BLUE OYSTER CULT: “Spectres”

ALBUM TRIBUTE

Στο πολύ μακρινό 1977 οι μυστηριώδεις hard rockers από το Long Island απολαμβάνουν την πλατινένια επιτυχία του τέταρτου άλμπουμ τους “Agents of Fortune”, ενός δίσκου χωρίς τραγούδι από τον καθηγητή Eric Bloom, και με κάθε αυθεντικό μέλος της μπάντας να κάνει πρώτα φωνητικά σε ένα τουλάχιστον τραγούδι. Η αυξημένη συναυλιακή τους δράση και η σκιά του τεράστιου single “(Don’t Fear) The Reaper” περίμεναν μια ανάλογη δισκογραφική συνέχεια.

Ο διάδοχος του “Agents of Fortune” ηχογραφήθηκε και αυτό στο στούντιο The Record Plant της Νέας Υόρκης, όπως ο προκάτοχός του. Οι παραγωγοί Murray Krugman και David Lucas (ο γνωστός συνθέτης και τραγουδιστής) παρέμειναν στις θέσεις τους ξανά, μαζί με την αναμενόμενη συνδρομή του μάνατζερ Sandy Pearlman αλλά και τη συμμετοχή των μελών του γκρουπ. Με τον βασιλικό δρόμο της επιτυχίας στρωμένο, οι B.O.C. διατηρούν παρόμοιες ισορροπίες αλλά παραμένουν μια μπάντα που αρέσκεται στις προκλήσεις και δεν παραμένει σε ασφαλή ύδατα. Αν εξετάζοντας κανείς σήμερα το άλμπουμ, θεωρήσει το εξώφυλλο σαν μια ένδειξη, η μεταστροφή από τα μυστικιστικά σύμβολα σε μια φωτογραφία των μελών που παραπέμπει στη χρήση των λέιζερ που είχαν αρχίσει στις ζωντανές εμφανίσεις,  είναι ξεκάθαρη.

Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πόσο τρόμο προκαλεί η μεγάλη επιτυχία και οι προσδοκίες που γεννά, το “Spectres” όμως είναι τελικά ένα άλμπουμ που ανοίγει και κλείνει με δυο τραγούδια που αναφέρονται σε αντίστοιχες εμβληματικές ταινίες τρόμου. Ο κλασικός πια hard rock ύμνος “Godzilla”, που γράφτηκε από τον Donald “Buck Dharma” Roeser, ήταν ξεκάθαρα μια αναφορά-αφιέρωμα στο ηρωικό τέρας από την Ιαπωνία και δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός πως εκτόξευσε τη φήμη τους εκεί. Όσο ρηχό και επιφανειακό και αν ακούγεται στην πρώτη επαφή το “Godzilla”, περιέχει στην πραγματικότητα ένα άμεσο οικολογικό μήνυμα στους στίχους (“history shows again and again, how nature points out the folly of men”), χρησιμοποιώντας τον μύθο που αναφέρει πως το τέρας δημιουργήθηκε από τη ρίψη ακτινοβολίας στον Ειρηνικό Ωκεανό.  Κατέληξε ένα χρυσό single και ένα τραγούδι που δεν βγαίνει από το setlist των ζωντανών εμφανίσεων.

Σε ένα δίσκο γενικής ομοιογένειας, η μπάντα είχε φυτέψει τις δικές της μικρές εκπλήξεις, αλλά σίγουρα είναι δύσκολο να μην νιώσει κανείς πως η καρδιά του χτυπά αισθητά σε ένα τραγούδι πλούσιο, κινηματογραφικό, απαιτητικό, όπως το “Golden Age of Leather”. Με δεδομένη τη γοητεία του γκρουπ για τη δυστοπική λογοτεχνία και τα κινήματα αντικουλτούρας που είχαν μεγάλη απήχηση στη δεκαετία του ’70, το τραγούδι σκιαγραφεί την κατάληξη μιας άλλοτε κραταιάς ομάδας μοτοσικλετιστών που έζησε με τους δικούς της κανόνες τη μακροχρόνια απόπειρα απόδρασης από τη συμβατική ζωή. Βλέποντας όμως το τέλος να έρχεται, καταλήγουν να δίνουν την τελευταία τους πράξη πολεμώντας μεταξύ τους μέχρι θανάτου στην έρημο. Είναι ένα βαθύ συναρπαστικό τραγούδι με ανάλογη μουσική εξέλιξη και μια σκοτεινή, μυστηριώδη, υπαρξιακή ατμόσφαιρα, ένα πολύ σημαντικό και ξεχωριστό δημιουργικό κεφάλαιο στην ιστορία τους.

 

O Buck Dharma είχε αποκαλύψει πως το κύριο μέρος των στίχων γράφτηκε από έναν μουσικό και φίλο του στο κολλέγιο, τον Bruce Abbott. Δεν έκανε ποτέ καριέρα στη μουσική αλλά είχε τη βασική ιδέα για το τραγούδι, από τον φόβο πως η τεχνολογία θα έσβηνε ολοκληρωτικά τη δημοτικότητα των Harley Davidson, και ήθελε να δώσει αυτό το συμβολικό τέλος με ένα μεγάλο αυτοκαταστροφικό πάρτι στην έρημο. Ο Abbott είχε μικρές συμμετοχές και σε άλλους δίσκους τους.

