Άρθρο – HYMNS OF A LESSER GOD ACT 8: DEEP PURPLE “Slaves and Masters”

ARTICLE

Στον σκληρό και απροσδόκητο κόσμο της μουσικής βιομηχανίας υπήρξαν συγκυρίες που αρκετές φορές άλλαξαν τη μουσική μοίρα και ιστορία ακόμα και καλλιτεχνών με τεράστιο ειδικό βάρος. Περίεργες ισορροπίες, δεσμεύσεις ή σκοπιμότητες ανέτρεψαν σχέδια, άλλαξαν υλικό και ονόματα, παρέτειναν ή κατέστρεψαν καριέρες. Χωρίς να λιγοστεύει η αγάπη μας για το καλλιτεχνικό περιεχόμενο τέτοιων περιπτώσεων, ρίχνουμε λίγο παραπάνω φως στις αντίστοιχες ιστορίες.

Μια από τις πολυαναμενόμενες και πολυπόθητες επανενώσεις ήταν αυτή της Deep Purple Mark 2, το 1984. Ο πρώτος καρπός της επιστροφής τους ήταν το “Perfect Strangers”, ένας δίσκος με καλές ισορροπίες, κάποιες σπουδαίες συνθέσεις και έναν αντίκτυπο που μπορούσε να υποστηρίξει με αισθητή ικανοποίηση την επιστροφή. Όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, οι αντίστοιχες περιοδείες είχαν τεράστια εισπρακτική επιτυχία, με το βάρος να πέφτει κυρίως στην Αμερική, σύμφωνα με την προσφιλή τακτική του Blackmore στα τελευταία χρόνια των Rainbow.

To άλμπουμ “House of Blue Light”, το οποίο ακολούθησε τον Ιανουάριο του 1987, θεωρήθηκε κατώτερο του προκατόχου του, και δεν έφερε τον ζητούμενο θόρυβο στις αγορές. Ο μήνας του μέλιτος μεταξύ του Blackmore και του Gillan δεν κράτησε πολύ, και σε λίγο χρόνο οι υπέροχοι άγνωστοι κατέληξαν σε σκλάβους και αφέντες. Ο βασικός λόγος των προστριβών τη φορά αυτή, σύμφωνα με τις δηλώσεις του τραγουδιστή, ήταν η έκταση των περιοδειών: ο Gillan ήθελε να επεκταθούν περισσότερο στη Νότια Αμερική, τη Ρωσία και σε άλλα σημεία του πλανήτη, ενώ ο Blackmore διαφωνούσε. Κάποια στιγμή, ο Blackmore έθεσε βέτο στο management του γκρουπ: “ή εγώ, ή αυτός!”

Σε μια απόπειρα να εκτονωθεί η κρίση μεταξύ τους, ο Gillan ασχολήθηκε με το άλμπουμ “Accidentally On Purpose”, το οποίο έγραψε μαζί με τον Roger Glover, και κυκλοφόρησε από την Virgin τον Φεβρουάριο του 1988. Το τραγούδι “Lonely Avenue” συμπεριλήφθηκε στο soundtrack της ταινίας “Rain Man”, με τον Dustin Hoffman και τον Tom Cruise. Στο μεταξύ, ενώ οι Deep Purple άρχισαν να κάνουν πρόβες και να γράφουν νέα μουσική, ζητήθηκε από τον Gillan να καθίσει στο σπίτι του. Αυτός σχημάτισε μια ζωντανή μπάντα με το όνομα “Garth Rockett & The Moonshiners, και ξεκίνησε μια περιοδεία σε clubs στην Αγγλία. Λίγο μετά, έμαθε πως απολύθηκε από τους Deep Purple.

