Στις 27 Απριλίου 1979, οι Black Sabbath διώχνουν οριστικά τον Ozzy Osbourne από το συγκρότημα. Είχε ήδη παραιτηθεί μια φορά και επέστρεψε αμέσως μετά, αλλά αυτή τη φορά ήταν το τέλος. Οι εθισμοί στα ναρκωτικά και το αλκοόλ είχαν γίνει ένα σχεδόν απροσπέλαστο εμπόδιο για τη δουλειά αρχικά στο στούντιο, και ο Ozzy ήταν πραγματικά ένα μεγάλο αγκάθι για μια μπάντα που ήδη δυσκολευόταν.
Το χαμηλό ηθικό και η πίεση στην έμπνευση του “Never Say Die” σφραγίστηκαν από μια χλωμή σειρά εμφανίσεων που πολλές φορές καταποντίστηκαν από τη δίψα των νεοφερμένων Van Halen. Κάπως έτσι έκλεισε παρακμιακά η πρώτη περίοδος του μυθικού συγκροτήματος από το Birmingham. Την ίδια στιγμή, ο Ronnie James Dio, μετά την αποχώρησή του λόγω μουσικών διαφορών από τους Rainbow το 1979, έψαχνε τον επόμενο σταθμό της καριέρας του.
Η Sharon Arden τότε, η διάσημη σύζυγος του Ozzy, σύστησε τον Dio στον Iommi σε ένα πάρτι στο club Rainbow της Sunset Strip στο Los Angeles. O Iommi τον γνώριζε σαν τραγουδιστή και θαύμαζε τη φωνή του, αλλά δεν τον είχε συναντήσει ποτέ πριν. Βρισκόταν ήδη σε αναζήτηση τραγουδιστή, αλλά το σημαντικό ήταν η σύνδεση και επικοινωνία που ένιωσαν και οι δυο μουσικοί τόσο άμεσα. Με έντονη την υποψία της μοίρας στο κεφάλι του, ο Iommi κάλεσε τον Dio για ένα jam session στο σπίτι του στο Los Angeles, με τον Geezer Butler επίσης παρόντα στη συνάντηση. Εκεί του παρουσίασε εκείνο το υπέροχο επιβλητικό ριφ που είχε, αλλά δεν ήξερε πώς να το εμπλουτίσει και να το χρησιμοποιήσει. O Dio του ζήτησε δυο λεπτά, πήγε στη γωνία και άρχισε να γράφει στίχους. Λίγο μετά του τραγούδησε ένα απόσπασμα και ο Iommi το βρήκε υπέροχο. Ήταν αυτή η εντελώς διαφορετική φωνητική προσέγγιση του Dio, που δεν τραγουδούσε ποτέ πάνω στη μελωδία του ριφ, που ακουγόταν τόσο ανανεωτική και ενδιαφέρουσα, μια ολόκληρη, διαφορετική προοπτική για τη μουσική που μπορούσε να γράψει. Ο ίδιος ο τραγουδιστής έχει πει πως δεν του είχε περάσει καν από το μυαλό πως θα κατέληγε τελικά πίσω από το μικρόφωνο των Black Sabbath.
Ο μύθος αναφέρει πως το τραγούδι τέλειωσε σε μια νύχτα, και έτσι η ιστορία έγραψε πως το επόμενο κεφάλαιο στη διαδρομή των Black Sabbath άνοιξε με το “Children of the Sea”. Το γεγονός πως ο Dio ήταν ένας ολοκληρωμένος μουσικός που έπαιζε μπάσο, κιθάρα και στο παρελθόν τρομπέτα, δημιουργούσε αυτή τη γρήγορη αλληλεπίδραση ιδεών και παρεμβάσεων στο έργο με τον Iommi, γεγονός που έφερνε γρήγορα και εντυπωσιακά αποτελέσματα. Φημολογείται όμως έντονα πως, παρά το γεγονός πως ο Iommi παρουσίασε ένα ριφ στον Dio, υπήρχε ήδη ένα demo με τη φωνή του Ozzy και την εμβρυακή μορφή του τραγουδιού. Οι στίχοι είχαν γραφτεί από τον Butler και οι μελωδίες του Ozzy έκαναν την πρώτη του μορφή πολύ διαφορετική από αυτή που τελικά εμφανίστηκε στο “Heaven and Hell”.
