DOWNRIVER DEAD MEN GO: “Ruins”

ALBUM

Στον απύθμενο ωκεανό μουσικών πληροφοριών και νέων κυκλοφοριών που έχουμε ρίξει τους εαυτούς μας, είμαστε τυχεροί που κολυμπάμε ακόμα και δεν έχουμε πνιγεί. Αν και στην προκειμένη περίπτωση, θα ήταν καλύτερο να πνιγόμασταν για να γεμίσουν τα ψυχικά πνευμόνια μας το πολυπόθητο ηχητικό υγρό, παρά να χαθούμε στην προσπάθεια να φτάσουμε σε μια στεριά, μια προσπάθεια που μπορεί να μας αποπροσανατολίσει από σημαντική μουσική. Στο παρά πέντε της χρονιάς, παρά λίγο να μου ξεφύγει το νέο πόνημα των Downriver Dead Men Go, προς μεγάλη μου χαρά όμως, δεν μου ξέφυγε.

Την σαφώς ιδιαίτερη μουσική των Ολλανδών μου σύστησε το δεύτερό τους δημιούργημα “Departures”, πριν περίπου τρία χρόνια, όταν το όνομα της μπάντας και το εξώφυλλό του μου τράβηξαν την προσοχή και όχι αδίκως: οι DDMG, έχουν όλα τα στοιχεία που με έκαναν να λατρεύω την πέμπτη τέχνη περισσότερο από όλες τις άλλες. Οι ίδιοι περιγράφουν τον ήχο τους ως “Cinematic Post-Rock” και δεν έχουν άδικο, αλλά ταυτόχρονα η περιγραφή τους αδικεί. Το εύρος της εθιστικής μελαγχολίας τους ξεκινά από τον Nick Cave και τον Phil Shoenfelt, περνάει από τους And Also The Trees και τους This Empty Flow, για να φτάσει στους Mono και τους Nordic Giants.

Το “Ruins” αναδιαμορφώνει και πάλι την μελαγχολία των DDMG. Το ντεμπούτο “Tides” το συναντούσες πιο ευδιάκριτα στις post-rock ακτές, ενώ το “Departures” που ακολουθεί έχει πιο έντονη την κινηματογραφική ταυτότητα. Η σκοτεινή και (ακόμα πιο) σκληρή εποχή που διανύουμε τα τελευταία τρία χρόνια, επηρεάζει αισθητά το όραμα των μουσικών από το Leiden, κάτι που γίνεται σαφές από τα πρώτα δευτερόλεπτα του εναρκτήριου, ομότιτλου “Ruins”: ένα δεκάλεπτο, ηλεκτρικό ταξίδι που μας εισάγει ιδανικά στην απόγνωση της ουτοπικής πραγματικότητας των Ολλανδών. Η παραμόρφωση στις κιθάρες προδίδει για πρώτη φορά στην πορεία των DDMG μια τόσο heavy διάθεση, αλλά βέβαια χωρίς να χάνεται κανένα χαρακτηριστικό τους στοιχείο, από την πλούσια μελαγχολία των μελωδιών μέχρι τα χαρακτηριστικά, στοιχειωμένα φωνητικά του Gerrit Koekebakker.

Ο απόηχος από τις κιθάρες του “Ruins” χαρίζει σκοτάδι στο “Secret”, ένα τραγούδι που φέρνει στο μυαλό την μουσική (αλλά και την αίσθηση) του John Murphy από το score της ταινίας “28 Days Later”. Τα “Helpless” και “Line In The Sand” που ακολουθούν είναι δύο επιβλητικοί ύμνοι θλίψης (που άμεσα έγιναν personal favorites) που περιγράφουν υπέροχα το μεγαλείο των DDMG και του μαγικού μουσικού τους τοπίου. Το μεγαλύτερο σε διάρκεια τραγούδι του album, “Cruel World”, αποτελειώνει κάθε ελπίδα, κάθε αχτίδα φωτός που ενδεχομένως κατάφερε να περάσει τους τοίχους και τα παράθυρα του δωματίου που ζει μέσα στον ακροατή, αποδεικνύοντας την ποιότητα και το μεγαλείο που ακούει στο όνομα “Ruins”. Το αξίωμα αυτό σφραγίζει η δίλεπτη coda “The Lie”, που συνοδεύει τους τίτλους τέλους αυτού του μουσικού αλλά και τόσο κινηματογραφικού έργου – άσχετα αν δεν διατίθεσαι να το αφήσεις να τελειώσει (και πολύ καλά κάνεις, γι’αυτό υπάρχει το “Repeat All”).

Πέρα από τις εντυπωσιακές περιγραφές, το μυστικό της μοναδικότητας των DDMG κρύβεται στην τιμιότητα και αμεσότητα των απροκάλυπτα μελαγχολικών μελωδιών τους και της κινηματογραφικά υπνωτιστικής αφήγησης των ιστοριών τους, προσφέροντας κάτι τόσο σύγχρονο μέσα από μια νοσταλγία άλλων εποχών. Το κατάφεραν ακόμα μια φορά φέτος, με το πιο ολοκληρωμένο έργο τέχνης τους μέχρι σήμερα, κάνοντας έτσι τη φετινή χρονιά και τον ωκεανό στον οποίο (συνεχίζουμε να) κολυμπάμε, αισθητά πιο όμορφο.

Είδος: Cinematic post rock
Δισκογραφική: FREIA Music
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 24 Νοεμβρίου 2022

Official Facebook page: https://www.facebook.com/DownriverDeadMenGo
Official Bandcamp page: https://downriverdeadmengo.bandcamp.com

Avatar photo
About Σπύρος Χονδρογιάννης 59 Articles
Γεννημένος στην Αθήνα την χρονιά που οι Rush κυκλοφόρησαν δύο albums, αλλά και που ο Alice Cooper μας καλωσόρισε στον εφιάλτη του, δεν πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να λατρέψει τους Sabbath του Dio και του Tony Martin, τους Fates Warning και τους Sanctuary, τους Candlemass και τους Crimson Glory. 15 χρόνια μετά, τον συνεπήρε η ποίηση των The Mission, Fields Of The Nephilim, And Also The Trees και Nosferatu, ενώ ο απόλυτος συνδυασμός μελωδίας και μαυρίλας του συστήθηκε με φρέσκους, τότε, ήχους των Paradise Lost, My Dying Bride, Anathema, Elend και Katatonia. Ολοκληρώθηκε μόλις ανακάλυψε την μαγεία του David Bowie, του Scott Walker, του Neil Hannon και του Jarvis Cocker αλλά και του J-Rock/Visual Kei πολύχρωμου κόσμου πριν πατήσει τα πρώτα -άντα του. ‘Οταν δεν ασχολείται με τα εξαναγκαστικά βιοποριστικά που ποσώς τον ενδιαφέρουν, κρατάει τα drum sticks του και νιώθει λίγο σαν τους ήρωες του, Neil Peart και Mark Zonder, ενώ ο υπόλοιπος ελεύθερος χρόνος του είναι και πάλι μουσική, μουσική, μουσική - και κινηματογράφος, καθώς τον σπούδασε, όπως και videogaming, γιατί το ιδανικό μέρος να ζει κανείς είναι ξεκάθαρα το Silent Hill, όλοι το ξέρουν αυτό.