Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο θεός γελάει, λένε. Οι Αυστραλοί μας είχαν προσφέρει περήφανοι το “Rise Radiant” τον Μάιο του 2020. Ήταν ένα πολυσχιδές, φιλόδοξο έργο που υμνούσε με όλη την αναμενόμενη ευρηματικότητα του σχήματος την αξία της εσωτερικής δύναμης, την ανάγκη της επιβίωσης απέναντι στις δυσκολίες και τις απογοητεύσεις, την πορεία της ενηλικίωσης, την πίστη στο ταξίδι της ζωής που πρέπει να συνεχιστεί κόντρα σε όλα. Ένας πίνακας γαλήνιας και πανοραμικής ομορφιάς στο εξώφυλλο, σφράγιζε τη δροσερή πνοή αυτής της πίστης.
Όλα όσα ακολούθησαν έμοιαζαν σαν να ήθελε η μοίρα να δοκιμάσει πόσο πίστευε η μπάντα από το Brisbane στο κινητήριο θέμα του δίσκου. Τον Ιούλιο της επόμενης χρονιάς αποχωρεί ο κιθαρίστας Adrian Goleby για να αναζητήσει το επόμενο στάδιο εμπειριών στη ζωή του. Οι υπόλοιποι τον ευχαριστούν και αποφασίζουν να συνεχίσουν σαν κουαρτέτο. Η πανδημία τους παγιδεύει, ακυρώνοντας την περιοδεία για το άλμπουμ, και ουσιαστικά τους στερεί τη δυνατότητα να τα παίξουν όλα για όλα στο μεγαλύτερο στοίχημα ως εκείνη τη στιγμή. Η μπάντα περνά παροπλισμένη μια δύσκολη, σκοτεινή και άχαρη δοκιμασία που θέτει σε κίνδυνο ακόμα και το μέλλον της.
Τα λόγια που έχουν χρησιμοποιήσει ο τραγουδιστής Jim Grey και ο κιθαρίστας Sam Vallen για τη φύση και το ρόλο του έκτου έργου τους που κυκλοφόρησε πρόσφατα, αναφέρουν τις λέξεις “κάθαρση” και “εξορκισμό”. Κάθε τέτοια διαδικασία περνά δια πυρός και σιδήρου, και πράγματι το “Charcoal Grace” είναι ένα έργο δύσκολο, βαρύ, με καπνούς και μυρωδιές καταστροφής να αναδύονται, είναι μια ιστορία κατανόησης της αποτυχίας, όσο και αν αυτό πονά. Ο τίτλος του περιγράφει “τη ζοφερή γοητεία και την παράξενη ομορφιά της σιωπής, τη σιωπή και την απώλεια”. Όμως είναι και η έξοδος από τα σκοτεινά χρόνια της πανδημίας, είναι η διαπίστωση των λαθών και η ανάγκη της μνήμης να μην αφήσει ο άνθρωπος τον χειρότερο εαυτό του να ελευθερωθεί την επόμενη φορά.
Η επικρατούσα μουσική στρατηγική επιβλήθηκε από τα ίδια τα θέματα, καθώς οι δημιουργοί ένιωσαν πως οι απλωμένες εξελίξεις θα απέδιδαν περισσότερη δικαιοσύνη στην ακριβή έκφρασή τους. Η ανατομία του δίσκου είναι ευδιάκριτη, με την ομότιτλη σουίτα χωρισμένη σε τέσσερα μέρη να καταλαμβάνει την καρδιά του . Με την επιλογή ενός παιδιού που αντιπροσωπεύει ουσιαστικά μια γενιά κακοποίησης και απώλειας, η διαδρομή της σημαδεύεται από την συχνά ανατριχιαστική ηχητική ανάπλαση των συγκρούσεων, των μεταπτώσεων των συναισθημάτων, της ευάλωτης διαδρομής αυτού του πληγωμένου ανθρώπου. Με τα οργανικά μέρη να αφήνουν αναπαυτικές ανάσες αλλά και να ταράζουν αλλάζοντας πιεστικά τις εντυπώσεις, οι στίχοι σκιαγραφούν εμφατικά αυτό το ταξίδι, με φράσεις κλειδιά που επιστρέφουν να σφραγίσουν τις αγωνιώδεις εμμονές του ήρωα, με εικόνες που συχνά επικαλούνται το υγρό στοιχείο, με μια παραβολική εντύπωση σχεδόν βιβλική, ψάχνοντας τόσο την ευθύνη όσο και τη συγχώρεση. Η μουσική, όπως με συνέπεια διατηρείται και στο υπόλοιπο μέρος, είναι φορτισμένη, δραματική, εμπλουτισμένη με επιμέρους ήχους, αρμονικά συμπλέοντας με τα αγωνιώδη φωνητικά του Grey. Ο σημερινός ήχος των Αυστραλών απλώνεται σαν πλέγμα μεταξύ των επιμέρους οργάνων, ορθώνοντας μια συνολική εντύπωση ηχητικής σύμπραξης που αποφεύγει τον αποστειρωμένο διαχωρισμό στο άκουσμα.
