DISTORTED FORCE

INTERVEW

Νομίζω πως αν δεν ξέρεις τους Distorted Force και δεν έχεις ακούσει τη μουσική τους, έχεις μια υπέροχη ευκαιρία να το κάνεις. Το ολόφρεσκο “Angelic Bloodshed” είναι μια πλούσια απαιτητική πρόκληση και μπορεί να κερδίσει με την αξία του ακροατές από πολλά φάσματα του σκληρού ήχου. Στη συζήτηση που είχα με τον κιθαρίστα και βασικό συντελεστή της μπάντας, Νίκο Φελέκη, πήρα απαντήσεις σε πολλές δικές μου σκέψεις και απορίες. Και οι απαντήσεις αυτές έμοιαζαν με τη μουσική τους, ήταν τίμιες, ρεαλιστικές, ωμές, δυναμικές αλλά και σύνθετες.

Ποιον τρόπο θα διάλεγες για να περιγράψεις τη μουσική των Distorted Force σε κάποιον που δεν έχει ακούσει τη μουσική σας; 
Εξαρτάται αν ακούει metal ή όχι. Εξαρτάται πόσο γνώριμος είναι με το είδος, να ξέρω τι ορολογία να χρησιμοποιήσω. Σε γενικές γραμμές θα του έλεγα πως το progressive metal είναι από τα ποιο απαιτητικά είδη μουσικής όχι μόνο στο metal, αλλά γενικότερα. Τα κομμάτια μας δεν ακολουθούν την κονσέρβα κουπλέ-ρεφρέν-κουπλέ-ρεφρέν, αλλά αλλάζει η φάση συνέχεια. Μεγάλα κομμάτια, για παράδειγμα στο τελευταίο album έχουμε μέσο όρο κομματιών λίγο παραπάνω από 08:30 λεπτά ανά κομμάτι. Έχουμε και γρήγορα και αργά σημεία, και κάφρικα και μελωδικά. Έχει ότι θες. Είναι από τα πιο δύσκολα πράγματα να ακούσει κανείς. Είναι η συνταγή της αποτυχίας γενικότερα. Και σαν να μην έφταναν αυτά, έχουμε και το death στοιχείο, που δίνει μια βρωμιά παραπάνω. Τα brutal φωνητικά… καταλαβαίνεις, δεν είναι για τους πολλούς. Κάπως έτσι θα το περιέγραφα. Αν μπορεί να το εκτιμήσει κάποιος φαντάζομαι πως θα είναι από καλλιτεχνικής άποψης. Δύσκολα σαν μουσική να είναι στα γούστα του. Στατιστικά μιλώντας. 

Με μια πλούσια δισκογραφική δράση αλλά και μια αντίστοιχα έντονη παρουσία στη σκηνή, πώς αντιλαμβάνεσαι σήμερα τη θέση του γκρουπ σχετικά με την εξέλιξη στη μουσική του, συγκριτικά με την αφετηρία σας; 
Καμία σχέση. Ακούω τα πρώτα album και ντρέπομαι. Όχι τόσο για την μουσική, αλλά για τους στίχους και το παίξιμο. Ήμασταν πολύ σκατάδες στο πρώτο album. Ήμασταν και 18-19 χρονών βέβαια. Από το δεύτερο και μετά καλυτέρεψε, από το τρίτο και μετά, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, γενικά είμαι οκ, μπορώ να το ακούσω. Συνέχεια όταν ακούω τα παλιά κομμάτια σκέφτομαι, “αν τα παίζαμε σήμερα, πόσο καλύτερα θα μπορούσε να βγει”. Από όλες τις απόψεις, και παικτικά και σαν παραγωγή. Νομίζω το “Angelic Bloodshed” είναι ένα αποτέλεσμα που δεν ξέρω πόσο καλύτερα θα μπορούσαμε να το κάνουμε να ακούγεται. Μακάρι μετά από άλλα 15 χρόνια να το έχουμε φτάσει πιο ψηλά και να κράζω το “Angelic” σαν παίξιμο και σαν παραγωγή. Να δούμε, εδώ θα είμαστε άνευ απροόπτου.   


Ακούγοντας ξανά ένα πλήθος ερεθισμάτων και πιθανών επιδράσεων, ποιοι πιστεύεις πως είναι οι καλλιτέχνες από τα βασικά σας ακούσματα, που καθόρισαν τελικά το ύφος και τον χαρακτήρα σας; 
Σίγουρα αυτά που παίζαμε στην αρχή. Σίγουρα. Iced Earth, Metallica, Iron Maiden, Black Sabbath, Danzing, Dio, και πολλά άλλα.  Μετά μαγκέψαμε και την είδαμε προγκρεσιβάδες και παίζαμε Dream Theater και Opeth. Αλλά στα δικά μας κομμάτια, σίγουρα επηρεαστήκαμε από τα covers που παίζαμε στην αρχή, και ακόμη πιο σίγουρα επηρεαστήκαμε από τους Dream Theater, τους Nevermore, τους Sanctuary και τους Death. 