Ουσιαστικά, ο Blackmore ανέλαβε να λύσει το πρόβλημα του τραγουδιστή που θα ήταν ικανός να διαδεχτεί τον Gillan. Για ακόμα μια φορά οι εμμονικές του τάσεις για την αγορά της Αμερικής τον έσπρωξαν στην προοπτική του Jimi Jameson, του τραγουδιστή των Survivor, τον οποίο θάυμαζε πραγματικά. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να ταξιδέψει στο Tennessee για να τον γνωρίσει προσωπικά, και του άρεσε πολύ σαν άνθρωπος. Δεν δίστασε να τον καλέσει σε πρόβα του συγκροτήματος για να δει στην πράξη αν μπορούσε να λειτουργήσει αυτή η λύση. Έπαιξαν ένα τραγούδι, το “Going Down”, ο Blackmore σταμάτησε να παίζει, τον κοίταξε και του είπε απλά “είσαι μέσα!”. O Jameson του ζήτησε να δοκιμάσουν περισσότερα τραγούδια, αλλά ο Blackmore είχε ήδη αποφασίσει: “όχι, είσαι τόσο καλός, ξέρω με σιγουριά πως είσαι τέλειος για τη δουλειά”. Βγήκαν για φαγητό σε ένα εστιατόριο να το γιορτάσουν και ο δύστροπος κιθαρίστας ήταν πραγματικά ενθουσιασμένος, γεμάτος νέες ιδέες λόγω της μελωδικής soul φωνής του που μπορούσε να αυτοσχεδιάσει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον τραγουδιστή ήξερε. Τον είχε σκλαβώσει και η ταπεινότητα του χαρακτήρα του. Όμως δυο εβδομάδες αργότερα, έλαβε τα δυσάρεστα νέα πως δεν γινόταν να προσχωρήσει στο συγκρότημα. Το management των Survivor απέκλεισε την εξέλιξη αυτή και ο Blackmore ήταν σοκαρισμένος, έκπληκτος και βαθιά απογοητευμένος, καθώς τον θεωρούσε μια από τις κορυφαίες φωνές του χώρου.

Το 1987, ο Joe Lynn Turner προσχώρησε στους Rising Force του Yngwie Malmsteen και ηχογράφησε μαζί τους το άλμπουμ “Odyssey”. Πήρε κανονικά μέρος στην περιοδεία που ακολούθησε, και μετά την κυκλοφορία του ζωντανού άλμπουμ “Trial by Fire” το 1989, αποχώρησε από το συγκρότημα. Και ενώ οι Deep Purple δοκίμασαν και άλλες επιλογές, μεταξύ των οποίων και ο Terry Brock, ο Turner αποτέλεσε τη λύση της τελευταίας στιγμής. Δέχτηκε μια κλήση από τον road manager Colin Hart, ο οποίος του ζήτησε να περάσει από ακρόαση στην πρόβα του γκρουπ. Ο Turner οδήγησε ως το παλιό, εγκαταλελειμμένο χιονοδρομικό κέντρο, και τους συνάντησε στο χώρο του μπαρ, που βρωμούσε τσιγάρα και μπύρα. Ο Blackmore άρχισε να παίζει, ο Joe πλησίασε στο μικρόφωνο, και ο Jon Lord άρχισε εκείνο το θέμα στο πιάνο που τελικά κατέληξε στο “The Cut Runs Deep”. Εκείνη την εποχή ο Turner είχε υπολογίσιμες προτάσεις για ζωντανές εμφανίσεις με τους Foreigner αλλά και τους Bad Company. Όταν όμως οι υπόλοιποι Purple κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και είπαν “αυτός είναι που ψάχνουμε”, δεν το σκέφτηκε δεύτερη στιγμή.

Οι ψίθυροι λένε βέβαια πως ήταν η ασφυκτική επιμονή του Blackmore που επέβαλλε τον Turner στο μικρόφωνο, και όταν ανακοινώθηκε επίσημα η πρόσληψή του, ένα βρετανικό μουσικό περιοδικό έβαλε τον τίτλο “Grown Men Wept Openly”…