Έχουν, στο μεταξύ, φροντίσει να μας υποδεχτούν με ένα πληθωρικό άνοιγμα, όπως είναι η δεκάλεπτη διαδρομή του “The World Breaths With Me”, άλλο ένα έργο συγκρούσεων και αντιθέσεων, με τον εμφατικό στίχο του Grey “so this is who we are” , να μας καλωσορίζει στον εφιάλτη των διαπιστώσεων. Όντας το πρώτο τραγούδι που ολοκληρώθηκε για το άλμπουμ, λειτουργεί τόσο μουσικά όσο και θεματικά στους στίχους σαν περισκόπιο, μια πανοραμική εκτίμηση στη χαμένη πίστη στην ανθρωπότητα. Ενδεικτικά για την κυρίαρχη έκβαση του δίσκου, ένα χάδι φωτός εισβάλλει στο τελευταίο μέρος του. Η πάλη και το βάρος των προσδοκιών μέσα από τη δυστοπία της πανδημίας εκφράζεται άμεσα και επιθετικά με το “Golem”, το τραγούδι που έβαλε μπροστά ξανά τη δημιουργική διαδικασία μετά το “Rise Radiant” και φανερά γεφυρώνει τις δυο εποχές του γκρουπ. Προσαρμοσμένα στη φύση του τραγουδιού είναι αρκετά ενδιαφέροντα κάποια πιο επιθετικά φωνητικά από τον Grey.
Της ομότιτλης σουίτας έπεται αρχικά το ηχητικά γαλήνιο “Sails”, με ένα σχεδόν οδυνηρό βάθος στην απλότητά του, το υγρό στοιχείο στις εικόνες να ξεπλένει τις προσδοκίες για έλεος και τη μνήμη της αποτυχίας να αποτελεί το τελικό κτήμα. Υπάρχει φυσικά η πρόκληση της υπομονής στην ειρήνη του τραγουδιού που δουλεύει για να κατευνάσει ουσιαστικά το δυσοίωνο φινάλε της σουίτας, τα ευγενικά ήρεμα κύματα στον ωκεανό. Η επιστροφή σε πιο πληθωρικές εναλλαγές στο “The Stormchaser” δίνει περιθώρια για έξυπνες εναλλακτικές επιλογές στα ρυθμικά του τραγουδιού, ενώ ο θυμός για την υποκρισία ανθρώπων που κοίταξαν μόνο τους εαυτούς τους ακόμα και σε βάρος ευπαθών, είναι παραπάνω από έκδηλος. Η θέα των εντυπώσεων απλώνεται πανοραμικά στο πάνοπλο “Mute”, με το μοντέρνο ευαίσθητο προοδευτικό metal τους να δέχεται djent και post ενισχύσεις, μέχρι και τον λυρισμό του φλάουτου. Όμως το ζητούμενο παραμένει η μάθηση, η φώτιση για τον άνθρωπο σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη, η συνειδητοποίηση πως όλοι αναπνέουμε μαζί, με τον ίδιο τρόπο.
Δεν ξέρω πια τι μπορεί να είναι πιο χρήσιμο για τον σύγχρονο αλαζόνα άνθρωπο, η προφητεία, η πρόβλεψη, ή το καταγεγραμμένο αποτύπωμα μιας καταστροφής σαν μάθημα για το μέλλον. Όσο περισσότερο χρόνο παραμείνει κανείς στο ταραγμένο σύμπαν του “Charcoal Grace” τόσο περισσότερα θα αποκαλύψει, θα αντιληφθεί, θα αποδεχτεί σαν μέρος της δικής του προσωπικής ενδοσκόπησης σε μια εποχή αναγκαίας αναθεώρησης των συμβάσεων μεταξύ μας. Μέσα από ένα πεδίο καταστροφής, οι Caligula’s Horse διάλεξαν το δρόμο της καταγραφής, της συνειδητοποίησης, και τον στόλισαν με μια σπάνια μουσική ευαισθησία και ευστοχία.
Όσο υπάρχουν αυτοί που έχουν εναποθέσει όχι τις ελπίδες αλλαγής, αλλά τις προοπτικές παρηγοριάς στην τέχνη, τέτοιες απόπειρες σαν αυτή έχουν κάθε λόγο να χαρακτηρίζονται μεγάλες.
Είδος: Progressive Metal
Εταιρεία: Inside Out Music
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 26 Ιανουαρίου 2024