Το όγδοο προσωπικό άλμπουμ του Alice Cooper κλείνει την περίφημη και ομιχλώδη περίοδο των blackout albums, με τον εθισμό του στην κοκαΐνη να επηρεάζει τόσο τη δημιουργικότητα όσο και τις μνήμες του από εκείνα τα χρόνια. Το γεγονός πως αρκετά πράγματα δεν πηγαίνουν φυσιολογικά στο δίσκο αυτό φανερώνεται ήδη από το εξώφυλλο, όταν ένα τμήμα του πίνακα “Slave Market with the Disappearing Bust of Voltaire” του σουρεαλιστή Salvador Dali χρησιμοποιείται να συνοδέψει τον τίτλο “Dada”, το γνωστό καλλιτεχνικό κίνημα αισθητικής αναρχίας που αναπτύχθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στις εικαστικές τέχνες.
Ο πρωταρχικός λόγος της δημιουργίας του “Dada” δεν ακούγεται τόσο ποιητικός, καθώς ουσιαστικά αποτελούσε την τελευταία υποχρέωση του καλλιτέχνη στην Warner Brothers. Ο παραγωγός Bob Ezrin στρατολογήθηκε, έξι χρόνια μετά από τη συνεργασία του με τον Cooper στο άλμπουμ “Lace and Whiskey” να τον πείσει να εγκαταλείψει την Arizona και να ταξιδέψει στο κρύο Toronto. Αρχικά ο Ezrin επικοινώνησε με τον κιθαρίστα Dick Warner. Του ζήτησε να ταξιδέψει στο Phoenix, και να δουλέψει μαζί με τον Cooper στη σύνθεση νέου υλικού. Ο Wagner έμεινε για κάποιες μέρες στο σπίτι του Cooper, γράφοντας στην κιθάρα και τα keyboards τα πρώτα θέματα. Κάποια στιγμή, αφού ο Cooper εισέπραξε ένα ποσό από την Warner και άφησε την αρχική του αδιαφορία να υποχωρήσει και να συγγράψει με τον Wagner, ταξίδεψαν στο παγωμένο Toronto. Νοίκιασαν μια σουίτα με δυο δωμάτια στο Hilton, που χωρίζονταν από έναν ενδιάμεσο χώρο και εκεί δούλευαν, συνήθως πιωμένοι με την επίδραση της βότκας. Πέρα από μια φυσική και αρμονική συνεργασία στη σύνθεση, οι δυο άντρες βρέθηκαν για πρώτη φορά πολύ κοντά, μιλώντας για τις ζωές τους και κάνοντας προσωπικές αποκαλύψεις.
Ηχογραφούσαν το υλικό που προέκυπτε στα ESP Studios, και το βράδυ επέστρεφαν στο ξενοδοχείο για φαγητό. Μετά, συνήθιζαν να κάθονται στο πιάνο, στο σαλόνι του ξενοδοχείου με τον Wagner να παίζει και τον Alice να τραγουδά, διασκεδάζοντας τον κόσμο. Εκεί δούλευαν δυο πανέμορφες σερβιτόρες, μια ψηλή μελαχρινή και μια κοκκινομάλλα, που φορούσαν κοντά, σέξι, μαύρα φορέματα. Ένα βράδυ όταν γύρισαν στα δωμάτια, αποφάσισαν να γράψουν ένα τραγούδι για τις όμορφες σερβιτόρες, το “Scarlet and Sheba”. Το επόμενο πρωί στις δέκα ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα τους, και όταν ο Wagner σηκώθηκε και άνοιξε, είδε τα δυο κορίτσια να στέκονται, κρατώντας η καθεμιά ένα κομμάτι τούρτα black forest. O Alice σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο, ζήτησε από τα κορίτσια να καθίσουν, και τους είπε πως έγραψαν ένα τραγούδι γι’ αυτές. Ελαφρώς ταπεινωμένες αρχικά, αφού είχαν ξεκάθαρα σεξουαλικές προθέσεις, ένιωσαν κολακευμένες με το τραγούδι, και ο μύθος των υπέροχων Scarlet και Sheba σταμάτησε εκεί. Η γενική πολιτική ήταν να μην αφήνουν γυναίκες να καθυστερούν τη διαδικασία, άλλωστε ο Cooper διατήρησε τον σεβασμό στο γάμο και τη γυναίκα του ως τις μέρες μας.
