EVERYTHING BUT THE GIRL: “Fuse”

ALBUM

Το κατάστημα επίπλων Turner στην οδό Beverley του Hull είχε ένα σλόγκαν στην επιγραφή του που προοριζόταν να βαπτίσει το ξεχωριστό μουσικό ντουέτο του Ben Watt (πέμπτο και μικρότερο παιδί μιας καλλιεργημένης οικογένειας με πατέρα jazz μουσικό και μητέρα δημοσιογράφο), και της Tracey Thorns, μιας ανήσυχης καλλιτεχνικά και κοινωνικά νεαρής που βρέθηκε αρχικά στο μικρόφωνο του γυναικείου γκρουπ Marine Girls. Σήμερα το κατάστημα του Turner, μαζί φυσικά με την επιγραφή  “Everything But The Girl”, δεν υπάρχει πια εδώ και πολλά χρόνια, όμως το μοναδικό ντουέτο μόλις επέστρεψε με νέο άλμπουμ μετά από μια απουσία 24 χρόνων.

Δημιουργοί μέσα στο χρόνο και τις ηχητικές εξελίξεις για περίπου δυο δεκαετίες, δεν δίστασαν να οικειοποιηθούν ερεθίσματα και τάσεις που εύκολα διυλίστηκαν στο ευαίσθητο, ανθρώπινο φίλτρο τους και ακούμπησαν στις ζωές των καθημερινών ανθρώπων. Περνώντας από τη sophisti-pop με τα διακριτικά βοηθήματα της bossa nova jazz και της folk, στα χωράφια του indie pop-rock, βρέθηκαν να φλερτάρουν με την chamber pop και τον Burt Bacharach, ή και με την αμερικανική soul pop. Η απογύμνωση του “Amplified Heart” του 1994 ήταν η φυσική αντανάκλαση της σοβαρής περιπέτειας του Ben Watt με μια σπάνια αυτοάνοση ασθένεια, όταν άγγιξε τον θάνατο αρκετές φορές και υποβλήθηκε σε πέντε σωστικές επεμβάσεις. Η WEA, πεπεισμένη πως αποτελούν τελειωμένη υπόθεση, τους εγκαταλείπει μετά από δέκα χρόνια συνεργασίας. Την ίδια στιγμή το dance remix του Todd Terry στο πασίγνωστο πια “Missing” γίνεται μια τεράστια απρόσμενη επιτυχία. Η παράξενη δικαίωση μιας ανεκτίμητης προσφοράς συνεχίζει να έρχεται όταν το ντουέτο γράφει τη μουσική και τους στίχους για τα “Protection” και “Better Things” για το δεύτερο άλμπουμ των Massive Attack. Κάπου εδώ και με σημαντικό παράγοντα τη συνεργασία του Watt με τον Coxon, το ντουέτο δαμάζει τα κύματα επιδράσεων από το trip hop, την drum and bass, την εξέλιξη της ηλεκτρονικής μουσικής και τον προγραμματισμό, καθορίζοντας το δρόμο του τελευταίου τους κεφαλαίου με τα συγγενικά “Walking Wounded” και “Temperamental”. Κάπου εκεί μας άφησαν με την εφήμερη λάμψη μιας νυχτερινής στιγμής, την ίδια ώρα που η Tracey τραγουδούσε γλυκόπικρα πως αν μπορούσαμε να έχουμε πάλι πίσω τις παλιές μέρες, όλα θα πήγαιναν πάλι άσχημα όπως τότε. Το ζευγάρι αφιερώθηκε στην οικογενειακή ζωή, μεγαλώνοντας τρία παιδιά.

Για όσους παρακολούθησαν όλα αυτά τα χρόνια απουσίας την προσωπική διαδρομή των δυο τους και ιδιαίτερα της Tracey, η επανασύνδεση σε αυτό το απρόσμενο άλμπουμ με τον ηχητικό κήπο των EBTG είναι ιδιαίτερα ομαλή και χωρίς μεγάλες εκπλήξεις. Μάλλον υπήρξε και μια επιπλέον φροντίδα από μέρους τους γι’ αυτό, καθώς το “Nothing Left To Lose” που μας υποδέχεται πρώτο, ήταν και το τελευταίο τραγούδι που έγραψαν για το “Fuse”, ένα νεύμα και μια γέφυρα στον τελευταίο κρίκο του παρελθόντος. Ένα υπόγειο beat με το μπάσο να κρατά το ρυθμό από το λαιμό, και αυτή την ευρύχωρη ερημιά που προσφέρει την ευκαιρία στη φωνή της Tracey να θεωρήσει πως το φιλί μπορεί να μην είναι η σωτηρία σε έναν κόσμο που καταρρέει γύρω σου, είναι όμως πιθανά το μοναδικό παυσίπονο.

