LEE KERSLAKE

TRIBUTE

Η “αρκούδα” μας αποχαιρέτησε τελικά το Σάββατο της 19ης  Σεπτεμβρίου του 2020, στις 03:30 τη νύχτα, όταν ο μαχητής εξάντλησε τα υπερφυσικά του περιθώρια στη μάχη του με τον καρκίνο του προστάτη που έκανε μεταστάσεις σε όλο του το σώμα. Τον Δεκέμβριο του 2018 οι γιατροί του έδιναν το πολύ 8 μήνες ζωής, αλλά ένας γεννημένος πολεμιστής με ανθεκτικό DNA δεν λυγίζει εύκολα.

Δεν είναι παράξενη η παράταση της ζωής ενός ανθρώπου που μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου ο πατέρας του είχε ιστορικό 19 εγκεφαλικών και η μητέρα του γάγγραινα στην σκωληκοειδή απόφυση και διαβήτη, και χαμογελούσε για 30 χρόνια έχοντας χάσει τα μισά σωθικά της. Ο Lee είχε την κληρονομική δύναμη μαζί με την πελώρια αγάπη του για τη μουσική για όπλα στον πόλεμο με τις πιθανότητες. Αγαπητός όσο ελάχιστοι στον παρανοϊκό κόσμο της μουσικής βιομηχανίας, λάμβανε συνεχώς μηνύματα αγάπης και στήριξης από διάσημους του χώρου, όπως οι Gene Simmons, Paul Stanley, Nicko McBrain, Ian Paice και αμέτρητοι άλλοι.

Γεννημένος τον Απρίλιο του 1947, στο Bournemouth του Dorset, μάλλον σημαδεύτηκε από τις πολλές αλλαγές και μετακινήσεις, καθώς ακόμα και όταν απέκτησαν το δικό τους σπίτι, αναγκάστηκαν να το πουλήσουν όταν ο πατέρας του έμεινε άνεργος και να ζήσουν τελικά στο σπίτι της γιαγιάς του. Θυμάται τον πατέρα του, αρχικά υγιή, δυνατό και πάντα σε φόρμα και τη μητέρα του αδύνατη και άρρωστη αλλά πολύ πεισματάρα να συμμετέχει με όλες τις δυνάμεις της ακόμα και σε επίπονες εργασίες.

Πολύ μικρός δοκίμασε αρχικά την τύχη του με τα keyboards, όμως ήταν προορισμένος για αλλού και η συγκυρία μιας νύχτας του το έδειξε με εμφατικό τρόπο. Ήταν μόλις εννέα χρονών όταν ο πατέρας του τον πήρε, μαζί με τη μητέρα του, σε ένα δείπνο για τους εργαζόμενους της εταιρείας που δούλευε. Όταν βρέθηκαν στο χώρο, είδε τις κουρτίνες να κινούνται και πλησίασε: άκουσε τους θορύβους από τα τύμπανα, καθώς ένα γκρουπ προετοιμαζόταν να εμφανιστεί. Λίγα λεπτά αργότερα, άκουσε την επίμονη φωνή του παρουσιαστή να ζητά από τον κόσμο να υποδεχτεί τους Ted Heath Big Band. Έμεινε εκεί και είδε όλη την παράσταση ως το τέλος. Μόλις το γκρουπ έκανε να φύγει, τον πλησίασε ο Ted Heath και τον ρώτησε αν παίζει κάποιο όργανο. Ο Lee αμέσως του έδειξε τα ντραμς και πριν καταλάβει τι γινόταν, βρέθηκε να παίζει με τις οδηγίες του ντράμερ Kenny Clare. Όταν επιτέλους τον ανακάλυψαν οι γονείς του, το “όχι” στο στόμα τους αντικαταστάθηκε άμεσα από την περηφάνια.

Το πρώτο του drum kit ήταν ένα φτηνό χριστουγεννιάτικο δώρο του πατέρα του και εξασκήθηκε αρκετά σε αυτό. Γρήγορα, αποφάσισε να κάνει μικροδουλειές μετά το σχολείο και μάζεψε χρήματα, αγοράζοντας τελικά ένα Broadway για περίπου 80 λίρες. Όταν ο πατέρας του συνειδητοποίησε πως ήθελε πραγματικά να κάνει αυτό το πράγμα, όταν έκλεισε μια εμφάνιση με μια ημιεπαγγελματική μπάντα, του αγόρασε ένα Sparkle Ludwig του 1953, και ο δρόμος δεν είχε πια επιστροφή.

Από την αφετηρία της προσωπικής του αναζήτησης επέμεινε να κυνηγήσει το προσωπικό του ύφος, αν και αρχικά άκουσε περιστασιακά τον Buddy Rich. Από τους σπουδαίους ντράμερ στον χώρο, θαύμαζε τον John Bonham, με τον οποίο ήταν φίλοι, τον Ian Paice και τον Cozy Powell.

