Στον σκληρό και απροσδόκητο κόσμο της μουσικής βιομηχανίας υπήρξαν συγκυρίες που αρκετές φορές άλλαξαν τη μουσική μοίρα και ιστορία ακόμα και καλλιτεχνών με τεράστιο ειδικό βάρος. Περίεργες ισορροπίες, δεσμεύσεις ή σκοπιμότητες ανέτρεψαν σχέδια, άλλαξαν υλικό και ονόματα, παρέτειναν ή κατέστρεψαν καριέρες. Χωρίς να λιγοστεύει η αγάπη μας για το καλλιτεχνικό περιεχόμενο τέτοιων περιπτώσεων, ρίχνουμε λίγο παραπάνω φως στις αντίστοιχες ιστορίες.
“Black Sabbath featuring Tony Iommi”.
Ένας τίτλος με εύλογες άμεσες απορίες… Είμαστε στην αυγή του 1986, για την ακρίβεια στις 28 Ιανουαρίου, όταν οι βιτρίνες των δισκοπωλείων του πλανήτη φιλοξενούν αυτό το εξώφυλλο με το αινιγματικό “Featuring Tony Iommi”. Ιδιαίτερα μετά την απουσία των Black Sabbath, των οποίων η μοίρα αγνοείται μετά την περιοδεία του “Born Again”, και την αποχώρηση του Geezer Butler, που κατέστησε τον Iommi, ως το μοναδικό ιδρυτικό μέλος που απέμεινε.
Ζώντας για ένα διάστημα στο Los Angeles, δοκίμασε διάφορους επίδοξους τραγουδιστές. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Dave Donato, ο οποίος πήρε περισσότερες ευκαιρίες, μάλιστα ηχογράφησαν και κάποια demo μαζί του. Η ιστορία με τον Donato πήρε απροσδόκητη έκταση μετά από μια συνέντευξη στο γνωστό περιοδικό “Kerrang!”, και την αντίστοιχη φωτογράφιση με τον Donato, που σχεδόν τον κατέστησε επίσημα μέλος της μπάντας με έναν ανορθόδοξο και απρόβλεπτο τρόπο. Ο Donato απολύθηκε σύντομα μετά τη δημοσίευση της συνέντευξης, προσχώρησε στη glam metal μπάντα των White Tiger, όπου ηχογράφησε ένα demo, αλλά το γκρουπ διαλύθηκε πριν ολοκληρώσει το άλμπουμ.
Ο Iommi στο μεταξύ, στρέφεται στην επιλογή να κάνει ένα προσωπικό άλμπουμ. Θέλοντας να διευρύνει το συνθετικό του πεδίο, διατηρεί το γνώριμο βαρύ ύφος του, αλλά συνθέτει και με βάση το blues rock, με επιδίωξη να ελιχθεί κάπου ανάμεσα στο ύφος των Rainbow και των Foreigner. Η αρχική πρόθεση ήταν να προσλάβει μια all-star ομάδα εκλεκτών καλεσμένων τραγουδιστών, με τις πρώτες επιλογές να συμπεριλαμβάνουν τα ονόματα των Robert Plant, Robert Halford και David Coverdale. Η πραγματοποίηση του σχεδίου αυτού αποδείχθηκε δύσκολη οικονομικά, και ο Iommi στράφηκε στην επιλογή του Jeff Fenholt, ο οποίος είχε ενσαρκώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ιησού στο μιούζικαλ Jesus Christ Superstar στο Broadway, κάτι που είχα κάνει και ο Ian Gillan στο ομότιτλο άλμπουμ των Andrew Lloyd Webber και Tim Rice, το 1971.
Ηχογράφησε αρκετά demo με τον Fenholt, αλλά ο παραγωγός Jeff Glixman ένιωθε πως η φωνή του δεν ταίριαζε πραγματικά με το υλικό, και έπεισε τον Iommi να τον απομακρύνει. Επιστρατεύτηκε ο Glenn Hughes που άρχισε να δουλεύει άμεσα μαζί του σε νέα τραγούδια. Η ιστορία όμως με τον Fenholt δεν τέλειωσε εκεί, καθώς επανεμφανίστηκε ως τηλε-ευαγγελιστής κάνοντας μια συνέντευξη στους New York Times για τα δεινά του rock ‘n’ roll. Επιχειρώντας να αφήσει πίσω του τις μεγάλες εξαρτήσεις από ουσίες, και κηρύττοντας πως είδε το φως, έκανε τη γνώριμη επίθεση στους Black Sabbath, επαναφέροντας στην επικαιρότητα το ζήτημα του σατανισμού.
