BLACK SABBATH: Ένας παρανοϊκός πόλεμος τους στέλνει στην κορυφή το 1970

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ- 18 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

paranoid

Το “Paranoid” είναι το δεύτερο στούντιο άλμπουμ των heavy metal θρύλων του Birmingham, Black Sabbath, που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1970 από τη Vertigo Records στην Αγγλία και την Warner Bros. Records στις ΗΠΑ. Το άλμπουμ περιέχει αρκετά από τα τραγούδια που σημάδεψαν την καριέρα του συγκροτήματος, συμπεριλαμβανομένων των “Iron Man”, “War Pigs” και του ομώνυμου τραγουδιού, το οποίο ήταν η μοναδική επιτυχία του συγκροτήματος στο Top 20, φτάνοντας στο νούμερο 4 στα βρετανικά charts.

Σε μια δημοσίευση του 2017 από το περιοδικό Rolling Stone, το Paranoid κατέλαβε την πρώτη θέση στη λίστα με τα “100 καλύτερα metal άλμπουμ όλων των εποχών”. Αναφέρεται πολύ συχνά σαν βασική επιρροή για την εξέλιξη του σκληρού ήχου καθώς σαν ένα από τα πρώτα άλμπουμ heavy metal. Το Paranoid ήταν το μοναδικό άλμπουμ του συγκροτήματος που έφτασε στην κορυφή του UK Albums Chart, μέχρι την κυκλοφορία του 13 το 2013.

Σε μια προσπάθεια να επωφεληθούν από την πρόσφατη επιτυχία του ομώνυμου ντεμπούτου άλμπουμ τους στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι Black Sabbath επέστρεψαν στο στούντιο με τον παραγωγό Rodger Bain τον Ιούνιο του 1970, μόλις τέσσερις μήνες μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ. Το Paranoid ηχογραφήθηκε στα Regent Sound Studios και Island Studios στο Λονδίνο της Αγγλίας.

Το ομότιτλο κομμάτι του άλμπουμ γράφτηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.. Όπως θυμάται ο ντράμερ Bill Ward: “Δεν είχαμε αρκετά τραγούδια για το άλμπουμ, και ο Tony (Iommi) απλώς έπαιξε το θέμα της κιθάρας και αυτό ήταν όλο. Χρειάστηκαν είκοσι, είκοσι πέντε λεπτά πάνω κάτω.” Στις σημειώσεις του live άλμπουμ του 1998, “Reunion”, ο μπασίστας Geezer Butler αφηγείται στον Phil Alexander ότι έγραψαν το τραγούδι “σε πέντε λεπτά, μετά κάθισα και έγραψα τους στίχους όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Όλα έγιναν σε περίπου δύο ώρες .” Σύμφωνα με τον Alexander, το “Paranoid” “αποκρυστάλλωσε τη διαδικασία συγγραφής του συγκροτήματος, με τον Iommi να ξεκινά τις ιδέες με τα μνημειώδη riff του, τον Ozzy (Osbourne) να δουλεύει σε μια μελωδία, τον Geezer να δίνει κίνηση και τους περισσότερους στίχους, και τον Bill Ward να παραμονεύει με μια ακολουθία των συχνά δυνατών ρυθμών του κάτω από το μπάσο του Butler.” Το single κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1970 και έφτασε τέταρτο στα βρετανικά charts, παραμένοντας η μοναδική επιτυχία των Black Sabbath στο Top 10.

Τα περισσότερα από τα τραγούδια του Paranoid δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτοσχεδιασμών και  τζαμαρισμάτων.

Το άλμπουμ είχε αρχικά τον τίτλο “War Pigs”, άλλαξε όμως από το φόβο αντιδράσεων από τους υποστηρικτές του συνεχιζόμενου πολέμου του Βιετνάμ. Επιπλέον, η δισκογραφική του συγκροτήματος ένιωσε ότι το ομώνυμο κομμάτι ήταν πιο εμπορεύσιμο σαν single. Ο Ozzy Osbourne δηλώνει στο “I Am Ozzy” ότι η αλλαγή του ονόματος δεν είχε καμία σχέση με τον πόλεμο του Βιετνάμ και οφειλόταν αποκλειστικά στο ότι η δισκογραφική εταιρεία αποφάσισε ότι το άλμπουμ θα ήταν ευκολότερο να πουληθεί αν ονομαζόταν από το single, το οποίο είχε ήδη σημαντική επιτυχία. Ήταν πολύ αργά, όμως, για να αλλάξει το εξώφυλλο. Ο Joe Smith, ο οποίος ήταν εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Warner Bros. από το 1970 έως το 1972, είπε στο Classic Albums ότι η υπόλοιπη Warner Bros. δεν ήθελε να συσχετιστεί με τίποτα με αυτό. “Ήμασταν οι ίδιοι σαν χώρα στη μέση του πολέμου σε αυτό, και ποιο ακριβώς ήταν το σκεπτικό τους δεν ήταν τόσο σημαντικό για μένα. Ήξερα ότι δεν θα το λέγαμε “War Pigs, το “Paranoid” ακούγεται σαν ένας υπέροχος τίτλος για ένα άλμπουμ και ένας υπέροχος τίτλος για ένα single. Τι στο διάολο έχει να κάνει ένας άντρας ντυμένος γουρούνι με το σπαθί στο χέρι του με το να είναι παρανοϊκός, δεν ξέρω, αλλά αποφάσισαν να αλλάξουν τον τίτλο του άλμπουμ χωρίς να αλλάξουν το εξώφυλλο”.

