JON VOYAGER

INTERVIEW

Είναι προκλητικά όμορφο να παρακολουθείς τις φωνές που έχεις συνηθίσει σε συγκεκριμένα πλαίσια και πεδία, να πετούν μόνες μακριά, να δραπετεύουν από την εύκολη αναμονή και αν σε συναντούν σε άλλα μονοπάτια. Κάπως έτσι ακολουθήσαμε πρόθυμα τον Γιάννη Βογιατζή στο πρώτο του προσωπικό πόνημα και σίγουρα δεν χάσαμε. Πάμε να μάθουμε όσα περισσότερα γίνεται για το δικό του ταξίδι, το οποίο διάλεξε να τιτλοφορήσει “Monsters”.

Πότε γεννήθηκε για πρώτη φορά η ιδέα ενός προσωπικού άλμπουμ, και ποιο ήταν το βασικό ερέθισμα γι’ αυτό;

Σαν ακροατής ήμουν πάντα οπαδός των προσωπικών δίσκων από αγαπημένους καλλιτέχνες, ειδικότερα όταν είχαν αρκετά διαφορετική προσέγγιση από το βασικό τους σχήμα. Κατά διαστήματα είχα ιδέες και έγραφα διάφορα τραγούδια που δεν πίστευα ότι θα έβρισκαν θέση μέσα σε ένα δίσκο των Need οπότε κάπως τριγύριζε στο μυαλό μου αυτό το concept. Αλλά το να σκεφτώ πιο έμπρακτα την ιδέα ενός solo δίσκου θα έλεγα ότι μου ήρθε πριν περίπου καμιά δεκαετία όταν πέρασα μια αρκετά δημιουργική περίοδο γραφής τραγουδιών σε πιο classic/indie/soft rock φόρμες, άσχετα αν πήρε τόσο καιρό να ολοκληρωθεί το project εν τέλει!

Έχοντας φανερά πολλά διαφορετικά ερεθίσματα του ευρύτερου rock ήχου, τι είδους σκεπτικό καθόρισε τελικά την προσέγγιση που θα είχες για το συνολικό ύφος του άλμπουμ;

Αποφάσισα να πορευτώ κυρίως με γνώμονα την αισθητική και την ενορχήστρωση. Δηλαδή δεν πήρα κάποια συνειδητή απόφαση για το ύφος ή τον ήχο του δίσκου αλλά η απόφαση ήταν να δουλέψουμε τα τραγούδια με ένα basic rock format στις πρόβες (κιθάρα/μπάσο/τύμπανα) και έτσι να ηχογραφήσουμε κιόλας σε ένα όσο γίνεται live περιβάλλον. Οπότε από εκεί και πέρα το πράγμα άρχισε να παίρνει μορφή και μπήκε σε μια συγκεκριμένη τροχιά.

Το άλμπουμ διαγράφεται σαν ένα προσωπικό ταξίδι που αναζητά μια διέξοδο, μια απόσβεση, έναν εξορκισμό. Θα προτιμούσα βέβαια τη δική σου ερμηνεία και περιγραφή γι’ αυτό, καθώς και μια προσέγγιση των “τεράτων”.

Ως ο πρώτος μου solo δίσκος σίγουρα περιγράφει ένα ταξίδι, μια διαδρομή που στην περίπτωση αυτή είναι κάπως η καταγραφή των διαφορετικών αυτών στιγμών από την περασμένη δεκαετία και τις ιδέες που άντεξαν στο χρόνο και βρήκαν το χώρο τους σε αυτό το δισκάκι. Η διέξοδος ήταν μάλλον η ίδια η ολοκλήρωση του δίσκου και η κυκλοφορία του εκεί έξω. Πάντα είναι δύσκολο να ολοκληρώνεις ένα τέτοιο project που απαιτεί άπειρες εργατοώρες και αντοχή στα εμπόδια και τις δυσκολίες οπότε το να το βλέπεις έτοιμο είναι πάντα μια λύτρωση. Ειδικά όταν μιλάμε για μι solo δουλειά η οποία ενέχει και την έξτρα δυσκολία του να πρέπει να αναλάβει εξολοκλήρου το οργανωτικό κομμάτι, το οικονομικό βάρος κτλ. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, διάφορα ‘τέρατα’ κουβαλάμε όλοι μέσα μας. Μπορεί να είναι οι φωνές μέσα μας που μας λένε ότι δεν είμαστε αρκετοί ή ο καθημερινός αγώνας να φανούμε αντάξιοι απέναντι στις σφαλιάρες που μας ρίχνει η καθημερινότητα. Αλλά υπάρχουν στιγμές που τα τέρατα φεύγουν και για λίγο βρίσκουμε τη γαλήνη και τη δύναμη να συνεχίσουμε για μια ακόμα μέρα.

