MARILLION WEEKEND (23-24/6/23) Tempodrom, Βερολίνο

LIVE REPORT

Το Tempodrom μοιάζει να χάνει την εκκεντρική οροφή του μέσα στα λευκά σύννεφα που έχουν κατεβεί χαμηλά. Από το βράδυ της Πέμπτης το σχεδόν μεσογειακό καλοκαίρι των Γερμανών χάθηκε σε μια τυπική κεντροευρωπαϊκή κακοκαιρία, και το πρωί της Παρασκευής βρήκε το Βερολίνο βρεγμένο, μουντό με τα σύννεφα της βροχής να ταξιδεύουν γρήγορα αλλά να μην τελειώνουν εύκολα. Μια πρωινή περιμετρική βόλτα γύρω από τη φωλιά του πρώτου Marillion Weekend στη Γερμανία, δεν κατάφερε να αποκαλύψει την παραμικρή ένδειξη γι’ αυτό που θα συνέβαινε λίγες ώρες αργότερα στο χώρο αυτό. Χρειαζόταν άραγε ένα poster ή μια επιγραφή;

Ούτε συζήτηση…

Trying to see the blue sky above the rain.

Όλα τα γειτονικά ξενοδοχεία έχουν ήδη γεμίσει από τύπους που φορούν εκείνα τα περίεργα T-shirts. Είναι πράγματι δύσκολο να προσεγγίσεις το πνεύμα και το κλίμα ενός γεγονότος σαν τα Marillion Weekends, αν δεν βρεθείς εκεί να το ζήσεις. Άλλη μια δυνατή αφορμή για ανθρώπους από διάφορα σημεία του πλανήτη να πετάξουν στο μαγικό σημείο συνάντησης, εκεί όπου κάθε εκδήλωση υπέρμετρης λατρείας για το γκρουπ δεν είναι απλά δόκιμη αλλά επιβεβλημένη. Στο Βερολίνο, πέρα από φίλους της μπάντας σχεδόν από ολόκληρη την Ευρώπη, πέταξαν άνθρωποι από τη Λατινική Αμερική και τον Καναδά.

Η προθέρμανση ξεκίνησε το απόγευμα της Πέμπτης με ένα κονσέρτο που διοργάνωσε το The Web Germany, δηλαδή το γερμανικό παράρτημα του επίσημου fan club του γκρουπ. Στην μικρή αίθουσα του Tempodrom εμφανίστηκε ο Steve Rothery με τον Thorsten Quaeschning των Tangerine Dream. Μαζί τους οι Mercy Street, μια tribute μπάντα που απέδωσε τραγούδια του Peter Gabriel αποκλειστικά από την προσωπική του καριέρα, όπως και το γκρουπ του ταλαντούχου Γερμανού πολυοργανίστα Thomas Thielen.

Η βροχή που συνέχισε να πέφτει όλη την ημέρα, δεν εμπόδισε πολύ κόσμο να σταθεί από νωρίς στον περιβάλλοντα χώρο του Tempodrom, πίνοντας μπύρες, κάνοντας γνωριμίες ή συναντώντας ξανά παλιούς φίλους. Οι πιο βιαστικοί είχαν ήδη βρεθεί στον εσωτερικό προθάλαμο, όπου μια τεράστια ουρά περίμενε υπομονετικά να προσεγγίσει τον πάγκο με το merch της μπάντας, που έκανε φτερά με απίθανους ρυθμούς. Για να είμαι ειλικρινής, τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι που έχουν αναλάβει το σχεδιασμό των προϊόντων είναι αισθητά ανέμπνευστοι μέχρι και κακόγουστοι κάποιες φορές.

