FOR THE STORMS: “Losing What’s Left of Us”

ALBUM

Κενό – Επιθυμίες – Ερημιά – Χρόνος – Αναμνήσεις – Τύψεις – Σημάδια – Απώλεια – Λάθη – Ενοχή – Παλίρροια – Ανάσα – Βάρος – Διάλυση – Παροδικότητα …

Το νέο έργο των Ιταλών, σαν μια ανακλαστική ενέργεια απέναντι σε μια διαγραφόμενη εικόνα των τάφων μέσα από τους ήχους τους, με ώθησε να γυρίσω στο παιδικό παιχνίδι, και αντί για τελείες να ενώσω λέξεις, περιμένοντας να μου αποκαλυφθεί το βαθύ κίνητρο που γέννησε αυτή την ευαίσθητη διαδρομή. Αυτό που κέρδισα τελικά από το παιχνίδι μου είναι η επανάληψη της γνώσης πως μόνο η μουσική μπορεί να ενώσει λέξεις με θεραπευτικό τρόπο.

Οι For The Storms είναι ένα σχήμα αντιθέσεων, αναζητώντας μέσα από τη σύγκρουση των ήχων κάποια ίσως αχαρτογράφητη λύτρωση. Η θεόρατη σημασία της μουσικής για τους ίδιους, είναι μια δύναμη που περνά μέσα σε κάθε απόπειρα που κάνουν να προσεγγίσουν τις παγίδες και τις ψευδαισθήσεις μιας πραγματικότητας που ξέρει να κλέβει την αξία της ζωής. Έτσι τα τραγούδια μοιραία γίνονται μια ταραγμένη αυτοανάλυση με μια ποιητική και φιλοσοφική προσέγγιση, μια ηχητική έρευνα για τη θνητότητα, την ατομικότητα και την αλλαγή.

Για όσους αρέσκονται περισσότερο στη μουσική πλευρά της ομάδας από τη Μπρέσια, δυο πυρήνες λειτουργούν και αναπτύσσονται στις ιδέες τους. Βίαια, σκοτεινά ριφ που αναδύονται από τα χωράφια του doom και του sludge, ίσως και του death σε στιγμές, μεταφέρουν την οργή και την εσωτερική ταραχή του ήρωα σε κάθε κεφάλαιο. Το σημαντικό είναι πως τα ριφ είναι ευδιάκριτα και σμιλευμένα με το θέλγητρο της εύκολης ανάκλησης. Παράλληλα, είναι αισθητή η απόπειρα να γραφούν αναπλαστικά, αναπαριστώντας τις πνευματικές και συναισθηματικές περιπέτειες του δίσκου. Το “Dogma” που μας υποδέχεται, έχει ένα επίμονο groovy θέμα, μια ιδανική βάση για τη δυσάρεστη ξενάγηση του αφηγητή σε ένα χωράφι δισταγμών, πτώσεων και απομυθοποιήσεων. Το ίδιο το τραγούδι μοιάζει κάποια στιγμή τόσο σοφά να απορρυθμίζεται, να προσπαθεί να ισορροπήσει και να συνεχίζει το δρόμο του.

Απέναντι στο έρεβος και το σκοτάδι των ριφ υπάρχει η γυμνή ερημιά των στιγμών που κόβουν την ανάσα σε δύσκολες αναμονές και ευάλωτες αναθεωρήσεις, σαν αυτή που σχίζει το πυκνό μαύρο μελάνι του “Regret” για να προσφέρει την ομιχλώδη ευγένεια που με συνέπεια αναδύουν οι post rock αναπνοές. Με το συγκινητικά σκονισμένο “Ghosts” περνάμε στο δεύτερο κεφάλαιο, όπου το “Closures” έχει μια πολυσυλλεκτική εξέλιξη και παρασέρνει τον ακροατή με μια σειρά μεταστροφών για να τον αφήσει εξουθενωμένο στη δύση του ήλιου να πυρπολεί το ίδιο του το φάντασμα.

Μετά το πικρό, διστακτικό του χάραγμα, το ομότιτλο βαδίζει εμβατηριακά δίπλα στη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, σκληρά περιφρονητικό απέναντι στις υποτιθέμενες σημασίες και αξίες των όντων. Πέφτει σε ένα κενό έρημης, μοιραίας παρατήρησης στο μέσο του και ορθώνεται ξανά καθοριστικό και αμετάκλητο απέναντι σε κάθε υποψία υστεροφημίας. Το “Fragments” με το αδυσώπητα ερεβώδες μονοπάτι του διατρέχει όλη αυτή την προσωπική διάλυση, την αγωνία της συνειδητοποίησης, αυτή τη μαύρη γνώση που ανακατεύει την απογοήτευση με την οργή. Η οριακή μετάβαση στο φινάλε του, με τις κιθάρες να στρέφουν την οργή σε μια έκκληση χωρίς παραλήπτη επιφυλάσσει μια από τις εντονότερες φωνητικές ερμηνείες του έργου, την μαρτυρία ενός τσακισμένου ανθρώπου.

Η σύντομη πικρή ευχή του “May the Emptiness You Carry Bring Some Comfort When You ‘re Gone”, μας σπρώχνει στο τρίτο και τελευταίο μέρος. Στο “The Void Below” η φυσική κατάληξη του τέλους μεταφέρει το βάρος της μαζί με τις τελευταίες αμφιβολίες να επιχειρούν μια ανατροπή. Όπως φαίνεται αναπόφευκτο, το φινάλε του “Nepenthe (to Watch Myself Drown)” είναι ένα υπαρξιακό ρέκβιεμ, και αν τα φωνητικά των ισχυρών του μερών σκορπίζουν εσωτερικές κατάρες και ευχές σαν οριστικές αποφάσεις, οι δραματικές κιθάρες τραβούν την οργή στο χώμα, ολοκληρώνοντας τη φθορά και την ανάγκη να μην νιώθεις πια τίποτα.

Συνθηκολογώντας με την ανάγκη αυτών που αφήνουν τη μουσική να πρωταγωνιστήσει, το νέο άλμπουμ των Ιταλών είναι μια σμιλευμένη με υπέρμετρη φροντίδα παλίρροια και άμπωτη ήχων, εντάσεων, εντυπώσεων και διαθέσεων. Οι μονομαχίες του sludge και του doom με την κρυστάλλινη πλευρά του post rock μοιάζει να αρκούν να σε παγιδεύσουν. Παραμένει όμως άδικο να παραμελήσει κανείς ένα σεβαστό πλήθος από ποιητικές λεπτομέρειες έκφρασης που δυναμώνουν κάθε ξεχωριστό ήχο και δίνουν στη συνολική μουσική προσφορά μια υπόσταση υπαρξιακή και σημαίνουσα.

Όσο και αν η κατάδυση στον κόσμο των For The Storms είναι μια δύσβατη και ανεμοδαρμένη επιλογή που αποκτά μια συντριπτική προοπτική ανάλογα με το ακρωτήρι από το οποίο ατενίζεις τη ζωή και την ύπαρξη, η συνολική του αξία κατάφερε εύκολα να μου φέρει μια απροσδιόριστη και σπάνια ανακούφιση. Και αν οι ίδιοι μου επιτρέπουν μια εκτροπή θετικής υπερβολής, μια εκστατική απόλαυση.

Είδος: Doom/Sludge/Post Metal
Εταιρεία: Meuse Music Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 12 Οκτωβρίου 2024

Facebook
Bandcamp

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1161 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.