του Jim Morrison και τη διάλυση του συγκροτήματος, τα επιζώντα μέλη των Doors βρέθηκαν στο στούντιο για να μελοποιήσουν αρκετές από τις προφορικές ηχογραφήσεις του Morrison. Ήταν το μόνο άλμπουμ των Doors που προτάθηκε για βραβείο Grammy στην κατηγορία “Spoken Word”.

Ο κημπορντίστας Ray Manzarek συνέλαβε το “An American Prayer” σαν ένα έργο χωρισμένο σε πέντε μέρη, με το πρώτο να καλύπτει την παιδική ηλικία του Morrison και το δεύτερο τα χρόνια του γυμνασίου του. το τρίτο που αφορά “τον νεαρό ποιητή, φτιαγμένο σε μια οροφή με acid όνειρα”. Το τέταρτο η μουσική του καριέρα και τέλος το πέμπτο είναι μια “τελική σύνοψη κατά κάποιο τρόπο, ολόκληρης της ζωής του ανθρώπου και της φιλοσοφίας του”.

1986– Το “Darkness Descends” είναι το δεύτερο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού thrash metal συγκροτήματος Dark Angel, που κυκλοφόρησε από την Combat.

Αν και ο μπασίστας Rob Yahn εμφανίζεται στο άλμπουμ, ο Mike Gonzalez έχει πάρει τα credits στις σημειώσεις του δίσκου. Το “Darkness Descends” ήταν το τελευταίο άλμπουμ των Dark Angel με τον αρχικό τραγουδιστή Don Doty. Το άλμπουμ είναι το πρώτο που περιλαμβάνει τον επιδραστικό ντράμερ Gene Hoglan.

Το τραγούδι “Darkness Descends” αναφέρεται στους χαρακτήρες των κόμικ, γνωστούς ως Dark Judges από τη σειρά κόμικ Judge Dredd, και περιέχει ακόμη και τη διάσημη δήλωση τους, “αυτή η πόλη είναι ένοχη, το έγκλημα είναι ζωή, η ποινή είναι θάνατος”. Το “Death Is Certain (Life Is Not)” ασχολείται με την ευθανασία. Το “Black Prophecies” πραγματεύεται τον Νοστράδαμο. Το “Perish in Flames” πραγματεύεται μια πυρηνική αποκάλυψη. Το “The Burning of Sodom” πραγματεύεται τη βιβλική ιστορία των Σοδόμων και των Γομόρρων. Το “Merciless Death” είναι μια επανηχογράφηση ενός τραγουδιού από το προηγούμενο άλμπουμ των Dark Angel, “We Have Arrived”.

1994– Το “Through the Darkest Hour” είναι το τρίτο άλμπουμ του αμερικανικού doom metal συγκροτήματος Solitude Aeturnus. Επανακυκλοφόρησε σαν διπλό CD, μαζί με το άλμπουμ “Downfall”. Ηχογραφήθηκε στα Rhythm Studios, στην Αγγλία, και την παραγωγή έκανε ο Paul Johnston μαζί με την μπάντα.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 890 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.