 Όμως ουσιαστικά αυτό που προσδιόρισε περισσότερο από όλα το προσωπικό του ύφος ήταν η πραγματικότητα πως ο Lee ήταν, πέρα από ντράμερ, ένας μουσικός που έπαιζε πιάνο, τραγουδούσε και έγραφε τραγούδια. Μετέφερε τις τεχνικές του τραγουδιού, το παιχνίδι του φωτός με τη σκιά, στα τύμπανα. Όταν προσχώρησε σε εκείνο το ημιεπαγγελματικό γκρουπ με το όνομα “The Gods”, συνάντησε έναν τύπο που άκουγε στο όνομα Ken Hensley και έγραφε εκπληκτική μουσική. Μαζί τους ηχογράφησε τέσσερα άλμπουμ και αμέσως μετά έπαιξε για λίγο και με τους Toe Fat και National Head Band. Τον Νοέμβριο του 1971, αφήνοντας το country rock των τελευταίων, προσχωρεί στους Uriah Heep για ένα εντελώς διαφορετικό μουσικό μονοπάτι. Η πρόταση έγινε φυσικά από τον ήδη συνεργάτη του τα προηγούμενα χρόνια, Ken Hensley. Η οικονομική προσφορά ήταν 35 λίρες την εβδομάδα και ο Lee απάντησε χαμογελώντας “που υπογράφω;”.

Ο πρώτος μπασίστας και άμεσος συνεργάτης του στο rhythm section των Heep, ήταν ο Mark Clarke, πολύ γνωστός και από το σπουδαίο jazz rock group Colosseum. O Lee τον θεωρούσε έναν πολύ τεχνικό και εξαιρετικό μουσικό, αλλά για τον ίδιο δεν ταίριαζε τόσο στους Heep: θεωρούσε πως έπαιζε πάρα πολλές νότες. Όταν βρήκαν τον Gary Thain και πέρασε από ακρόαση, ήταν ο πρώτος που είπε στους υπόλοιπους με ενθουσιασμό πως ήταν τέλειος και αυτό ακριβώς που χρειάζονταν. Δυστυχώς, ο εθισμός του Thain στην ηρωίνη του κόστισε πρώτα την απομάκρυνση από το γκρουπ και λίγο μετά τον θάνατο, σε ηλικία μόλις 27 ετών. Ο Lee ήταν αυτός που έφερε τον John Wetton στους Heep. Ήταν κι αυτός από το Bournemouth και ήταν φίλοι από τα πρώτα χρόνια της εποχής των The Gods. Αργότερα βέβαια, ο John, όντας πολύ φιλόδοξος και θέλοντας να είναι κύριος του εαυτού του, αποχώρησε για να σχηματίσει τους ASIA. Τον αντικατέστησε ο Trevor Bolder που έμεινε για τριάντα χρόνια στο σχήμα.

Το πρώτο μέρος της διαδρομής του Lee με τους Heep, άρχισε με το θρυλικό “Demons And Wizards” και ολοκληρώθηκε το 1978, μετά την περιοδεία για το άλμπουμ “Fallen Angel”. Είναι περιττή πια οποιαδήποτε απόπειρα να εκτιμηθεί η αξία των δίσκων αυτής της περιόδου ή και το μοναδικό ύφος του Kerslake. Έπαιξε επίσης τύμπανα στα προσωπικά άλμπουμ των Ken Hensley, David Byron. Αποχώρησε οργισμένος με τον μάνατζερ Gerry Bron, και όντας πάντα ευθύς, δεν μάσησε ποτέ τα λόγια του για τον αδίστακτο αυτό τύπο που κέρδιζε το 50% από όσα έβγαζε το γκρουπ και θεωρούσε τους Heep απλά το πλήρωμά του, τους υπαλλήλους του.

Μια τυχαία συνάντηση μέσα σε ένα ασανσέρ στο ξενοδοχείο Kings Cross Hotel στην Αυστραλία, με τον Ozzy Osbourne, καθόρισε τον επόμενο μουσικό σταθμό του. Μαζί με τον μπασίστα Bob Daisley, ίσως τον πιο αγαπημένο του συνεργάτη, και τον Randy Rhoads σχηματίζουν τους Blizzard Of Oz, που γρήγορα μετατρέπονται απλά στο προσωπικό σχήμα του Madman, με την άμεση παρέμβαση του νέου μάνατζερ του Ozzy, της Sharon.

O Kerslake και ο Daisley ηχογραφούν τα ιστορικά και απόλυτα πετυχημένα “Blizzard Of Oz” και “Diary Of A Madman”. Αμέσως μετά, μέσα στο 1981, επιδεινώνεται σημαντικά η υγεία της μητέρας του και εγκαταλείπει το σχήμα για να σταθεί δίπλα της. Στο μεταξύ, οι συμμετοχές των Kerslake, Daisley δεν αναφέρονται πουθενά στις σημειώσεις του “Diary Of A Madman”, με τα ονόματα των Tommy Aldridge και Rudy Sarzo να φιγουράρουν στις θέσεις τους. Ο Aldridge είχε βέβαια αναφέρει χαρακτηριστικά, προς τιμήν του, πως ήταν φανερό πως δεν υπήρχε το δικό του παίξιμο στο άλμπουμ και απέδωσε τα δικαιώματα της ηχογράφησης στον Kerslake.