Διακρίνοντας κανείς μια απαιτητική προσέγγιση στη θεματολογία σας, ποιες είναι οι συνήθεις πηγές έμπνευσης για τους στίχους, και πού κινείστε στο νέο άλμπουμ; 
Οι στίχοι είναι μια περίεργη ιστορία στους “Force”. Ξεκίνησε με κακογραμμένο στίχο εφήβων μουσικάντηδων, και μετά καταπιαστήκαμε με τα concept. Το “Curves of Sidereal Cosmos” (2018) είναι όλο μια concept ιστορία, με έτσι κάπως D&D ατμόσφαιρα, που διηγείται ένα quest. Οι στίχοι του τελευταίου, του “Angelic Bloodshed” έχουν κομμάτια που συνεχίζουν την ιστορία του “Curves” αλλά υπάρχουν και κομμάτια τελείως άσχετα με την ιστορία.  

Το ότι εξελίχθηκε τόσο ο στίχος των “Force” ανά τα χρόνια κυρίως οφείλεται στο ότι είμαστε πορωμένοι με συγγραφείς τρόμου όπως ο Lovecraft και ο Edgar Allan Poe. Όσο να ναι βοηθάει. Και εμπνέει κιόλας, όχι απλά βοηθάει. Τώρα, στο καινούριο, θέλω να ξεχωρίσω από άποψη στίχου το “Machine”. Είναι μια ιστορία φαντασίας με πολύ – πολύ έντονη αλληγορία με τον σύγχρονο κόσμο. Γενικά η θεματολογία των “Force” δεν είναι ένα πράγμα, έχουμε γράψει  πολιτικό στίχο, προσωπικό στίχο, έχουμε κάνει concept albums, δεν χαρακτηριζόμαστε από ένα πράγμα. 

Πόση δουλειά και προοπτική χρόνου κρύβεται σε μια απόπειρα σαν αυτή του “Angelic Bloodshed”; Υπήρξαν ενισχύσεις από συμμετοχές καλεσμένων φίλων; 
Λοιπόν, πολύ ωραία ερώτηση, γιατί όλοι ακούνε το τελικό αποτέλεσμα και κανείς δεν φαντάζεται τι δουλειά κρύβεται από πίσω. Είναι πραγματικά τρελή η δουλειά που έχουμε ρίξει. Είναι 5 χρόνια δουλειάς αυτό που ακούς. Επειδή κάτσαμε και το υπολογίσαμε, τσέκαρε: για κάθε 10 δευτερόλεπτα μουσικής που ακούς σε αυτό το album, για μας είναι δύο εργάσιμες. Και το album κρατάει 68 λεπτά. Φαντάσου. Τώρα καταλαβαίνεις γιατί μας πήρε 5 χρόνια να το τελειώσουμε. Γιατί δεν είναι μόνο η σύνθεση, ούτε μόνο να κάτσεις να το ηχογραφήσεις. Μετά πρέπει να γίνει η μίξη, το editing, το mastering… ξέρεις πως πάει. 

Και σου βγάζω έξω όλα τα εικαστικά και λοιπά, ξες, εξώφυλλα, booklet και τέτοια. Έχουν κι αυτά τις εργατοώρες τους. Είναι ένα τεράστιο project που επιτέλους ρε φίλε έγινε πράξη, και αυτό μου έδωσε μεγάλη χαρά. 

Στο δεύτερο σκέλος που με ρώτησες, ναι είχαμε guests. Η Μαρία η Κρομμύδα, που είχε συμμετέχει και στο “Tumulus” (από το “Curves”), είπε ένα spoken μέρος στο “Light & Stone”. 
Η Περσεφόνη Εμμανουηλίδου συμμετείχε σε 3 κομμάτια (“Charge & Slay”, “Achérondas” και “Hellbroth”) και η Νατάσα Δεληβοριά έγραψε και ηχογράφησε το Clouds. 
Τρεις κοπέλες guest συνολικά. Ποιος την χάρη μας. 