Ο κύριος συναυλιακός χώρος του venue είναι εντυπωσιακός με την φουτουριστική οροφή του να κλέβει εύκολα την παράσταση και μια μεταλλική κυκλική κατασκευή να κρέμεται επιβλητικά από αυτή. Οι εξέδρες είναι χωρισμένες εύκολα σε τομείς, υπάρχουν πολλές είσοδοι και ανάλογοι διάδρομοι. Στις 19:30 η αυλαία του διημέρου άνοιξε και επίσημα με τους Άγγλους prog rockers Lifesigns να αναλαμβάνουν την πρώτη μουσική δράση. Ουσιαστικά η μπάντα του εξαιρετικού κημπορντίστα/τραγουδιστή John Young, είναι ενεργοί από το 2008, και έχουν κυκλοφορήσει τρία στούντιο άλμπουμ. Παίζοντας το δικό τους ελκυστικό προοδευτικό rock, που είχε φανερά στοιχεία pop αλλά και jazz, fusion, ξεκίνησαν με πιο σύντομα και ραδιοφωνικά τραγούδια, όπως το single “Impossible”, για να απλωθούν σταδιακά σε πιο σύνθετες και περιπετειώδεις συνθέσεις. Εκεί έδειξαν ξεκάθαρα πόσο δεινοί μουσικοί είναι και χειροκροτήθηκαν θερμά από τον κόσμο. Έχοντας έναν ισορροπημένο, διαυγή ήχο, μας έδωσαν μια σημαντική ένδειξη για τις ηχητικές προοπτικές της νύχτας, αλλά και πάλι αυτό που ακολούθησε ήταν σαν συνολικό ηχητικό αποτέλεσμα, πέρα από περιγραφές. Οι Lifesigns εκμεταλλεύτηκαν σωστά το βήμα αυτό, ενημέρωσαν τον κόσμο για κάποιες επικείμενες εμφανίσεις τους στη Γερμανία, μέσα στις επόμενες μέρες και σίγουρα κέρδισαν νέους φίλους.

Lifesigns setlist:

Impossible

Different

Shoreline

Fortitude

Last One Home

The angels in this world are not on the walls of churches.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η μπάντα έκανε μια εντυπωσιακή είσοδο με αιχμή του δόρατος την πρόσφατη ελεγεία της τελευταίας ευκαιρίας. Με το εισαγωγικό βίντεο να εστιάζει σε αυτή τη μεγάλη μπάλα από βράχους και νερό, τον πλανήτη μας, οι πέντε μουσικοί στέκονται απέναντι από το κατάμεστο Tempodrom και μας σπρώχνουν στην διαγνωστική αλλά και προτρεπτική διαδρομή του “Be Hard On Yourself”. Η ολική αποκάλυψη της σύμπραξης της μουσικής με τον φωτισμό αλλά και τις αντίστοιχες προβολές στην πλάτη της σκηνής είναι καθηλωτική. Ο Hogarth για άλλη μια φορά αναφέρει απολογητικά πως επιχείρησε να αποφύγει να γράψει για την πανδημία αλλά ήταν αδύνατο, έτσι μας περνά στο έντονα παραβολικό “Murder machines”, που θα ξεκινήσει από την πιθανή δηλητηριασμένη αγκαλιά ενός αγαπημένου προσώπου, για να φτάσει σε δηλητηριασμένα αισθήματα. Το πολύχρωμο “Reprogram the Gene” κλείνει την προειδοποίηση της τελευταίας ώρας πριν το σκοτάδι.

Βουτώντας σε μια σειρά από άλμπουμ, ακουμπούν στη σιγουριά του τόσο αγαπημένου “Fantastic Place”, και ανεβαίνουν στο ρυθμό του “Map of the World”. Κανείς δεν έχει φυσικά θέμα να ξαναζήσει ζωντανά τον pop λυρισμό του “No One Can”, ενώ η έκπληξη ήρθε από το ντεμπούτο του “Easter” για αυτή την περιοδεία, που αποδόθηκε συγκλονιστικά. Το “F.E.A.R.” δήλωσε παρών με το ανατριχιαστικό “White Paper”, με τον Hogarth να φεύγει για λίγο από αυτό τον κόσμο και να χάνεται στο εκφραστικό μονοπάτι που ο ίδιος διάλεξε. Οι νοσταλγοί των πρώτων χρόνων βρέθηκαν σε ένα φορτισμένο πέρασμα του “Clutching at Straws” με τις μυθικές αποδόσεις των “Warm Wet Circles” και “At That Time of the Night”, και αν υπάρχουν ακόμα σήμερα άνθρωποι που ψάχνουν απαντήσεις και επιβεβαιώσεις, ο Hogarth έδωσε κάποιες από τις πιο αποστομωτικές.