Μια άλλη ξεχωριστή συνεργασία ήταν αυτή του Eric Bloom με τον Ian Hunter, τον τραγουδιστή των Mott the Hoople, από την οποία προέκυψε το τραγούδι “Goin’ Through the Motions”, ένα “pop-rock τραγούδι για παλαμάκια”, όπως συχνά το έχουν περιγράψει διάφοροι. Γράφτηκε μέσα σε ένα απόγευμα στο υπόγειο του Bloom, με τον Hunter να κάνει ουσιαστικά το 70% σε μουσική και στίχους. Ο Hunter ήταν στενός φίλος της μπάντας και ιδιαίτερα με τον Bouchard που τον γνώρισε μετά την αποφοίτησή του από το κολέγιο. Έκαναν παρέα και ο Hunter έκανε πρόβες κάθε Δευτέρα, με τον Bouchard να πηγαίνει μαζί του στο αυτοκίνητο σε μια διαδρομή 45 λεπτών, κάνοντας πάντα μεγάλες και χρήσιμες συζητήσεις.

Η πιο μικρή κομψή έκπληξη είναι αναμφισβήτητα το τρυφερό “I Love the Night”, που γράφτηκε από τον Roeser. Μια πιο προσεκτική ακρόαση αποκαλύπτει πως το τραγούδι αναφέρεται σε έναν άντρα που έπεσε θύμα μιας γυναίκας βαμπίρ (“her kiss that night told me it was over, one look in the mirror told me so”). Ήταν ένα από τα πολλά τραγούδια που είχαν γράψει για βρικόλακες με την πρόθεση να προσθέσουν ένα πιο ελκυστικό και ρομαντικό φως στις ιστορίες αυτές. Ο Lanier είχε πει πως θαύμαζε πραγματικά αυτά τα υπερφυσικά τραγούδια του Roeser, βρίσκοντας συναρπαστικό το γεγονός πως η απόκρυφη φύση του ερχόταν δεύτερη μετά την κυρίαρχη αίσθηση της αγάπης. Μέσα στη συνολική πίεση της εταιρείας για μια επόμενη επιτυχία, το “I Love the Night” γράφτηκε και για το ραδιόφωνο, κυκλοφόρησε σαν single, αλλά δεν είχε την αναμενόμενη συνέχεια.

Κομψοτεχνήματα σαν το “Death Valley Nights” έμοιαζαν να ενισχύουν την άποψη αυτών που πίστευαν πως ήταν πάντα οι hard rockers που μπορούσαν να ζωντανέψουν ιδανικά τις φωνητικές αρμονίες των Beach Boys στα τραγούδια τους, ενώ το δυναμικό, ανθεμικό “R. U. Ready 2 Rock”, μάλλον δικαιώθηκε ολοκληρωτικά μετά την κυκλοφορία του live album “Some Enchanted Evening”. Και αν το ενδιάμεσο υλικό δείχνει με βιαστικές και επιφανειακές ακροάσεις πως χωλαίνει, το pop rock δόλωμα στα “Searchin’ for Celine” και “Fireworks” θα λειτουργήσει υπέροχα μετά την επόμενη ευκαιρία.

Ο δίσκος κλείνει με άλλον έναν φόρο τιμής σε μια σημαντική ταινία τρόμου, την κλασική γερμανική εξπρεσιονιστική ταινία “Nosferatu” του 1921, που είχε χαιρετιστεί από τους ειδικούς της έβδομης τέχνης σαν ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του κινηματογραφικού είδους. Πέρα από τις τεχνικές και πρακτικές  πρωτιές της ταινίας, καθιερώθηκε και η ιδέα στη βαμπίρ φαντασία πως το φως της ημέρας σκοτώνει τους βρικόλακες. Η μουσική του ομότιτλου τραγουδιού γράφτηκε από τον Bouchard, στην πραγματικότητα πολύ γρήγορα, στο παλιό λευκό πιάνο με ουρά που είχε στο γκαράζ του. Ξεκίνησε σαν αυτοσχεδιασμός στον κενό χρόνο της ακύρωσης μιας περιοδείας στον Καναδά.  Η συνεργάτιδα του Bouchard, και punk τραγουδίστρια Helen Wheels (Helen Robbins), που υπήρξε άλλωστε από τους πρώτους συνεργάτες του γκρουπ, έγραψε τους στίχους του τραγουδιού. Το “Nosferatu” παραμένει ακόμα και σήμερα ένα ανεξίτηλο στολίδι της δισκογραφίας τους και ένα πολύ αγαπημένο τραγούδι για τους φίλους τους.

Το “Spectres” κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1977, και με τη βοήθεια από το πολύ πετυχημένο single “Godzilla”, έφτασε στο Νο 43 του Billboard 200 και έγινε χρυσό τον Ιανουάριο του 1978. Παραβλέποντας στατιστικά και εμπορικές διακρίσεις, παραμένει ένα από τα κορυφαία άλμπουμ της διαδρομής τους και επιφυλάσσει κάποιες σπάνιες και συναρπαστικές τους απόπειρες στο χρόνο του.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 894 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.