GEOFF MANN

TRIBUTE

Σαν ένα σπάνιο πουλί από αυτά που χάνονται πρόωρα τονίζοντας την ξεχωριστή σημασία τους, πέρασε από αυτό τον κόσμο ο Geoff Mann. Ακολουθώντας πιστά τη φωνή μέσα του που τον έσπρωχνε σε δοκιμές, επανεκκινήσεις και συνεργασίες, δεν θεώρησε στιγμή κάτι δεδομένο, σταθερό και αδιατάραχτο. Ίσως το τίμημα για αυτές τις ανοιχτές προθέσεις ήταν πως οι δημιουργίες του δεν πέρασαν ποτέ σε ευρύτερα ακροατήρια.

Στο νοσοκομείο Altrinvham του Cheshire γεννιέται ο Edmund Geoffrey Mann στις 11 Απριλίου 1956. Ένα ανήσυχο παιδί με ιδιαίτερους αισθητήρες ο Geoff, βρίσκει το δρόμο του για το πανεπιστήμιο του Reading το 1974, για να σπουδάσει Καλές Τέχνες και βρίσκεται στην ίδια εστία με τον Andy Revell, κιθαρίστα και ιδρυτικό μέλος των Twelfth Night. Στην πραγματικότητα γνωρίζονται όταν κάποια στιγμή ο Geoff χτυπά την πόρτα του Andy να ρωτήσει ποιον δίσκο ακούει, για να ανακαλύψει πως έπαιζε ο ίδιος κιθάρα. Μόλις το 1975 σχηματίζει μια ομάδα “ζωντανής ζωγραφικής”, μαζί με άλλους δυο πρωτοετείς φοιτητές που περιόρισε τη δράση της σε μια παράσταση στη Reading High Street, και μια έκθεση στο κοντινό Basingstoke, που εξελίχθηκε μάλλον σε μια θορυβώδη μάζωξη μεθυσμένων.

Απλώνοντας συνεχώς τις καλλιτεχνικές του δράσεις, το 1977 μαζί με τον στενό του φίλο Pete Lawrence, γράφει, αναλαμβάνει την παραγωγή και ταυτόχρονα πρωταγωνιστεί σε πολλές παραστάσεις, μεταξύ των οποίων και οι επιθεωρήσεις Piles και Crabs. Την επόμενη χρονιά, το 1978,  η Andy Revell Band με τον Andy στην κιθάρα και τον Brian Devoil στα τύμπανα (επίσης ιδρυτικό μέλος των Twelfth Night), κερδίζει τον διαγωνισμό ταλέντων του Reading University. Ο Geoff απασχολείται σαν σχεδιαστής σκηνικών και γενικός roadie μαζί με τον Rick Batterby, ενώ παίρνει και το πτυχίο Bachelors Honours στις Καλές Τέχνες.

Έχει ήδη δημιουργήσει μια σεβαστή υπόληψη στον ευρύτερο κύκλο των φοιτητών του Reading για την περίεργη αίσθηση του χιούμορ, το εξαιρετικό καλλιτεχνικό του ταλέντο και την κατανάλωση τεράστιων ποσοτήτων αλκοόλ. Είναι η περίοδος που έχει αποκτήσει μια ψυχωτική εμμονή με την καλύτερη φίλη της μελλοντικής γυναίκας του, επιχειρώντας να τη δελεάσει ακόμα και με επίσημα δείπνα με νοικιασμένα κοστούμια και λιμουζίνες, χωρίς το παραμικρό αποτέλεσμα. Σε μια εμφάνιση των Genesis στο Knebworth εκείνη τη χρονιά, ο Geoff οδήγησε ένα μίνι λεωφορείο με φοιτητές και εκεί συναντήθηκαν τα μάτια του με το βλέμμα της Jane, κάτω από έναν ουρανό ηλιοβασιλέματος. Ο παρορμητικός καλλιτέχνης χρειάστηκε μόνο λίγες μέρες κοινών εξόδων για να καταλήξει στην πρόταση γάμου, η οποία έγινε δεκτή από την Jane με την ειρωνική ευχή του πατέρα της για “καλό θλιμμένο βίο”.