Απτόητος, ο Iommi συνέχισε, επιχειρώντας παράλληλα να πείσει τον Butler να παίξει στον δίσκο. Και ενώ η γυναίκα του και μάνατζερ, Gloria, συμφώνησε πως θα ήταν μια καλή κίνηση, λίγο μετά μαθαίνει πως ο Butler υπέγραψε συμβόλαιο να παίξει στο επόμενο προσωπικό άλμπουμ του Ozzy. Το υπόλοιπο σχήμα, πέρα από τον Hughes, συμπληρώνεται τελικά από τον μπασίστα Dave Spitz (αδερφός του κιθαρίστα των Anthrax Dan Spitz, μπασίστας και στους Great White και White Lion), τον ντράμερ Eric Singer και τον συνήθη ύποπτο Geoff Nicholls στα keyboards.
Πέρα από τη εντυπωσιακή φωνητική του παράσταση στο δίσκο, ο Hughes, με τον παροιμιώδη εθισμό του στην κοκαΐνη, δυσκολεύτηκε να συνεργαστεί και η συμπεριφορά του εξελίχθηκε σε πραγματικό εφιάλτη. Μέσα από όλους αυτούς τους ύφαλους, ο Iommi με τον Glixman ολοκλήρωσαν τα sessions που ηχογραφήθηκαν στα Cheshire Sound Studios στην Ατλάντα. Τον Αύγουστο του 1985 το άλμπουμ είχε ολοκληρωθεί.
Ο κιθαρίστας ήταν ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα και υπολόγιζε σε περιοδείες μικρής κλίμακας για την προώθησή του, μέχρι την επόμενη δουλειά του. Όμως ο μάνατζερ των Black Sabbath και πατέρας της Sharon Osbourne, Don Arden, αλλά και η δισκογραφική Warner Bros. Records, θεώρησαν πως το “Seventh Star” θα έπρεπε να κυκλοφορήσει σαν άλμπουμ των Black Sabbath. Ήταν ένας τρόπος να επιστρέψει το όνομα του γκρουπ στην αγορά, αλλά και να ολοκληρώσει το συμβόλαιό του με την εταιρεία. Η επιμονή του Iommi να διαχωριστεί η δουλειά αυτή από τα υπόλοιπα άλμπουμ των Black Sabbath μεταφράστηκε τελικά μόνο σε αυτό το περιβόητο “featuring Tony Iommi”, γεγονός που δυσαρέστησε πολύ τον ίδιο αλλά και τον Hughes, που πίστευαν πως δεν είχε αποδοθεί δισκογραφική δικαιοσύνη.
Στην περιοδεία που κλείστηκε, ο Hughes αντιμετώπισε γρήγορα σοβαρά προβλήματα από την εξάρτησή του στα ναρκωτικά, καθώς στην πρώτη τους εμφάνιση, σύρθηκε κυριολεκτικά μέχρι τη σκηνή. Μέχρι την τρίτη συναυλία, βρέθηκε με σπασμένη μύτη μετά από καυγά με τον μάνατζερ της περιοδείας, John Downing, ενώ η χρήση κοκαΐνης επηρέασε τη φωνή του, μαζί με τον τραυματισμό. Βλέποντας ο Arden την περιοδεία, που περιλάμβανε ως support τους Anthrax και τους W.A.S.P., να κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα, τους πρότεινε να ακυρώσουν το υπόλοιπο μέρος της. Μπροστά στην απειλή της οικονομικής καταστροφής αλλά και των πιθανών μηνύσεων, ο Iommi αποφασίζει να προσλάβει σαν αναπληρωματικό τον νεαρό τραγουδιστή Ray Gillen, μέχρι να συμβεί το μοιραίο με τον Hughes. Τελικά, μετά από την εμφάνιση στο Worcester της Μασαχουσέτης στις 26 Μαρτίου 1986, ο Iommi απέλυσε τον Hughes, και το συγκρότημα συνέχισε με τον Gillen.
Η επεισοδιακή περιοδεία δεν βοήθησε ιδιαίτερα τις πωλήσεις του δίσκου, ούτε και το βίντεο του “No Stranger to Love”, με την Denise Crosby, την “Tasha Yar” του “Star Trek: The Next Generation” δίπλα στον Tony Iommi. Έφτασε στο Νο 78 των άλμπουμ του Billboard και γρήγορα χάθηκε.