Αυτός ο απίθανος έλεγχος της μπάντας πάνω στα επιμέρους βάρη και χρώματα των τραγουδιών ήταν τρομακτικός, ακόμα και σε αποσπάσματα εκτόνωσης, όπως η αποσυμπίεση του “Afraid of Sunrise”, με τη γαλήνια αφηγηματική του αύρα. Νομίζω πως η δυσκολότερη αποστολή της πρώτης νύχτας ήταν η απόδοση του μοναδικού “Afraid of Sunlight”, ενός τόσο ιδιαίτερου τραγουδιού με πολλές παγίδες στο μοναδικό αίσθημα της στουντιακής ηχογράφησης. Η μπάντα δεν έχει φοβηθεί τέτοιες απόπειρες, για αυτό άλλωστε το τραγούδι είναι συχνά στο setlist, και είχαμε το προνόμιο να ζήσουμε άλλη μια νίκη απέναντι σε αυτή την πρόκληση. Ο πρώτος αποχαιρετισμός ήρθε με το νοσταλγικό “Estonia” που σήκωσε σύσσωμο το κοινό στο πόδι. Κάθε φορά που η μπάντα άφηνε τη σκηνή αυτά τα δυο βράδια, το κάλεσμα του κόσμου για encore ήταν τόσο εντυπωσιακά εκκωφαντικό και διαρκές, που θα έκανε πολλούς θεωρητικά σκληροπυρηνικούς άλλων ήχων να ντραπούν.

Οι Marillion γύρισαν να μας πάρουν κυριολεκτικά το κεφάλι. Αυτό που ακολούθησε αποτέλεσε για μένα το στέμμα δυο καταπληκτικών εμφανίσεων. Ολόκληρο το μνημειώδες “Care” από το τελευταίο άλμπουμ αποδόθηκε με έναν τρόπο απλησίαστο. Ο ήχος εκείνη τη στιγμή άγγιξε ασύλληπτα επίπεδα διαύγειας αλλά και όγκου, η μπάντα έμοιαζε με μια μηχανή που περνούσε από επίπεδα ρυθμών και έκφρασης. Το “Care” είναι άλλωστε μια πλήρης έκφραση όλων αυτών που μπορεί να μεταφέρει αυτή η μπάντα όπως κανείς άλλος και η εμπειρία αυτή θα μείνει στο κεφάλι μου για χρόνια. Το Tempodrom, όρθιο ξανά, υποκλίθηκε, ξέσπασε σε χειροκροτήματα και ζήτησε κι άλλο.

Οι Marillion γύρισαν να κλείσουν τη νύχτα με τον πιο δίκαιο και αυτονόητο τρόπο για την περίσταση, με μια μαγική απόδοση του “Berlin”, έχοντας στη σκηνή τον σαξοφωνίστα Frank Ludeke για τα αντίστοιχα μέρη. Λίγες ώρες νωρίτερα, στο μετρό, ένας Γερμανός επιβάτης προσπαθούσε να πιάσει μια πεταλούδα που πετούσε τρομαγμένη και παγιδευμένη στο βαγόνι. Όταν το κατάφερε και την άφησε έξω από αυτό, το χαμόγελό του έμοιαζε τόσο με αυτό του Hogarth στο θριαμβευτικό φινάλε του “Berlin”. Ίσως και με μερικά ακόμα χιλιάδες χαμόγελα στο χώρο.

Friday setlist:

Be Hard On Yourself (I) The Tear in the Big Picture

Be Hard On Yourself (II) Lust for Luxury

Be Hard On Yourself (III) You Can Learn

Only a Kiss

Murder Machines

Reprogram the Gene (I) Invincible

Reprogram the Gene (II) Trouble-Free Life

Reprogram the Gene (III) A Cure for Us?