Τον Ιούνιο του 1979, και μετά από πολλές ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής και σκίτσου, ο Geoff εμφανίζεται στο φεστιβάλ Midsummer Rock στο πανεπιστήμιο του Reading, μαζί με τους φίλους του Andy και Brian που, μετά την προσθήκη του Clive Mitten στο μπάσο, είχαν αλλάξει το όνομά τους σε Twelfth Night. Μετά από κάποιες ζωντανές εμφανίσεις μέσα στο καλοκαίρι, το γκρουπ αποσύρεται στο σπίτι των γονιών του Geoff στο Manchester για πρόβες, μαζί με τον Rick Battersby, που ήταν πιανίστας με κλασική παιδεία. Κάποια στιγμή δίνουν μια αξέχαστη συναυλία στο Salford, μπροστά σε ένα ακροατήριο από δεκάχρονα παιδιά. Ο Geoff αποφασίζει να μείνει στο Manchester για να ζωγραφίσει και να συνεχίσει τη συνεργασία του με τον στενό φίλο του Pete Lawrence. Διατηρεί τις επαφές του με τη μπάντα και μάλιστα το Μάρτιο του 1980 γράφει μια κριτική για μια από τις συναυλίες τους στο Target Club του Reading.

Την επόμενη χρονιά ο Geoff με τον Pete ανοίγουν κάποιες εμφανίσεις των instrumental πια Twelfth Night, με το όνομα The God Stars. Τον Αύγουστο του 1981, ο Geoff Mann επιστρέφει στο μικρόφωνο του σχήματος σαν μόνιμος τραγουδιστής, και η πρώτη τους εμφάνιση είναι στα πλαίσια του περίφημου φεστιβάλ του Reading, μπροστά σε ένα κοινό 30.000 θεατών. Ήταν η εμφάνιση που έσβησε οριστικά τις αμφιβολίες της γυναίκας του για τις φωνητικές του ικανότητες: πάντα θαύμαζε το ποιητικό του ταλέντο και τους μοναδικούς στίχους, και είχε την ελπίδα να βάλει κάποιον άλλο να τους τραγουδήσει, λίγο σαν τον Bob Dylan όπως συνήθιζε να λέει, στιχουργός κλάσης αλλά τραγουδιστής χωρίς μελωδία. Η εντυπωσιακή του όμως εμφάνιση την ημέρα εκείνη με τη στρατιωτική του στολή, έδιωξε για πάντα μακριά τα πειράγματα της Jane. Τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς κυκλοφορεί η κασέτα “Smiling At Grief” μια συλλογή από demos των Twelfth Night που είχαν ηχογραφηθεί τους προηγούμενους τρεις μήνες, με σκοπό να τραβήξουν το ενδιαφέρον των δισκογραφικών εταιρειών. Τον Δεκέμβριο του 1982 κυκλοφορούν το περίφημο άλμπουμ “Fact and Fiction”. Ο δίσκος προοριζόταν να βγει από τη Revo Records, αλλά τελευταία στιγμή το γκρουπ αγόρασε τις ταινίες για να διατηρήσει τον απόλυτο καλλιτεχνικό έλεγχο, και το κυκλοφόρησε μόνο του. Τα πρώτα χίλια αντίτυπα εξαφανίστηκαν μέσα σε μόλις τέσσερις εβδομάδες.