Πόσο δύσκολη έχει γίνει η προοπτική της ζωντανής προώθησης του άλμπουμ μετά από όλα αυτά που έγιναν τα τελευταία χρόνια και τον αντίκτυπο στον οικονομικό τομέα; Με ποιους τρόπους σκέφτεστε να ελιχθείτε; 
Το live για μας είναι πολύ δύσκολο πλέον. Σε σημείο που οριακά δεν γίνεται. Εγώ έχω φύγει από Ελλάδα, ο drummer ο Μάρκος είναι πλέον επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ο τραγουδιστής μας ο Σπύρος είναι ένας από τους πιο περιζήτητους chef στην Ελλάδα, δεν υπερβάλλω καθόλου, είναι επαγγελματίας περιωπής, και όπως καταλαβαίνεις, ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί, ο άλλος στην Β’ εθνική (κυριολεκτικά), δεν γίνεται εύκολο να κάτσουμε να ετοιμαστούμε για live. Και παρόλο που το γουστάρουμε τέρμα, αφού δεν γίνεται δεν γίνεται, δεν θα σκάσουμε κιόλας. Θα αφοσιωθούμε στο studio, θα ηχογραφεί ο καθένας τα κομμάτια του, θα τα μιξάρουμε μετά όπως κάναμε και με το “Curves” και με το “Angelic”. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο αυτή τη στιγμή έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα. 

Η ελληνική σκηνή είναι μια εντελώς αυτόνομη ξεχωριστή πραγματικότητα με τις δικές της αρκετές ιδιαιτερότητες. Με το χέρι στην καρδιά, αν μπορούσες να αλλάξεις άμεσα ένα πράγμα, ποιο θα ήταν αυτό και γιατί; 
Την ελληνική σκηνή την έχουμε φάει με το κουτάλι. Από το 2008 είμαστε έξω σε μαγαζιά και παίζουμε. Δηλαδή παίζαμε. Έχουμε να κάνουμε live από το 2019, λίγο πριν μας τα σκάσει ο κόβιντ. Και επειδή κρατάω αρχείο, παρατήρησα πως η συντριπτική πλειοψηφία των μαγαζιών έχει κλείσει. Παπαγάλος, Funkey, Lost Dogs, Harley, Cult, Υπόγειο, Blue Barrel, νομίζω και η Μαύρη Τρύπα και το Silver Dollar, δεν είμαι σίγουρος. 

Γενικά ένα Eightball μας έμεινε. Και είναι εγγύηση. Βρέξει, χιονίσει, η οχτώμπαλα θα είναι εκεί. Fan fact, στο Eightball έχουμε παίξει 26 φορές.  

Τώρα τι θα άλλαζα? Και μπορώ μόνο ένα πράγμα; Χμ…. Θα ήθελα να τους δω αγαπημένους. Όσο φλούφλικο κι αν ακούγεται αυτό που λέω, αυτό θα ήθελα. Η όλη φάση με τις κόντρες σε φάση σε γαμάω με γαμάς δεν ανήκει στο metal. Αυτά είναι για τους τραπάδες. Θα ήθελα ανεξάρτητα πόσοι ασχολούνται με την φάση, να είμαστε ένα καλό community. Χωρίς τοξικότητα. Το metal είναι πάνω από όλα η κάβλα μας για αυτή την μουσική. Και η μουσική είναι πάνω από όλα. Το ξέρω πως είναι εύκολο να την ψωνίσεις και να υπάρχουν εγωισμοί, το metal όπως και όλα τα άλλα κοινά απαρτίζεται από ανθρώπους και οι άνθρωποι έχουν τις αδυναμίες τους, αλλά μιας και στο δικό μας community υπερέχει η αγάπη μας για αυτήν την μουσική, ας το εκμεταλλευτούμε. Η μουσική είναι πάνω από όλα συνεργασία.  Με λίγα λόγια να μην κοντράρονται οι μπάντες μεταξύ τους, να μην υπάρχει έχθρα, αλλά συνεργατικότητα. 

Δεν περιγράφω καμιά ουτοπία, είναι πολύ ρεαλιστικό αυτό που περιγράφω. Ήδη η πραγματικότητα δεν απέχει πολύ από αυτό. Ε, η λίγη τοξικότητα που υπάρχει εδώ και εκεί θα ήθελα ιδανικά να μην υπήρχε. 


Γυρίζοντας πίσω στο χρόνο, ποια ήταν η δυσκολότερη στιγμή σε αυτή τη διαδρομή και ποια αυτή που θυμάσαι με μεγαλύτερη ικανοποίηση; 
Δυσκολότερη στιγμή είναι σίγουρα το 2015. Όταν η μπάντα κατακερματίστηκε. Εγώ μπήκα φαντάρος, η μπασίστρια μετακόμισε στην Νάουσα, ο πληκτράς στα Γιάννενα, ο τραγουδιστής στην Αγγλία, και ο ντράμερ στην Γερμανία. Εκεί πραγματικά απελπίστηκα.  

