Πάνε πολλά χρόνια από τότε που η γλυκιά ανησυχία της εφηβείας αναλώθηκε για σεβαστό χρονικό διάστημα στο προφητικό σύμπαν του “The Warning”, των πρωτοεμφανιζόμενων τότε ταλαντούχων νεαρών από το Seattle, με το παράξενο όνομα. Φειδωλές οι πηγές πληροφοριών, έτσι όταν επιτέλους δημοσιεύτηκε μια συνέντευξη του τραγουδιστή Geoff Tate, πρέπει τελικά να την αποστήθισα, σαν να πρόκειται να την απαγγείλω δημόσια σε κάποια σημαντική, γιορτινή μάζωξη μεταλλάδων.
Θυμάμαι σαν χτες την απόπειρα να διαβάσω ανάμεσα στις γραμμές, ενισχύοντας την προσωπική μου επίπονη απόπειρα αποκρυπτογράφησης ενός άλμπουμ που άλλαξε σχεδόν ολοκληρωτικά τον τρόπο που άκουγα μουσική ως τότε. Σε μια παράγραφο στην οποία ο Tate έριχνε λίγο περισσότερο φως στο περιεχόμενο του “No Sanctuary”, ξεκαθάριζε πως οι στίχοι αναφέρονταν σε μια προσωπική του αγωνία: καθώς ο κόσμος εξελισσόταν και παλιές αξίες και αρχές χάνονταν, ποιες θα ήταν αυτές που θα έπαιρναν τις θέσεις τους, όσο αναγκαίο και αν ήταν να προχωρήσουμε μπροστά;
Δεν ήταν λίγες οι συγκυρίες από τότε στις οποίες, εκείνη η στιγμή που διάβασα την παράγραφο, γύρισε ξανά στο μυαλό μου, και χτύπησε σαν εσωτερικός συναγερμός. Δεν είναι και μικρή η απόσταση που έχουμε διανύσει από τα σχεδόν ρετρό πια 80’s. Και όμως, από τότε ακόμα, ένα πρόγραμμα υπολογιστή που πήρε το όνομα “Emily Howell” από τον δημιουργό του, επιστήμονα, συγγραφέα, μουσικό και καθηγητή μουσικής στο Πανεπιστήμιο Santa Cruz, David Cope, αποτέλεσε το έμβρυο της τεχνητής νοημοσύνης. Η “Emily Howell” λοιπόν, ήταν μια μη διαδραστική διεπαφή που “άκουγε” σχόλια από τους ακροατές, και δημιουργούσε τις δικές της μουσικές συνθέσεις από μια πηγή βάσης δεδομένων, που προερχόταν από ένα προηγούμενο πρόγραμμα σύνθεσης, με το όνομα “Experiments In Musical Intelligence”. Ο Cope προσπαθούσε να “διδάξει” το πρόγραμμα παρέχοντας ανατροφοδότηση, έτσι ώστε να μπορέσει να καλλιεργήσει το δικό του “προσωπικό” στυλ.
Ολόκληρες δεκαετίες μετά από εκείνη την πρωτόγονη απόπειρα αλγοριθμικής μουσικής, βιώνουμε πια έναν φρενήρη πόλεμο ανταγωνισμού εταιρειών που δημιουργούν συνεχώς εξελιγμένα συστήματα τεχνητής μουσικής σύνθεσης. Με τη μαζική τους διάθεση σε χρήστες, έχουν ήδη τεθεί επί τάπητος αμέτρητα ζητήματα. Κάποια αγγίζουν άμεσα την παραδοσιακή μουσική βιομηχανία, έχουν να κάνουν με διαχείριση δικαιωμάτων και σίγουρα υπάρχει επιτακτική ανάγκη ενός άμεσου νομοθετικού πλαισίου, κάτι που μόνο απλό δεν φαίνεται να είναι. Σοβαρότερη όμως είναι η ηθική πλευρά αυτής της αχανούς τεχνολογικής περιπέτειας, που αλλάζει δραστικά τα δεδομένα μιας μουσικής δημιουργίας, όπως φυσικά και τη διαδικασία της.