Όντας το τελευταίο άλμπουμ για την Warner, κάτι που έδωσε και την έμπνευση για τον ειρωνικό τίτλο του καταπληκτικού “Former Lee Warmer”, δουλεύουν χαλαρά χωρίς πίεση και σκοπιμότητες. Γνωρίζουν από πριν πως η εταιρεία δεν πρόκειται να προωθήσει τον δίσκο. Ο Bob Ezrin, ο οποίος είναι ήδη γνωστός για ιστορικά concept άλμπουμ, όπως το “The Wall” των Pink Floyd, και το “Music from the Elder” των Kiss, ενίσχυσε με προθυμία την φιλοδοξία ενός concept άλμπουμ, γύρω από έναν μάλλον ανδρόγυνο χαρακτήρα με συγκεχυμένες αντιλήψεις, με το όνομα “Sonny”, κάτι που μέσα από τις μόνιμες σιωπές του Cooper σχετικά με το περιεχόμενο, μοιάζει να υπηρετείται περιστασιακά στη εξέλιξη της διαδρομής. Στο “Enough ‘s Enough” ενδεικτικά, υπάρχουν δείγματα ενδοοικογενειακής βίας ενώ οι στίχοι παρεξηγήθηκαν μέχρι και σαν προτροπές παιδικής πορνείας. Στην ιδέα του Wagner “Formely Warner”, ο χαρακτήρας του “Former Lee Warmer” είναι ένας περίεργος τύπος κλειδωμένος στη σοφίτα, ο ίδιος διαταραγμένος χαρακτήρας που διαλέγεται με τον ψυχίατρο στο εισαγωγικό ομότιτλο τραγούδι. Είναι πιθανά, σύμφωνα με τον Wagner, ένας μουσικός με ένα κενό στο μυαλό του, που παίζει κλεισμένος συνέχεια αυτό το ανατριχιαστικό θέμα. Πολλοί, επιχειρώντας να ερμηνεύσουν τη ροή του δίσκου, τον έχουν συνδέσει με τον “Steven” του “Welcome to my Nightmare”.
Στο αλλόκοτο “No Man’s Land” με τις επίμονες μακριές αφηγηματικές του γραμμές, ο χαρακτήρας βρίσκεται με ένα κοστούμι Άγιου Βασίλη σε ένα πολυκατάστημα στην Atlanta, και σε ένα κρεσέντο απίθανων στίχων ομολογεί πως η υποψήφια σύντροφός του έπρεπε να μάθει να αγαπά και τους τέσσερις που ζούσαν μέσα του. Ο διακτινισμός του θέματος του άλμπουμ είναι ευφυής και με μια ανάλογη μουσική ευελιξία, και η σχεδόν synth pop φύση του “Dyslexia” μοιάζει να αποτελεί και την πιο ευδιάκριτη πινακίδα για την εποχή της ηχογράφησης. Το παλιό κλασικό χιούμορ του Cooper επιστρέφει στο φωτεινά νοσταλγικό και καυστικό “I Love America”, για να βυθιστούμε σε μια ιστορία βρικολάκων, στον περίεργο τρόμο του “Fresh Blood” με τα σχεδόν funky βήματα. Το “Pass the Gun Around” ο κεντρικός ήρωας ξυπνά στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου και ζητά την τιμωρία του από όσους έβλαψε με έναν πυροβολισμό από τον καθένα. Ένα όμορφα σμιλευμένο τραγούδι με ένα εκπληκτικό σόλο από τον Wagner, κρύβει ουσιαστικά μέσα του την προσωπική κραυγή αγωνίας του Cooper για τους εθισμούς του που εξακολουθούν να τον σκοτώνουν αργά, μέρα με τη μέρα.