Fantastic Place

Map of the World

No One Can

Easter

(Tour debut)

Afraid of Sunlight

White Paper

Afraid of Sunrise

Warm Wet Circles

That Time of the Night (The Short Straw)

Estonia

Encore:

Care (I) Maintenance Drugs

Care (II) An Hour Before It’s Dark

Care (III) Every Cell

Care (IV) Angels on Earth

Encore 2:

Berlin

You may not recall the moment you asked me, but your invitation was clear.

Το αλλαγμένο background στην πλάτη της σκηνής με τον τίτλο “An Audience With Marillion” ήταν η ένδειξη της διαφορετικής διαδικασίας του Σαββάτου, καθώς δεν υπήρχε support σχήμα. Η δραστήρια και πανέξυπνη Lucy Jordache, manager του γκρουπ, υποδέχτηκε τα μέλη που κάθισαν σε πέντε καρέκλες στη σκηνή απέναντι από το κοινό. Ακολούθησε η αλφαβητική παρουσίαση όλων των χωρών που είχαν εκπροσώπηση από φίλους της μπάντας στο διήμερο, και σαν τυπικοί φωνακλάδες Έλληνες φροντίσαμε να υψώσουμε δυνατά τις λιγοστές φωνές μας και να στρέψουμε το πρόσωπο του Hogarth προς το μέρος μας. Ακολούθησε μια διαδικασία στην οποία τα μέλη απάντησαν σε ερωτήσεις που είχαν ήδη στείλει φίλοι από το κοινό. Η κλασική υπερβάλλουσα κοινωνικότητα του Hogarth έκλεψε την παράσταση, όπως και ο αυτοσαρκασμός του. Η Lucy είχε ετοιμάσει άλλη μια δοκιμασία για τους μουσικούς με ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών γύρω από διάφορα θέματα που είχαν να κάνουν γενικά με τη Γερμανία. Εκεί, ομολογώ πως με απογοήτευσε ο Steve Rothery, όταν δεν ήξερε πως ο σωστός Klaus από τις επιλογές του για τη φωνή των Scorpions, ήταν φυσικά ο Meine. Ο Hogarth πάντως, πάλι εντυπωσίασε με τις γνώσεις ή την τύχη του ή και τα δυο. Όλοι τους πήραν από τη Lucy κάποια  ευρηματικά T-shirts για δώρο στο τέλος.

Στο μεταξύ το The Web Germany είχε διοργανώσει μια λοταρία φιλανθρωπίας και μάζεψε πάνω από 5000 ευρώ για ένα ίδρυμα που φροντίζει κακοποιημένα παιδιά. Οι νικητές της λοταρίας βρέθηκαν στη σκηνή μαζί με την αγαπημένη τους μπάντα λίγα λεπτά πριν το μικρό διάλειμμα μας περάσει σε ακόμα μια μοναδική βραδιά.

The Remainers are leaving their homely places with excited faces.

Οι πέντε Leavers στέκονται πάλι απέναντι σε δεδομένους Remainers που άφησαν τα σπίτια τους με εκστασιασμένα πρόσωπα. Το κατόρθωμα θα επαναληφθεί, η γέφυρα του “Brave” που έρχεται με τον απόκοσμο βόμβο του “Bridge” θα μας σπρώξει μέσα στη δεύτερη νύχτα και θα ξεχάσουμε τα πάντα. Νομίζω πως το “Living With the Big Lie” ακούγεται πιο επίκαιρο από ποτέ και έχω την αίσθηση πως ο Hogarth τραγουδά τις γραμμές με περισσότερη οργή και ένταση: “not believing the leaders, the media that feeds us, living with the big lie”.