Μεγαλύτερη ικανοποίηση είναι όταν πήραμε το πρώτο demo στα χέρια μας. Είμασταν ένα μάτσο δεκαοχτάχρονα που μόλις είχαμε ηχογραφήσει κάτι. Θυμάμαι να μας δίνει το studio studio το cd με την τελική ηχογράφηση και ήταν λες και κρατούσα στα χέρια μου κάνα άγιο relic. Θρησκευτική ευλάβεια. Και μετά φυσικά όταν όλοι για πρώτη φορά στην ζωή μας ακούσαμε τους εαυτούς μας να παίζουμε από ηχογράφηση. Μέχρι και σήμερα δεν υπήρξε κάτι ανώτερο από αυτό. Ήμασταν φίλε, τι να σου πω, λες και κατακτήσαμε τον κόσμο ρε. 

Πόσο πιστεύεις πως η μουσική μπορεί να συμβάλλει σε αλλαγές στον άνθρωπο αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο σήμερα; Μπορεί να την υπολογίσει κανείς σαν μια έμμεση μεταβλητή της καθημερινής ζωής ή είναι μια καθαρά ψυχαγωγική διαδικασία; 
 Όχι, σε καμία περίπτωση δεν είναι απλά μια ψυχαγωγία. Το κατάλαβα αυτό από μικρός. Ένα παιδί που άκουγε Βανδή και Καλομοίρα και εγώ δεν ξέρω τι άλλη τέτοια μαλακία, ε δεν είχε το ίδιο καλλιτεχνικό επίπεδο με ένα παιδί που άκουγε έντεχνα. Δεν είναι μόνο αυτές οι επιλογές προφανώς, αλλά σαν παιδιά Δημοτικού, αυτές πάνω κάτω ήταν οι επιλογές μας. Δεν σου λέω ποιος είναι πιο έξυπνος. Συνήθως οι τα πιο έξυπνα παιδιά της τάξης ακούγανε τα χειρότερα.  

Προφανώς η μουσική που ακούς είναι καθρέφτης του ποιος είσαι. 

Και το κράμα μουσικής που ακούς. Άνθρωποι που σου λένε “Ακούω τα πάντα” θέλεις να τους μαχαιρώσεις, έτσι δεν είναι; Γιατί; Γιατί ακούν τα πάντα; Γιατί δεν ακούν τα πάντα; 

Η γιατί είναι άμυαλα υποχείρια του κάθε ρεύματος που καταπίνουν αμάσητο ότι απόβλητο τους πετάξεις και αντιμετωπίζουν την μουσική σαν χαλί για να γκομενίζουν, να την πίνουν η και εγώ δεν ξέρω τι άλλο, και δεν έχουν καμία άποψη για τίποτα γενικά εκτός αν παπαγαλίσουν μια ξένη άποψη που τους άρεσε και την αποστηθίσανε; 

Κάτι μου λέει το τελευταίο. 

Δεν ξέρω ρε φίλε, άνθρωποι που δεν ακούνε μουσική τους βλέπω λίγο καχύποπτα. Κάτι δεν πάει καλά. Εν κατακλείδι αυτή είναι η άποψή μου. Η μουσική σε χτίζει. Χτίζει με τα χρόνια το ποιος είσαι και ποιος γίνεσαι σαν άνθρωπος. 

Παραμένετε ενεργοί ακροατές ή θεωρείτε πως οι μουσικοί λειτουργούν καλύτερα όταν είναι απερίσπαστοι από εξωτερικές επιδράσεις; Αν παρακολουθείτε τη σύγχρονη δράση, μπορείς να μου επισημάνεις κάποια άλμπουμ που ξεχώρισες στο πρώτο μισό της χρονιάς; 
 Παραμένουμε όλοι πάρα πολύ ενεργοί ακροατές. Ακούμε κομμάτια που δεν έχουμε ξανακούσει συνεχώς. Στέλνουμε ο ένας στον άλλον.  

Τώρα δεν ξέρω τι να σου απαντήσω. Δεν είναι για όλους το ίδιο. Κάποιοι λειτουργούν καλύτερα και εμπνέονται περισσότερο όταν έχουν ανοιχτά αφτιά, κάποιοι λειτουργούν καλύτερα όταν είναι συγκεντρωμένοι σε ένα πράγμα. Εγώ προσωπικά δεν μπορώ να ακούω ένα πράγμα συνέχεια. Φαντάσου να ακούς μόνο thrash και τίποτε άλλο. Κάποιοι γουστάρουν. Σεβαστό, αλλά όχι η φάση μας. Στο πρώτο μισό της χρονιά έβγαλε album κόσμος και κοσμάκης.  