Γνωρίζοντας πως ο Lee ήταν πια μόνιμα εκτός της μπάντας του Ozzy, ο Mick Box, τον οποίο ο σπουδαίος ντράμερ θεωρούσε αδερφό του, του τηλεφώνησε και τον κάλεσε να γυρίσει στους Heep. Αυτή η πρόσκληση ήρθε ακριβώς πριν το άλμπουμ “Abominog” του 1982, σε μια περίοδο που τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για το γκρουπ και ο Box θεωρούσε απαραίτητη ξανά τη συνύπαρξη και συνεργασία με τον Lee, για να σχηματίσουν μια σταθερή βάση. Παρέμεινε τελικά στους Heep ως το 2007, όταν τα πολλά προβλήματα υγείας τον ανάγκασαν να αποσυρθεί, δουλεύοντας με πιο χαλαρούς ρυθμούς σε άλλα projects και ηχογραφώντας ένα άλμπουμ με τους Berggren Kerslake Band. Τη θέση στο drum kit των Heep κατέλαβε μέχρι τις μέρες μας ο Russell Gilbrook.

Στο μεταξύ έχει προηγηθεί ένας δικαστικός αγώνας, όταν οι Kerslake, Daisley κατέθεσαν κοινή αγωγή κατά του Ozzy και της Sharon, ζητώντας τα ανάλογα δικαιώματα και τις πιστώσεις για τις συμμετοχές τους στα δυο πρώτα άλμπουμ. Το αντίπαλο στρατόπεδο απάντησε αδίστακτα όταν αφαίρεσε το παίξιμό τους στις εκδόσεις του 2002, και ηχογραφήθηκε ξανά το μπάσο και τα τύμπανα με τις συμμετοχές των Robert Trujillo και Mike Bordin. Μετά τη γενική κατακραυγή του κόσμου, οι αρχικές συμμετοχές επανήλθαν στις επανεκδόσεις του 2011. Όλη αυτή η ιστορία ήταν μια καταστροφή για τον ίδιο, που ουσιαστικά, χάνοντας στα δικαστήρια την υπόθεση, χρεοκόπησε, αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι του, αρρώστησε και ουσιαστικά από τότε δεν σήκωσε κεφάλι. Για την ιστορία, το “Blizzard Of Oz” πούλησε πάνω από 5 εκατομμύρια αντίτυπα και έγινε πέντε φορές πλατινένιο, και το “Diary Of A Madman” πάνω από 3 εκατομμύρια, και έγινε τρεις φορές πλατινένιο.

Έχοντας φτάσει πια ένα βήμα πριν το θάνατο, ο Kerslake δήλωσε πως ένα σημαντικό αίτημα στη λίστα των τελευταίων του εκκρεμοτήτων, ήταν να λάβει επιτέλους τους πλατινένιους δίσκους για τα δυο αυτά άλμπουμ. Έγραψε μάλιστα στον Ozzy και τη Sharon, ζητώντας ευγενικά να πραγματοποιηθεί η επιθυμία του. Αρχές του 2019, ο Kerslake ποζάριζε πια πανευτυχής με τους δίσκους και μια χειρόγραφη επιστολή από τον Ozzy.

Η τελευταία εμφάνιση στη σκηνή για τον μεγάλο μουσικό έγινε στις 14 Δεκεμβρίου του 2018, στο Shepherds Bush Empire, όταν συνόδεψε τους αγαπημένους του Heep στο κλασικό “Lady in Black”.

Ο χαμός του Kerslake δεν μεγάλωσε απλά τη λίστα αυτών των τεράστιων μουσικών που μετεξέλιξαν και εμπλούτισαν τον λεγόμενο σκληρό ήχο στην πρώτη του περίοδο, αλλά κάνει και φτωχότερη την παράταξη των αδιάφθορων απέναντι στους σκληρούς κανόνες της μουσικής βιομηχανίας. Η “αρκούδα” υπήρξε πάντα μια καθαρή  και ευαίσθητη ψυχή που υπηρέτησε με πάθος και ειλικρίνεια τη μεγάλη του αγάπη τη μουσική. Γι’ αυτό και ενώ είχε προσδώσει μια μοναδική βαρύτητα με το drumming του, μπορούσε παράλληλα να είναι το φως και η σκιά, μπορούσε να είναι μια σπουδαία σύμπραξη στη φωνητική αρμονία των Byron και Hensley.

Και μπορούσε να συγγράψει μικρά, ντελικάτα διαμάντια σαν το “Come Back To Me”, ή το υπέροχο “Circus”…

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1112 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.