Η εκτέλεση του “Runaway” που ολοκλήρωσε τη βόλτα στο “Brave” με τα αντίστοιχα πλάνα από την ταινία, έδειξαν πως ο Hogarth ήταν πάλι σε εξαιρετική φόρμα. Ακολούθησε ξανά ένας απίθανος διακτινισμός σε άλμπουμ, διαθέσεις, αλλαγές, μεταπτώσεις. Στο “Older than Me” ακουγόταν η παραμικρή ανάσα μέσα στο χώρο, στο αφηγηματικό “Genie” δεν γινόταν να μην θυμηθείς το σχόλιο του Hogarth για τη συνάντηση με εκείνη την περίεργη κοπέλα παλιότερα στο Βερολίνο που αποτέλεσε και την αφορμή να γράψει τους στίχους. Το έπος του “Sierra Leone” και η εμμονή του φτωχού πρωταγωνιστή να κρατήσει το διαμάντι που βρήκε σαν σύμβολο δύναμης, μας δίνει άλλη μια απλωμένη μεγαλειώδη επίδειξη της μπάντας να κάνει ανάγλυφες τις ιστορίες της στη σκηνή.

Ο Hogarth προσφώνησε όμορφα το “This Train Is My Life” με τη σύντομη αλλά ζωηρή και πολύχρωμη ανάμνησή του, ενώ χάρισε μια ξεχωριστή στιγμή σε αυτή τη νύχτα όταν απροκάλυπτα είπε, “οφείλω να ομολογήσω δημόσια το τεράστιο στιχουργικό ταλέντο αυτού του ανθρώπου, πριν τραγουδήσω το επόμενο τραγούδι”. Κάπως έτσι ζήσαμε μια μεγάλη εκτέλεση του μυθικού “Sugar Mice” μέσα σε γενική αποθέωση. Το συνεχές χορωδιακό του “Three Minute Boy” από σύσσωμο το κοινό έφερε το πρώτο encore με το έπος του “This Strange Engine”. Κανείς δεν ήθελε να τελειώσει ακόμα τίποτα, το Tempοdrom ήταν πάλι όρθιο και ζητούσε κι άλλο.

Η τελευταία έξοδος της μπάντας ήρθε με το ρυθμικό και ζωντανό “Separated Out” που έκλεισε και ένα πέρασμα του μυθικού “Kashmir” μέσα του, για να έρθει το απόλυτο φινάλε με μια πλήρη διαδρομή στο “The Leavers”. Είναι σχεδόν απίθανο να μεταφέρεις σε κάποιον ξένο τη σημασία του μεγέθους αυτού του συγκροτήματος, και ακόμα πιο δύσκολο πόσο περισσότερο αναδεικνύεται σε τέτοιες διοργανώσεις αποκλειστικά δικές τους. Οι εμπνευστές του crowd funding έχουν αναπτύξει χρόνια τώρα μια πολύτιμη και ξεχωριστή σχέση με τον κόσμο τους, που τους έχει εξασφαλίσει την αιώνια καλλιτεχνική ελευθερία. Μια σχέση που γέμισε τον περιβάλλοντα χώρο του Tempodrom αμέσως μετά με παρέες από ευτυχισμένα χαμόγελα, με πηγαδάκια από χαρούμενους ανθρώπους που ήταν ξένοι αλλά και φίλοι μέσα από το φίλτρο αυτής της μπάντας. Το τελευταίο από τα πολλά παράξενα σακάκια που φόρεσε στο διήμερο αυτός ο απίθανος frontman με την ακούραστη φωνή, έγραφε στην πλάτη του “worth paying for it?”

Αστείες ερωτήσεις…

Saturday setlist:

Bridge

Living With the Big Lie

Runaway

Pour My Love

Genie

Older Than Me

The Crow and the Nightingale

Sierra Leone (I) Chance in a Million

Sierra Leone (II) The White Sand

Sierra Leone (III) The Diamond

Sierra Leone (IV) The Blue Warm Air

Sierra Leone (V) More Than Treasure

This Train Is My Life

Sugar Mice

Somewhere Else

Three Minute Boy

Encore:

This Strange Engine

Encore 2:

Separated Out

The Leavers: I. Wake Up in Music

The Leavers: II. The Remainers

The Leavers: III. Vapour Trails in the Sky

The Leavers: IV. The Jumble of Days

The Leavers: V. One Tonight

Ευχαριστώ θερμά την Alison Toon που παραχώρησε πρόθυμα και ευγενικά τις φωτογραφίες.

Official Website: https://www.alisontoon.com/

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1188 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.