Θα αναφέρω το 72 Seasons γιατί είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Το οποίο προφανώς έγινε αντικείμενο συζήτησης μεταξύ μας και το πόρισμα που βγάλαμε σαν κοινό παρονομαστή είναι “Δεν είναι καθόλου κακό, είναι λίγο χειρότερο από το Hardwired”. 


 Διακρίνοντας μια επιμονή και λεπτομέρεια στους ήχους, πόσο πιστεύεις πως είναι εφικτό σήμερα με τους γνωστούς αυτοματισμούς ή τις παραπλήσιες διαδικασίες και δεδομένα, να δημιουργήσει κάποιος τον δικό του χαρακτηριστικό ήχο; 
 Είναι πάρα πολύ εύκολο, απλά μην τα χρησιμοποιείς. Αν αυτά ευθύνονται για τα κομμάτια, κονσέρβα που βγαίνουν όλα ίδια, και θέλεις να κάνεις κάτι μοναδικό και με προσωπικότητα , τότε μην τα χρησιμοποιήσεις. Γράψε με τον εξοπλισμό που έχεις, αναλογικά. Όλα αληθινά, χωρίς VST’s χωρίς MIDI, χωρίς τίποτα. Παραδοσιακά πράγματα. 

Αλλά αυτό που συζητάμε αφορά την παραγωγή. Η σύνθεση είναι δικό σου θέμα. Ότι γουστάρει ο καθένας γράφει. Και εκεί έχεις όλη την ελευθερία να ξεφύγεις από την περπατημένη όσο θες. Αυτά τα δύο λοιπόν σε συνδυασμό και έχεις δικό σου ήχο, δεν είναι δύσκολο. Το δύσκολο είναι αυτός ο μοναδικός προσωπικός σου ήχος που έφτιαξες, να ακούγεται και καλά. 

Δεν νομίζω πως χάνεται η προσωπικότητα αν χρησιμοποιήσεις ένα VST ή ένα MIDI.  
Παίζει και η παραγωγή τον ρόλο της. Το μεγαλύτερο μέρος του στυλ σου όμως δεν είναι στην παραγωγή. Αλλά στην σύνθεση. 

Τέλος, πώς αντιλαμβάνεσαι τη δικαίωση σε αυτό το περιπετειώδες ταξίδι δημιουργίας και έκφρασης, ιδιαίτερα σε μια χώρα τόσο δύσκολη για τον χώρο, όπως η δική μας; 
 Δεν με απασχόλησε ποτέ τι έκανε η χώρα, ούτε και περίμενα ποτέ κάτι από αυτήν. 

Αν περιμέναμε να υπάρχουν υποδομές για να κάνουμε την φάση μας ακόμα σπίτια μας θα ‘μασταν. Η δικαίωση είναι που κατάφερε αυτό το τεράστιο project να ολοκληρωθεί. Είναι μια συλλογική νίκη, χρειάστηκε πολλούς ανθρώπους και πολύ καιρό. Ανεξάρτητα από το αν θα το γούσταρε ο κόσμος ή όχι, εγώ αισθάνομαι τέλεια μόνο που βγήκε. 

Δεν θα σου λέω μαλακίες όμως, εννοείται όταν αρέσει στον κόσμο χαίρομαι, και όταν ένα κομμάτι περνάει στο ντούκου με στεναχωρεί κάπως. Έτσι νιώθω, δεν στο κρύβω. Θα ήθελα το CD μας (ναι, CD) να γίνει ανάρπαστο, να γαμηθούν τα streams στο spotify, ξες, παντού να πάει τάπα. 

Εννοείται πως το θέλω, δεν είναι στα αρχίδια μου, και ευχαριστώ τον οποιονδήποτε (και εσένα φυσικά επί της ευκαιρίας) που έδωσε στην μουσική μας μια ευκαιρία και την άκουσε. Αλλά η δικαίωση σαν δικαίωση, οι κόποι μας ανταμείφθηκαν όταν ολοκληρώθηκε το “Angelic Bloodshed” και το πήραμε τελειωμένο στα χέρια μας και καθίσαμε να το ακούσουμε. 

 Αυτό το απόγευμα άξιζε όσο τα προηγούμενα πέντε χρόνια μαζεμένα. 

Website: https://distortedforce.com/
Facebook: https://www.facebook.com/DistortedForce


 

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 918 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.