Υπάρχει μια χαρακτηριστική, δυνατή ανάμνηση που έχεις κρατήσει από τη διαδικασία δημιουργίας του άλμπουμ;

Δεν μπορώ να διαλέξω μία μόνο στιγμή για να είμαι ειλικρινής αλλά θα πω το γενικότερο vibe που υπήρχε στις πρόβες που κάναμε για να ολοκληρώσουμε την ενορχήστρωση του δίσκου στο home studio του φίλου μου του Βασίλη του Νικολόπουλου όπου για ένα διάστημα περίπου ενός μήνα και κάτι βρισκόμασταν 3-4 φορές τη βδομάδα το πρωί με καφεδάκι και παίζαμε, συζητούσαμε και ηχογραφούσαμε τις διάφορες ιδέες. Ήταν πραγματικά μια μαγική περίοδος. Καθώς και την ώρα που ηχογραφούσα το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου με τον Άλεξ (ηλεκτρική κιθάρα) στο δωμάτιο όπου σε κάποιο take ένιωσα να ανατριχιάζω και σκέφτηκα ότι κάτι καλό γίνεται εκείνη την ώρα.

Ποιοι άνθρωποι σε βοήθησαν να ολοκληρώσεις το άλμπουμ, συνολικά, σε εκτέλεση, στίχους, μουσική, ηχογράφηση, artwork;

Είμαι πολύ τυχερός που είχα τόσους πολλούς υπερταλαντούχους ανθρώπους που πήραν μέρος σε αυτή τη διαδικασία. Tο βασικό team ήταν ο Αλέξανδρος Χρυσοστομίδης στην κιθάρα, ο Βίκτωρας Κουλουμπής στο μπάσο, ο Στέλιος Πασχάλης στα τύμπανα καθώς και ο Βαγγέλης Μόσχος στην ηχογράφηση και τη μίξη του δίσκου. Αυτοί ήταν και οι άνθρωποι με τους οποίους δούλεψα περισσότερο στις πρόβες και περάσαμε 3 μέρες κλεισμένοι από το πρωί μέχρι το βράδυ στο Noisy King studio ηχογραφώντας τον βασικό κορμό του δίσκου live. Από εκεί και πέρα ο Γιώργος Κουρέλης ανέλαβε τα πλήκτρα, η Άννα Ταρμπα τα backing vocals, ο Jim Σταρίδας ενορχήστρωσε τα πνευστά τα οποία έπαιξαν οι Σπύρος Νίκας (σαξόφωνο), Βαγγέλης Βασιλόπουλος (τρομπόνι) και Κώστας Σαπούνης (τρομπέτα). Ο Εκτορας Τσολάκης έκανε το mastering, όλες τις φωτογραφίες που υπάρχουν από το εξώφυλλο μέχρι το inlay τράβηξε η Χρυσαλένα Αντωνοπούλου και το layout του δίσκου έκανε ο Δημήτρης Τσούτσας. Και τέλος τα promo videos του δίσκου ανέλαβαν ο Tony Kris και ο Γιάννης Καιμακάμης. Η μουσική και οι στίχοι είναι γραμμένοι από εμένα εκτός από το ‘Call me when you’re drunk’ που η μουσική είναι του Γιώργου Τζαβάρα και το ‘Angela’ που οι στίχοι είναι του Adam Georgiou.

Σε έναν ήχο οικουμενικό, όπως είναι ο ευρύτερος rock ήχος, που εντοπίζεις μέσα στο δίσκο τα ερεθίσματα της δικής μας χώρας και τον αντίκτυπο όσων βιώνουμε καθημερινά;

Θα έλεγα ότι είναι περισσότερο σε επίπεδο ατμόσφαιρας παρά σε μουσικές φόρμες ή μελωδίες. Δηλαδή η ‘βαριά’ ατμόσφαιρα της Αθήνας νομίζω ότι σίγουρα έχει βρει τον δρόμο της μέσα στα τραγούδια του δίσκου καθώς και μια διάθεση διαφυγής με κάποια πιο ‘ταξιδιάρικα’ τραγούδια. Γενικότερα ως άνθρωπος της πόλης, νιώθω ότι το album διέπεται από έναν urban χαρακτήρα με την έννοια ότι αυτές τις εικόνες μου δημιουργεί καθώς τον ακούω.

Με την ευκαιρία της προηγούμενης ερώτησης, θα διευρύνω λίγο το ζήτημα. Πιστεύεις πως ο καλλιτέχνης οφείλει να έχει φωνή και δημόσια άποψη στα σοβαρά κοινωνικά ζητήματα, με οποιοδήποτε κόστος, ή είναι καλύτερο να παραμένει ένας διασκεδαστής στον τομέα του;

