Περίεργες σκέψεις κάνει κανείς μπροστά στη συμφορά. Το επίπεδο της συνοικίας του Αγίου Θωμά γυαλίζει σαν μια φαρδιά λεπίδα στο σκοτάδι, με το νερό εκεί σχεδόν ακίνητο και ήρεμο. Σκέφτηκα για μια στιγμή πόσο γελοίο φαινόταν εκείνη τη στιγμή να συζητάς για την κακοκαιρία “Daniel”, σαν να χρειάζεται να προσωποποιήσεις τη συμφορά και να σχηματίσεις μπροστά σου έναν συγκεκριμένο εχθρό.
Ήταν κάπου στις αρχές του 2017, όταν αποφασίστηκε να δίνονται ονόματα σε χαμηλά βαρομετρικά, διαταραχές οι οποίες έμοιαζαν ικανές να επιφέρουν σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Έτσι τον χορό άνοιξε τότε η Αριάδνη και ακολούθησαν επιλογές συνήθως από την ελληνική ιστορία και μυθολογία. Η ονοματολογία στα έντονα καιρικά φαινόμενα ξεκίνησε στην πραγματικότητα στις ΗΠΑ από το 1953 και αποκλειστικά με γυναικεία ονόματα ως το 1979, και στη συνέχεια υιοθετήθηκε και από άλλες χώρες, όπως και την Ελλάδα. Κάθε φορά που ένα βαρομετρικό χαμηλό είναι επικίνδυνο, οι επιστήμονες του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών επιλέγουν ένα όνομα εντελώς τυχαία.
Η καταστροφή και η δυστυχία βέβαια είναι καταστάσεις οικουμενικές και διαχρονικές. Βιώνονται με όλες τις αισθήσεις γιατί η δύναμη που έχουν καταλαμβάνει και απασχολεί και τον τελευταίο αισθητήρα πάνω μας. Κάπως έτσι αιχμαλωτίστηκε και το επίθετο “βιβλικός” στην αρνητική πλευρά των προσδιορισμών και παραμένει η βιβλική καταστροφή ένα αναπόσπαστο κλισέ που μπαίνει πάντα σαν αυτοκόλλητο στις καιρικές συμφορές. Βιβλική ήταν σίγουρα η Μεγάλη Πλημμύρα του Μισισιπή το 1927, και έμεινε στην ιστορία σαν η πιο καταστροφική πλημμύρα ποταμού στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, με 70.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα να πλημμυρίζουν σε βάθος ως και εννέα μέτρων, κατά τη διάρκεια αρκετών μηνών στις αρχές του έτους. Περίπου 500 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και πάνω από 630.000 άλλοι επηρεάστηκαν άμεσα.
Είναι αργά, περασμένα μεσάνυχτα και μια αφόρητη απροσδιόριστη μυρωδιά κινείται πάνω από την πόλη, μια μυρωδιά σήψης που μεταφέρει δυσοίωνες σκέψεις. Σκόπιμα έβαλα να ακούσω το “The Levee Breaks”. Η αρχική του μορφή, ένα country blues τραγούδι, είχε γραφτεί από την Memphis Minnie και τον Kansas Joe McCoy, και είχε θέμα εκείνη την πλημμύρα του Μισισιπή. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα τόσο βαριά και απειλητική τη φράση “αν συνεχίσει να βρέχει, το ανάχωμα θα σπάσει”. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ο Plant ακουγόταν σα να έβλεπε μέσα από τα δικά μου μάτια όσα γίνονταν σε έναν τόπο που δεν βρέθηκε ποτέ: “όταν σπάσει το ανάχωμα, δεν θα έχω που να μείνω”…