Η διαδρομή του Mann με τους Twelfth Night ολοκληρώθηκε φιλικά με το “Live And Let Live”, ζωντανά ηχογραφημένο στο Marquee Club του Λονδίνου, τον Νοέμβριο του 1983, στις δυο αποχαιρετιστήριες sold out συναυλίες του. Τραγούδησε συνολικά σε 94 συναυλίες μαζί τους. Είχε φροντίσει να τους γνωστοποιήσει την απόφασή του μερικούς μήνες νωρίτερα για να γίνει ο έγκαιρος προγραμματισμός των ηχογραφήσεων για το ζωντανό άλμπουμ, γεγονός που έδωσε το χρόνο στο γκρουπ να συνθέσει και ένα συγκινητικό αποχαιρετιστήριο instrumental με τίτλο “The End of the Endless Majority”.

Δυο ήταν οι βασικοί λόγοι του φιλικού χωρισμού: ο πρώτος ήταν η απόσταση Salford-Reading, καθώς ο Mann είχε ήδη ένα μωρό, και ο δεύτερος οι στίχοι του, που χωρίς αμφιβολία είχαν αποκτήσει εμφανώς πια την αίσθηση ενός χριστιανικού κηρύγματος, κάτι που ενοχλούσε τους υπόλοιπους στο γκρουπ. Από την άλλη, αυτή μοναδική σχεδόν νεοκυματική φλέβα που ξεχώριζε αισθητά το γκρουπ από την κυρίαρχη αίσθηση του ανερχόμενου τότε neoprog, χρωστά πάρα πολλά στη συχνά ωμή, θεατρική και χωρίς πρωταρχικές υποχωρήσεις σε τεχνικές και φωνητικές τακτικές, ερμηνεία. Αυτή η άμεση, in your face, σχεδόν αισθητική καταγγελίας υποχώρησε αισθητά με την φυγή του, καθώς ο αντικαταστάτης του Andy Sears ήταν σαφώς πιο τεχνικός ερμηνευτής με όμορφη χροιά αλλά και πιο προβλέψιμος. Ο προσωπικός χαρακτήρας που απομακρύνει τόσο τους Twelfth Night από τους σύγχρονους και λίγο μεταγενέστερους εκφραστές του είδους, πέρα από την ιδιόμορφη συνθετική φλέβα των μουσικών, σφραγίστηκε και από τη σύνθετη προσωπικότητα του Mann.

Το 1984 κυκλοφορεί το πρώτο αυτοχρηματοδοτούμενο σόλο άλμπουμ του, με τον τίτλο “Chants Would Be a Fine Thing”, σε κασέτα. Αναλαμβάνει ο ίδιος τη βασική εκτέλεση του υλικού με συνδρομές από καλεσμένους μουσικούς. Παράλληλα επιστρέφει στις ζωντανές εμφανίσεις, ανοίγοντας για τους IQ, τους οποίους ήξερε από την εποχή που άνοιγαν με τη σειρά τους για τους Twelfth Night. Μια σημαντική φιλία είχε αναπτυχθεί με τον τραγουδιστή τους Peter Nicholls από την πρώτη εμφάνιση μαζί με μια περίεργη ιστορία, όταν ο Nicholls είχε ξεχάσει το ντέφι του και με μεγάλη ντροπή ζήτησε να δανειστεί το αντίστοιχο του Geoff Mann σε σχήμα μισοφέγγαρου, τον οποίο τότε έβλεπε σαν ζωντανό θρύλο. Ο Mann του το δάνεισε πρόθυμα, και ακολούθησαν θερμές συζητήσεις μεταξύ τους, μέχρι που όλα τα μέλη των IQ παρακολούθησαν στον τέλος έκπληκτοι τον Mann να τους βοηθά να φορτώσουν τον εξοπλισμό τους. Ο Nicholls έβρισκε πολλά στοιχεία του εαυτού του στη φιλία του με τον Mann, πέρα από το τραγούδι και τη ζωγραφική, και με έναν περίεργο τρόπο το ένιωσε περισσότερο όταν έφτασε και για τον ίδιο η στιγμή να εγκαταλείψει το μικρόφωνο των IQ για κάποια χρόνια. Για την ιστορία, μετά τον πρόωρο χαμό του Mann, η γυναίκα του Jane χάρισε εκείνο το ντέφι στον Nicholls.