Σαν τη θρησκευτική ευγένεια και υποστήριξη ενός άθεου ακούγεται συχνά το “Fuse”. Με τη μουσική να χαϊδεύει  σποραδικά αλλά στοχευμένα μια εύθραυστη αλλά ταυτόχρονα ιαματική αίσθηση, ο τύπος του “Run A Red Light” , τη στιγμή που ο κύκλος της απόδρασης της νύχτας κλείνει, ονειρεύεται πως χρειάζεται μόνο μια μικρή ανάπαυλα, μια σύντομη διακοπή για να γυρίσει έτοιμος να ανατρέψει και να καταφέρει τα πάντα.

Ίσως γι’ αυτό το “When You Mess Up” έχει τόση φωτεινή ανοχή, τόσες έτοιμες γενναιόδωρες δικαιολογίες και  μια επαναλαμβανόμενη φωνητική προτροπή, ικανή να σε απενοχοποιήσει από όλες τις πιέσεις και τις μεγάλες προσδοκίες. Και μάλλον το ύφος αλλά και το περιεχόμενο σημαδεύτηκαν από το γεγονός πως αυτό ήταν το πρώτο τραγούδι που έγραψαν μαζί από το 1999, έτσι προκύπτει αυτή η τρυφερή εσωτερική φωνή της επιείκειας.

Στο “Time and Time Again” που διατηρεί αυτό τον προωθητικό ρυθμό, η φωτεινότητα του τραγουδιού βρίσκεται στην πλευρά του ήρωα που κουβαλά την βεβαιότητα πως κάποια στιγμή θα έρθουν και θα τον σώσουν από όλα τα λάθη και τις άρρωστες στασιμότητες. Στον αντίποδα, ένα στιγμιότυπο ανεμελιάς σκιαγραφείται στο “No One Knows We’re Dancing”, έναν φόρο τιμής στο club Lazy Dog που είχε ο Watt στο Notting Hill. Εκείνες οι απίθανες Κυριακές που άρχιζαν νωρίς το απόγευμα για έναν κλειστό, μυστικό κόσμο που χορεύει από τις πέντε ενώ η κανονική ζωή συνεχίζεται έξω και ο ήλιος λάμπει. Οι προγραμματισμοί με synth και drum απλώνουν τόσο πειστικά την italo-disco αισθητική, πάνω από την οποία η αφηγηματική μελωδία της Tracey ζωντανεύει εκπληκτικά την πολυτέλεια της αποσπασματικής απόδρασης.

Ο υπνωτικός κύκλος του “Lost” στροβιλίζεται ανύποπτα και νωχελικά σε διάφορες απώλειες, γεννώντας μια παροδική απορία που διακόπτεται όταν η Tracey επαναλαμβάνει “έχασα τη μητέρα μου”, για να προσθέσει “και μετά το έχασα”. Είναι όμως μια τρυφερή προτροπή να μην τα παρατάς μπροστά στην απώλεια, να μην χαρακτηρίσεις τον εαυτό σου χαμένο, να συνεχίσεις. Ταιριαστή διαδοχή του το “Forever”, με τον ρυθμικό του παλμό να ζητά τον διαχωρισμό του σημαντικού, αυτού που θα βρίσκεται δίπλα όταν όλα θα χάνονται. Η ευγενική αυστηρότητα στη φωνή της εναλλάσσεται με την προσμονή για την πραγματοποίηση αυτής της επιθυμίας. Αν για μια στιγμή ένιωσα ένα επικίνδυνο σπρώξιμο από την ερμηνεία της Tracey, που παρέβλεπε αυτή τη μόνιμη διακριτική ευέλικτη φροντίδα της σε όλη τη διαδρομή, αυτό συνέβη στο “Interior Space”. Μπορεί να είναι σύντομο, αλλά είναι βαθύ σαν χάραγμα, είναι η βαθιά, θολή αγωνία του να μην καταλαβαίνεις τον εαυτό σου, να νιώθεις άγνωστος.

Μόλις ένα βήμα πριν πέσει η αυλαία στο “Fuse”, ίσως πιάσεις τον εαυτό σου λίγο κακομαθημένο μέσα στα ευγενικά στιγμιότυπα του δίσκου, μια λεπτή κουβέρτα προφανούς και άμεσης ανθρωπιάς που απλώνεται με την ηρεμία μιας αμοιβαίας εξομολόγησης. Κάπου σε ένα karaoke μπαρ στο Σαν Φρανσίσκο, μια αρχικά βαρετή νύχτα, απογειώθηκε όταν μια κοπέλα τραγούδησε το “Spotlight” της Jennifer Hudson και όλα έμοιαζαν ιδανικά, με την Tracey να εκμεταλλεύεται την πολύτιμη αυτή μνήμη για να μας αφήσει με τον καλύτερο τρόπο:

“Τραγουδάς για να θεραπεύσεις τους πληγωμένους; Ξέρεις, πως αυτό κάνω.

Ή τραγουδάς για να κάνεις το πάρτι να αρχίσει; Ξέρεις πως μου αρέσει και αυτό.”

Είδος: Pop/Acoustic/Electronic Soul
Εταιρεία: Buzzin’ Fly/Virgin
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 21 Απριλίου 2023

Website: https://ebtg.com/
Facebook: https://www.facebook.com/everythingbutthegirlofficial/

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 890 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.