Θεωρώ ότι ο κάθε καλλιτέχνης όπως και ο κάθε άνθρωπος γενικότερα οφείλει να παίρνει θέση και να αγωνίζεται για τα σοβαρά θέματα που επηρεάζουν τη ζωή του και τη ζωή των γύρω του σε καθημερινό επίπεδο. Παρ’ολ’αυτά δεν πιστεύω ότι η δική μου θέση ή άποψη έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από κάποιου μη καλλιτέχνη εκτός αν μπορώ μέσω της έκθεσής μου να επηρεάσω κόσμο, δηλαδή να έχω πολλές χιλιάδες ή εκατομμύρια followers κτλ. Σε αυτή την περίπτωση νομίζω ότι αυτό παίρνει και περισσότερο την έννοια του καθήκοντος αν καταλαβαίνεις με ποιο τρόπο το εννοώ. Πάντως αν θέλεις τη γνώμη μου πάνω σε μια κάπως κοινή άποψη ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να ασχολούνται μόνο με τη δουλειά τους και να μην ‘ανακατεύονται’ σε κοινωνικά ζητήματα τότε σίγουρα διαφωνώ κάθετα.

Μπορείς να επεκταθείς λίγο στην ιδέα του “Minor Tom” και το προφανές tribute στον μεγάλο David Bowie, και πως συνδέθηκε με ένα αντιπολεμικό μήνυμα;

Η όλη ιδέα ξεκίνησε από τον τίτλο και την περιγραφή ενός άρθρου που διάβασα πριν χρόνια σχετικά με ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον λεγόμενο ‘τρελό Τομ της Πλάκας’. Στην περιγραφή του άρθρου έλεγε ότι ο άνθρωπος αυτός έχασε την οικογένειά του στον εμφύλιο της Ιρλανδίας και βρήκε καταφύγιο στην Αθήνα. Κάτι μου ξύπνησε όλο αυτό και ξεκίνησα έτσι να γράφω ένα γενικότερο αντιπολεμικό τραγούδι φτιάχνοντας κάπως την ιστορία στο κεφάλι μου. Το actual άρθρο το διάβασα χρόνια αφού είχε ολοκληρωθεί το τραγούδι. Η σύνδεση με τον Bowie έγινε κάπως περίεργα μιας και σκέφτηκα το wordplay του minor με το major όπου στη μουσική οι minor κλίμακες είναι οι ‘θλιμμένες’ ενώ οι major οι ‘χαρούμενες’ οπότε ο χαρακτήρας μου έγινε ο Minor Tom. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι εκείνο τον καιρό άκουγα πολύ και το ‘Blackstar’ σίγουρα επηρέασαν όλη αυτή την Bowie σύνδεση.

Ποιος είναι ως τώρα ο αντίκτυπος που λαμβάνεις για το δίσκο; Θυμάσαι κάτι χαρακτηριστικό που να σου έκανε εντύπωση; Με βάση όλα αυτά, ποια είναι τα σχέδια προώθησής του επί σκηνής;

Γενικά λαμβάνω εξαιρετικά σχόλια και είμαι πολύ χαρούμενος γι’αυτό. Μιας και ο συγκεκριμένος δίσκος είναι μια ‘συλλογή’ τραγουδιών που έχουν γραφτεί μέσα στα χρόνια, δεν είχα ιδιαίτερη εικόνα του τι να περιμένω σαν feedback οπότε όλα τα όμορφα σχόλια με χαροποιούν ιδιαίτερα. Πριν λίγες μέρες μου έστειλε ένα πολύ εκτενές μήνυμα ο John Zahner, πολλά χρόνια φίλος και αγαπημένος μουσικός με τον οποίο είχαμε γνωριστεί όταν έπαιζε με τους Jon Oliva’s Pain αλλά έχει υπάρξει και touring μέλος των Savatage στην περιοδεία του ‘Streets’, έχει ηχογραφήσει τα πλήκτρα στο ‘Transcendence’ των Crimson Glory και διάφορα άλλα μικρά πραγματάκια, χεχε. Στο μήνυμα αυτό λοιπόν μου ανέλυε γιατί του άρεσε τόσο πολύ ο δίσκος και το πόσο περήφανος είναι για την πορεία μου όλα αυτά τα χρόνια και ότι θεωρεί ότι είναι η καλύτερη δουλειά που έχω ηχογραφήσει. Με συγκίνησε βαθιά αυτό το μήνυμα δε σου κρύβω.

Και η “ερώτηση για το αυτοκίνητο”, η αναπόφευκτη ερώτηση: τι ακριβώς γίνεται με τους Need, και ποιο το μέλλον;

Δυστυχώς δεν έχω κάποιο φοβερό νέο από αυτό το στρατόπεδο. Αυτό τον καιρό είμαστε στον πάγο για το επόμενο αρκετό διάστημα λόγω μεταξύ άλλων και υπερβολικά αυξημένων επαγγελματικών υποχρεώσεων από όλους μας. Θα ήθελα πολύ να ξαναβρεθούμε και να αρχίσουμε να δουλεύουμε κάποια στιγμή μέσα στο 2024 αλλά θα δούμε πως θα πάνε τα πράγματα.
Ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία και το χρόνο σου!

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 903 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.