Το δεύτερο άλμπουμ του, με τον τίτλο “I May Sing Grace” βγήκε από την Food for Thought, θυγατρική της Music For Nations. Μετά και το τρίτο του άλμπουμ, το “Psalm Enchanted”, σχηματίζει τους The Bond με τον Steve Ridley και Dave Mortimer. Παράλληλα με τις κυκλοφορίες του με τους The Bond, συνεργάζεται με τον μουσικό Marc Catley. Μετά το πέρας των The Bond το 1989, σχηματίζει τους A Geoff Mann Band με τους John Maycraft (κιθάρα), Paul Keeble (μπάσο) και Gary Mitchell (ντραμς). Επίσης ολοκληρώνεται η στροφή του στη θρησκεία, χειροτονείται διάκονος στον καθεδρικό ναό του Manchester και αρχίζει να δουλεύει σαν έφορος στην εκκλησία Christ’s Harwood. Σύντομα χειροτονείται ιερέας στην εκκλησία Bolton Parish Church.

Τον Μάρτιο του 1991 με την κυκλοφορία του άλμπουμ των Twelfth Night “Collectors Item”, επιστρέφει για την ηχογράφηση του 29λεπτου έπους “The Collector”, που ήταν το τελευταίο τραγούδι που είχε γράψει μαζί τους πριν φύγει το 1983. Στη συλλογή συμπεριλαμβάνεται τελικά και μια πρόσφατα ηχογραφημένη εκτέλεση του “Love Song”. Παράλληλα, η δράση του συνεχίζεται με τους A Geoff Mann Band, με τέταρτο σόλο άλμπουμ, αλλά και μια σπουδαία συνεργασία με τον Clive Nolan με το όνομα Casino, που μας δίνει ένα καταπληκτικό και φρέσκο neoprog άλμπουμ.

Βρισκόμαστε πια στο 1992, και μετά από αρκετούς μήνες αδιαθεσίας, η ιατρική γνωμάτευση δείχνει πως πάσχει από τη νόσο του Crohn. Τα σχέδια για τη συνέχεια των Casino ματαιώνονται. Επιπλέον ιστολογικές εξετάσεις δείχνουν πως πάσχει από καρκίνο του εντέρου, και βρίσκεται ήδη σε τελικό στάδιο. Στις 5 Φεβρουαρίου 1993 πεθαίνει σε ηλικία μόλις 36 ετών, πουλώντας μόλις λίγες ώρες πριν το θάνατό του δυο από τα cd του στον θεράποντα γιατρό.

Ο Geoff Mann υπήρξε μια σύνθετη προσωπικότητα, παραγωγική σε πολλούς τομείς: ποιητής, ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας, τραγουδιστής, ζωγράφος, ένας ταλαντευόμενος μουσικός που απλώθηκε σε διάφορα πεδία σε μια πορεία που αξίζει να σκαλίσει κανείς διεξοδικά. Ήταν αναμενόμενο να ταυτίσει την παρουσία του και με την πιο δημιουργική περίοδο των Twelfth Night, κάτι που μνημονεύουν ακόμα και σήμερα οι φίλοι τους, θεωρώντας πως αν δεν έφευγε τότε, θα είχαν γίνει πολύ μεγάλοι. Υπάρχουν επίσης και πολλοί που θεωρούν πως η αφοσίωσή του στη θρησκεία περιόρισε τα δικά του όρια.

Η επίσημη βιογραφία του με τον τίτλο “Geoff Mann His Love: Art, Music & Faith” από τον βιογράφο των Twelfth Night, Andrew Wild, θα κυκλοφορήσει φέτος, φωτίζοντας ακόμα περισσότερο τη ζωή και το έργο αυτού του ξεχωριστού αλλά άγνωστου καλλιτέχνη.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1112 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.