1970– Φεύγει από τη ζωή, μόλις στα 27 του χρόνια, ο πρωτοπόρος μάγος της εξάχορδης, Jimi Hendrix. Αμφισβητούνται αρκετές λεπτομέρειες σχετικά με την τελευταία μέρα και τον θάνατό του. Πέρασε μεγάλο μέρος της 17ης Σεπτεμβρίου 1970, με τη Monika Dannemann στο Λονδίνο, τη μόνη μάρτυρα των τελευταίων ωρών του. Η Dannemann είπε ότι τους ετοίμασε ένα γεύμα στο διαμέρισμά της στο ξενοδοχείο Samarkand γύρω στις 11 μ.μ., και μοιράστηκαν ένα μπουκάλι κρασί. Τον οδήγησε στην κατοικία ενός γνωστού της περίπου στη 1:45 π.μ., όπου παρέμεινε για περίπου μία ώρα προτού τον πάρει και οδηγήσει ξανά πίσω στο διαμέρισμά της στις 3 π.μ. Είπε ότι μιλούσαν μέχρι τις 7 το πρωί, όταν πήγαν για ύπνο. Η Dannemann ξύπνησε γύρω στις 11 το πρωί και βρήκε τον Hendrix να αναπνέει ακόμα αλλά αναίσθητο και να μην αντιδρά. Κάλεσε ασθενοφόρο στις 11:18 π.μ. και έφτασε εννέα λεπτά αργότερα.  Μετέφεραν τον Hendrix στο νοσοκομείο St Mary Abbots όπου ο Dr. John Bannister διαπίστωσε τον θάνατό του στις 12:45 μ.μ., στις 18 Σεπτεμβρίου.

1981– Το “Breaking the Chains” είναι το ντεμπούτο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού heavy metal συγκροτήματος Dokken. Κυκλοφόρησε αρχικά στην Ευρώπη ως “Breakin’ the Chains” στη γαλλική δισκογραφική Carrere Records. Αυτή η έκδοση περιέχει διαφορετικές μίξεις και τίτλους τραγουδιών από την μεταγενέστερη έκδοση των ΗΠΑ. Το “Paris Is Burning” ονομάζεται “Paris” και είναι στην πραγματικότητα μια στούντιο έκδοση σε αντίθεση με τη ζωντανή ηχογράφηση στο Βερολίνο από τον Δεκέμβριο του 1982. Το άλμπουμ περιέχει επίσης ένα τραγούδι που ονομάζεται “We’re Illegal”, το οποίο αργότερα μετατράπηκε σε “Live to Rock (Rock to Live)”.

1982– Το “Under the Blade” είναι το ντεμπούτο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού heavy metal συγκροτήματος Twisted Sister, το οποίο κυκλοφόρησε στη Secret Records , που παραδόξως ήταν μια αγγλική εταιρεία με κυρίως punk κυκλοφορίες. Η παραγωγή του έγινε από τον μπασίστα των UFO/Waysted, Pete Way και είχε έναν επιθετικό και σκληρό ήχο, ο οποίος τελικά αγνοήθηκε, και παραποιήθηκε αισθητά σε μια επανακυκλοφορία από την Atlantic Records στις 14 Ιουλίου 1985. Η επανέκδοση πρόσθεσε επίσης μια remix έκδοση του τραγουδιού “I’ll Never Grow Up, Now!”, του ξεχασμένου single του συγκροτήματος του 1979. Η κυκλοφορία της Atlantic Records ήταν ταυτόχρονα μια προσπάθεια αξιοποίησης της εμπορικής επιτυχίας του “Stay Hungry” και, μέχρι τότε (και για τα επόμενα χρόνια) ο μόνος επίσημος τρόπος για να αποκτήσει κανείς το άλμπουμ, καθώς από την έκδοση της  Secret Records δεν υπήρχε πλέον. Ωστόσο, τα bootlegs με την αρχική μίξη εξακολουθούσαν να κυκλοφορούν. Στις 31 Μαΐου 2016, η Eagle Records επανακυκλοφόρησε το “Under the Blade” σε ψηφιακή μορφή remastered με την αρχική μίξη να έχει αποκατασταθεί ξανά. Το άλμπουμ έχει πουλήσει πάνω από δύο εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Το κομμάτι “Bad Boys of Rock ‘N Roll” είναι μια νέα ηχογράφηση ενός τραγουδιού που είχε συμπεριληφθεί νωρίτερα στη συλλογή του 1981 “Homegrown Album”.

2001– Το “Darkness and Hope” είναι το πέμπτο στούντιο άλμπουμ του πορτογαλικού gothic metal συγκροτήματος Moonspell, που κυκλοφόρησε το 2001.

Κυκλοφόρησαν πολλές διαφορετικές εκδόσεις, με διαφορετικά bonus κομμάτια. Η μία εκδοχή περιείχε το “Os Senhores da Guerra”, των Madredeus, η δεύτερη περιείχε το “Mr. Crowley”, του Ozzy Osbourne. Μια άλλη εκδοχή είχε μια διασκευή του “Love Will Tear Us Apart” των Joy Division σαν bonus κομμάτι. Η περιορισμένη έκδοση περιείχε και τα τρία παραπάνω τραγούδια.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 893 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.