Όπως ήταν αναμενόμενο με τα 3/5 της σύνθεσης των Rainbow της τελευταίας περιόδου στη μπάντα, το αποτέλεσμα ακουγόταν περισσότερο σαν Rainbow. Το άλμπουμ “Slaves and Masters”, που κυκλοφόρησε στις 23 Οκτωβρίου του 1990, ηχογραφήθηκε σε διάφορα στούντιο στη Florida, το Connecticut και τη Νέα Υόρκη, και δίχασε τους φίλους της μπάντας. Όσο και αν είναι δύσκολο, ίσως αδύνατο να αποφύγει κανείς τον Rainbow συνειρμό, υπήρχαν αρκετά καλοδουλεμένα τραγούδια και μερικές ενδιαφέρουσες απόπειρες. Η εμπορική του υποδοχή ήταν απρόσμενα ισχνή. Ίσως το σοβαρότερο ζήτημα με το άλμπουμ ήταν το σαφώς υποβαθμισμένο dna των Purple, και ενώ ο Paice συχνά ανέφερε πως η συγκεκριμένη περίοδος με τον Turner έδωσε την αναγκαία ανάσα στο σχήμα να επιβιώσει και να συνεχίσει, ο έτερος Purple Jon Lord επανέλαβε πολλές φορές κυνικά πως δεν το θεωρεί άλμπουμ των Deep Purple. Η εναντίωσή του είχε άλλωστε σφραγιστεί από την άρνηση του να παίξει στην ηχογράφηση του τραγουδιού “Fire, Ice & Dynamite” από τα sessions του δίσκου, που συμπεριλήφθηκε στο soundtrack της ομότιτλης ταινίας.

Ακολούθησε περιοδεία για την προώθηση του άλμπουμ, και στο setlist συμπεριλήφθηκαν τα περισσότερα από τα τραγούδια του. Είναι όμως χαρακτηριστικό στοιχείο για την αίσθηση που έχει αφήσει συνολικά στους μουσικούς εκείνη η εποχή, πως μετά από την περιοδεία του 1991, κανένα τραγούδι του “Slaves & Masters” δεν παίχτηκε ξανά ζωντανά.

Τον Αύγουστο του 1992, η μπάντα βρίσκεται σε ένα στούντιο στο Woodstock και ήδη δουλεύει πάνω στο επόμενο άλμπουμ. Κάποια από τα τραγούδια ήταν σχεδόν ολοκληρωμένα, αλλά η διάθεση στο στούντιο ήταν χαοτική, και ο Blackmore ήθελε να ηχογραφηθούν τα πάντα από την αρχή, τη στιγμή που ο παραγωγός Thom Panunzio προσπαθούσε να τους κρατήσει ήρεμους και ενωμένους. Η τελευταία νύχτα του Turner στο γκρουπ αναλώθηκε σε μια τετράωρη βραδιά με τον Blackmore, κουβεντιάζοντας για το μέλλον του συγκροτήματος και ο ιδιόρρυθμος κιθαρίστας του επιβεβαίωσε πόσο ευχαριστημένος ήταν που τον είχαν μαζί τους. Την επόμενη μέρα, ο Turner πήγε να συναντήσει την κόρη του, και δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον μάνατζερ Bruce Payne που τον πληροφόρησε πως ήταν εκτός συγκροτήματος. Δεν του δόθηκε η παραμικρή εξήγηση. Επέστρεψε στο Woodstock να μαζέψει τα πράγματά του και τυχαία έπεσε πάνω στον Glover. Του είπε: “ελπίζω να ξέρετε τι κάνετε, γιατί το μόνο που μπορεί να σας σώσει τώρα είναι να επιστρέψει ο Gillan”.

Βέβαια, η μουσική βιομηχανία είχε προνοήσει πολύ πριν τα λόγια του Turner. Η δισκογραφική εταιρεία BMG ήθελε πίσω οπωσδήποτε τον Gillan για την 25η επέτειο των Deep Purple και την αντίστοιχη εορταστική περιοδεία. Ο Blackmore διαφωνούσε, πήρε όμως 250.000 δολάρια και υποχώρησε. Όταν τα νέα κυκλοφόρησαν, ο Turner απογοητεύτηκε, αλλά γνώριζε καλά πως ήταν πολύ δύσκολο να προσπεράσεις μια συμφωνία κοντά στα δυο εκατομμύρια δολάρια, και τραβήχτηκε στην άκρη χωρίς προβλήματα γιατί πρώτα από όλα, αγαπούσε πάντα τους Deep Purple.

Η συνέχεια της ιστορίας είναι λίγο πολύ γνωστή, καθώς μετά το επόμενο στούντιο άλμπουμ, το “The Battle Rages On” του 1993, ο Blackmore άφησε οριστικά το συγκρότημα, μετά από μια εμφάνιση στις 17 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς στο Ελσίνκι της Φινλανδίας. Είχε ήδη σχολιάσει το δίσκο με τη μετονομασία “The Cattle Grazes On”.

Website
Facebook

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 894 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.