Η οριστικοποίηση της ένταξης του Dio στους Sabbath έφερε μια demo ηχογράφηση του τραγουδιού με τον Geoff Nicholls στο μπάσο. Την ίδια στιγμή ο Geezer Butler βίωνε την τραυματική εμπειρία ενός επώδυνου διαζυγίου, κατάφερε όμως να ξεπεράσει τα προβλήματα και παρέμεινε στη μπάντα. Είχε ήδη διαπιστώσει με μεγάλη του ανακούφιση το προφανές ταλέντο του Dio να γράφει μοναδικούς στίχους. Βέβαια, στην πραγματικότητα αυτό θα έπρεπε να είναι το οριστικό τέλος των Black Sabbath: το συγκρότημα είχε συμφωνήσει πως αν κάποιο από τα βασικά, ιδρυτικά μέλη αποχωρούσε, θα άλλαζαν αμέσως όνομα. Όμως ήταν νομικά δεσμευμένοι να κυκλοφορήσουν ένα ακόμα άλμπουμ με το όνομα Black Sabbath για την Vertigo/Warner Brothers.
Η σημασία του “Children of the Sea”, πέρα από την μεγάλη ιστορική συγκυρία, βρίσκεται στον καθορισμό του μελλοντικού ύφους των Black Sabbath. O Dio, απολαμβάνοντας την ελευθερία που του δόθηκε απλόχερα λόγω του τεράστιου ταλέντου του, μετέφερε το συγκρότημα σε μια νέα εποχή. Αυτή καθορίστηκε από την ισχυρή αλληλεπίδραση της φωνής με τα ριφ, χωρίς να ταυτίζονται όπως συνήθως στη διάρκεια της πρώτης περιόδου. Ταυτόχρονα, βρίσκοντας ένα νέο μεγάλο καταφύγιο για τον μυθικό συμβολισμό του, έσπρωξε τους Black Sabbath στη δεκαετία του ’80 με έναν νέο αέρα. Οι νέοι, βαρύτεροι, πιο σκοτεινοί, κλασικότροποι Sabbath μπορούσαν να θίγουν επίκαιρα κοινωνικά αλλά και υπαρξιακά ζητήματα με τον μαγικό μανδύα του συμβολισμού, απλώνοντας μια ιδιαίτερη γοητεία στη συνολική έκφραση. Τα περισσότερα από αυτά ουσιαστικά οριοθετήθηκαν στη σύνθεση και ολοκλήρωση του “Children of the Sea”, και με την ευελιξία και ελαστικότητα που έχουν τέτοιοι μουσικοί, απλώθηκαν στον καμβά του “Heaven and Hell”. Η ποιότητα της συνέχειας μπορούσε να υποστηρίξει πια τη βαρύτητα του ονόματος, το οποίο έμεινε όπως είχε.
Όπως συνήθιζε ο Dio, λάτρευε την αινιγματικότητα στους στίχους του, που έδινε χώρο σε απόπειρες ερμηνείας από τον κάθε ακροατή. Ο Iommi είχε πει για το συγκεκριμένο τραγούδι πως ήθελε να έχει την εντύπωση ενός τεράστιου πλοίου στο οποίο κωπηλατούσαν σκλάβοι από γαλέρες. Αν και οι στίχοι άφηναν μια ισχυρή εντύπωση για το τέλος της αθωότητας, ο Dio υπήρξε απόλυτα διευκρινιστικός για το νόημά του. Το τραγούδι αφορά την οικολογική συνείδηση. Η ανθρωπότητα κάνει πράγματα πριν καταλάβει πραγματικά τις συνέπειες των πράξεών της και πιστεύει ότι αυτό θα συνεχιστεί αιώνια χωρίς να πληρώσει κάποιο τίμημα ή να διαταράξει την οικολογική ισορροπία. Η δυστοπική περιγραφή ενός σκοτεινού μέλλοντος αναδύεται ξεκάθαρα στην εξέλιξη του τραγουδιού, ενώ το αποκαλυπτικό φινάλε εμφανίζει τον κόσμο στο χείλος της απόλυτης κατάρρευσης. Οι απαντήσεις υπάρχουν στην αλαζονεία και τη βιασύνη του ανθρώπου που “ταξιδεύει στον αέρα πριν μάθει να πετά”.
Το τραγούδι εμφανίστηκε σαν B’ side στο single “Neon Knights”. Συμπεριλήφθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο σαν ένα από τα μαζικά πιο αγαπημένα τραγούδια στο “Heaven and Hell”, στο επεισοδιακό αλλά ιστορικό “Live Evil” του 1983. Σε εκείνη την σπουδαία ζωντανή απόδοση, με όλες εκείνες τις αναμενόμενες συναρπαστικές λεπτομερείς φωνητικές μεταλλάξεις του Dio, σφραγίστηκε το πρωταρχικό υλικό μια σημαίνουσας περιόδου εξέλιξης για το heavy metal και τους αρχιερείς του.