Η πρώτη ερώτηση που γεννήθηκε στο μάλλον επιφυλακτικό μυαλό μου ήταν “πώς καθορίζουμε σήμερα τη μουσική σαν τέχνη;”. Ξεκαθαρίζοντας πως είμαι υπέρμαχος των υπέρ και των κατά κάθε τεχνολογικού βήματος χωρίς δαιμονικές εμμονές και μεσαιωνικούς συντηρητισμούς, νιώθω πρωτεύουσα την ανάγκη να καθορίσουμε εκ νέου τον προσδιορισμό του καλλιτέχνη ή μάλλον πιο εύστοχα, να ξεκαθαρίσουμε τον προσδιορισμό του καλλιτέχνη. Η ευκολία των εξελιγμένων προγραμμάτων που δίνει την ευκαιρία σε έναν δεινό χρήστη να μιμηθεί ουσιαστικά τη βάση των συστατικών ενός καταξιωμένου καλλιτέχνη, αρχίζει αυξητικά και πιεστικά να προωθεί την πιθανότητα αντιμετώπισης ενός απλού παίχτη σε αναβαθμισμένο επίπεδο δημιουργικότητας. Από τη στιγμή μάλιστα που ένα σύστημα, συγκεκριμένα το AIVA, έγινε το πρώτο σύστημα δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης παγκοσμίως που αναγνωρίστηκε σαν δημιουργός και συνθέτης από εταιρεία συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων δημιουργών, καταλαβαίνει κανείς πως οι διαχωρισμοί αρχίζουν να σβήνουν και μια νέα τάξη θεωρήσεων κερδίζει σταδιακά έδαφος.
Η απόσταση ανάμεσα στην ειλικρινή ανάγκη μουσικής έκφρασης και στην πολυτελή απομίμηση μιας συνθετικής φόρμας είναι φυσικά αβυσσαλέα, αλλά με την πληθώρα των δημιουργιών με τη χρήση των συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης, σύντομα τόσο η μουσική βιομηχανία, η νομοθεσία ευρύτερα, αλλά και οι κάθε είδους καταναλωτές θα χρειαστεί να πάρουν τις αποφάσεις τους. Είναι αυτονόητο πως κάθε πράγμα που παράγεται για μαζική κατανάλωση, επομένως είναι προορισμένο να τύχει συγκεκριμένης συνολικής διαχείρισης, κρύβει από πίσω του έναν σεβαστό χορό εκατομμυρίων. Σε έναν κόσμο που αλλάζει πάνω στις βουλές της τεχνολογικής εξέλιξης, θα βρεθεί και το ανάλογο περιτύλιγμα ωραιοποίησης και εξομάλυνσης σε νομοθετικά ζητήματα αλλά και στο επίπεδο του γοήτρου της πνευματικής αναγνώρισης, ένα παραπάνω εύσημο στον μιμητικό δημιουργό.
Προσωπική μου εκτίμηση είναι πως σημαντικές κατευθύνσεις θα δοθούν από την συμπεριφορά των καταναλωτών. Εκεί συναντιέται κανείς με την καθοριστική ερημιά της δικής του προσωπικής απόφασης απέναντι σε αναθεωρήσεις των ορισμών της τέχνης και των δημιουργών της. Πριν λοιπόν ο πιτσιρικάς του μέλλοντος ανοίξει αμέτρητες ψηφιακές σελίδες για να διασταυρώσει αν ο Dio τραγούδησε ποτέ τραγούδια του “Headless Cross” , ή αν ο Martin πράγματι ηχογράφησε με τους Black Sabbath, μέσα σε ένα χάος νέων δεδομένων από “παιχνίδια” χρηστών αυτών των συστημάτων, είμαστε μπροστά στην πρόκληση των νέων θεωρήσεων. Χωρίς συντηρητισμούς αλλά και χωρίς μηδενισμούς και ευκολίες μοντερνισμών, ίσως είναι η στιγμή να κοιτάξουμε ξανά με χειροπιαστό, ταπεινό σεβασμό την διαφορετικότητα του καθένα από μας. Μπορεί να είναι και ο μονόδρομος για να γεμίσουμε τις άδειες καρέκλες των αξιών.