Τα τηλεοπτικά πλάνα από τα χωριά του κάμπου που εγκαταλείφθηκαν όπως όπως, λαβωμένα έτσι κι αλλιώς από πριν από μια περιορισμένη και φτωχή πραγματικότητα, αλλά ετοιμοθάνατα πια, μου φέρνουν συνειρμικά στο μυαλό το όνομα της πόλης Neosho Falls. Ήταν μια μικρή πόλη με πληθυσμό περίπου 3000 κατοίκους, όταν η Μεγάλη Πλημμύρα του 1951 στο Kansas, τη μετέτρεψε οριστικά σε μια πόλη φάντασμα. Το νερό που έφτασε σε ύψος τα 12 πόδια δεν τους έπνιξε όλους, ούτε κατέστρεψε ολοκληρωτικά την πόλη, όμως όσοι έφυγαν δεν επέστρεψαν ποτέ πίσω. Τα ράφια στα καταστήματα παρέμειναν γεμάτα με εμπορεύματα, ένα πυροσβεστικό όχημα ήταν παρκαρισμένο στο δρόμο, οι κιμωλίες ήταν ακόμα στο παλιό σχολείο. Η κοινότητα που ερήμωσε από τη μοίρα του νερού, παρέμεινε ακατοίκητη από τότε. Η καταστροφή αυτή ενέπνευσε αργότερα τους μυθικούς Kansas για το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ “In The Spirit Of Things” του 1988. Καθώς σκαλίζω ξανά την ιστορία του αγαπημένου μου “Rainmaker”, ανακαλύπτω μέσα στη μυθική υπόσταση που δίνουν συχνά οι άνθρωποι σε τέτοια φαινόμενα, τον χώρο που βρίσκουν κάθε φορά οι ιθύνοντες να υπεκφύγουν και να ξεγελάσουν τους πληγέντες με ανόητες δικαιολογίες που αγγίζουν το όριο του μύθου.
Γιατί δίπλα στην αυθόρμητη, ανόθευτη ανθρώπινη αλληλεγγύη του απλού καθημερινού ανθρώπου, είδα την πελώρια απουσία όλων αυτών που έπρεπε να είναι εκεί, όλων αυτών που θεωρούν πως μπορούν να σπρώξουν στη λήθη τις χαμένες προοπτικές χιλιάδων ανθρώπων με αστεία ποσά. Αν η καταστροφή δίνει ένα πολύ δυνατό μάθημα, αυτό είναι πως μόνο εμείς είμαστε οι ακριβείς εκτιμητές της πραγματικότητας και της ζωής μας, και όλα τα υπόλοιπα είναι θεσμικές συμβάσεις, σαν επαναληπτικές παραστάσεις με το ίδιο κείμενο που παίζονται για εκείνες τις ελάχιστες στιγμές που οι άρχοντες καταδέχονται να προσεγγίσουν την καθημερινότητά σου.
Απέναντι στην ολοκληρωτική ανατροπή της κανονικότητας, τις λασπωμένες γαλότσες, τους ταραγμένους ύπνους των ηλικιωμένων σε γυμναστήρια, τις μάνικες, τις χλωρίνες, τα δάκρια για τα έμψυχα και τα άψυχα που πήρε το νερό, την απελπισία για την επόμενη μέρα, είδα κάποιους να στήνουν μια εικόνα “ευλογημένη” χωρίς ίχνος ντροπής. Είχαν ήδη έρθει οι έναστρες νύχτες του κάμπου που γυάλιζε γύρω από την πόλη και έχωνε τις πανούργες γλώσσες του και σε παραποτάμιες συνοικίες της πόλης. Τα μοναδικά μπουμπουνητά που ακούγονταν πια ήταν αυτά από το “Tupelo” του Nick Cave.
Δεν ευελπιστώ πως κάποιος σπουδαίος άνθρωπος που θα αλλάξει τη μοίρα αυτού του τόπου, θα γεννηθεί με την οργή του “Daniel”, όπως γεννήθηκε ο βασιλιάς Elvis, τότε που η πλημμύρα σκέπασε το Tupelo, σύμφωνα με τους μυθικούς στίχους του Αυστραλού. Θα μου έφτανε να καταφέρναμε να ψαρεύαμε από τα βρωμόνερα αυτό τον χαμένο αλλά απόλυτο αναγκαίο ρεαλισμό, και να αφήναμε τη συμφορά να γυμνάσει την κοιμισμένη μας αντίληψη. Ίσως έτσι κάποια στιγμή, πάψουμε να περιμένουμε στήριξη από ανθρώπους που δεν ξέρουν και δεν θέλουν να μάθουν το παραμικρό για τις ζωές μας, και δώσουμε κάτι παραπάνω ο ένας στον άλλο.
(Φωτογραφία εξωφύλλου : Δημήτρης Ζαμπός)