Ο Wagner έπαιξε όλες τις κιθάρες και το μπάσο, ενώ στο φρέσκο τότε στούντιο του Buttonville επιστρατεύτηκαν και αρκετοί ντόπιοι session μουσικοί, όπως ο τραγουδιστής-κημπορντίστας Graham Shaw, ο μπασίστας Prakash John και η τραγουδίστρια Lisa Dal Bello, της οποίας το “Gonna Get Close To You” επέλεξαν να διασκευάσουν οι Queensryche στο άλμπουμ “Rage For Order” του 1986. Ο κτητικός και απαιτητικός Bob Ezrin συχνά συγκρούστηκε με τον Wagner, όμως οι δυο τους με τον ταραγμένο Cooper ήταν οι τρεις που δημιούργησαν το έργο αυτό. Ο Wagner, πέρα από τη συνθετική του συνδρομή, ήταν ο άνθρωπος που ξεκλείδωσε την αρχική αδιαφορία του Cooper, έμενε μαζί του όλο το 24ωρο και έφτασε να τον συνοδεύει ακόμα και στο αλκοόλ. Παρά τις στιγμιαίες συγκρούσεις, ο Wagner ανακαλούσε εκείνη τη συγκυρία σαν μια εποχή εμπνευσμένης δημιουργικότητας και συντροφικότητας για τους τρεις αυτούς συνεργάτες.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1983. Το δελτίο τύπου της Warner άρχιζε κάπως έτσι:
“Το Dada είναι:
Πώς αποκαλούν τα μωρά τους μπαμπάδες τους.
Ένα καλλιτεχνικό κίνημα των αρχών του 20ου αιώνα που τόνισε τις μυστηριώδεις, ονειρικές και παράλογες πτυχές της ύπαρξης.
Το 17ο άλμπουμ του Alice Cooper για την Warner Bros. Records.
Όλα τα παραπάνω”.
Με το πέρασμα των χρόνων αποδείχθηκε πως τελικά το “Dada” ήταν ένα έργο που ξεκίνησε με τις χαμηλότερες των προσδοκιών και εξελίχθηκε, μέσω μιας ιδιαίτερης, συγκυριακής δημιουργικής ελευθερίας, σε ένα από τα πιο πολυσυλλεκτικά, βαθιά και προκλητικά και προοδευτικά άλμπουμ του Alice Cooper. Όσο και αν περιφρονήθηκε και υποτιμήθηκε στην εποχή του, σταδιακά απέκτησε ένα ισχυρό cult status και θεωρείται πια ένα κρυμμένο διαμάντι. Δυστυχώς κανένα από τα τραγούδια του δεν παίχτηκε ποτέ ζωντανά.
Αμέσως μετά την κυκλοφορία του, η γυναίκα του Cooper, η Sheryl είχε εξαντλήσει τα περιθώριά της. Τρομοκρατήθηκε βλέποντας τον άντρα της να πεθαίνει κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια της και ένιωσε αβοήθητη. Ξεκίνησε διαδικασίες διαζυγίου και μετακόμισε με τον γιο τους Calico στο Σικάγο. Ο Alice απέμεινε ολομόναχος με ένα βουνό κοκαΐνης και ένα όπλο. Είχε πιάσει πάτο. Επέστρεψε στην οικογένειά του στο Φοίνιξ και έκανε εισαγωγή αμέσως στο νοσοκομείο, εθισμένος και στο αλκοόλ, με κίρρωση του ήπατος . Όταν βγήκε τελικά τον Φεβρουάριο του 1984, ήταν καθαρός. Κάλεσε τη Sheryl στο Σικάγο και εκείνη δέχτηκε επιφυλακτικά να επιχειρήσει μια συμφιλίωση. Χρειάστηκαν άλλα δύο χρόνια για να αναρρώσει πλήρως και να επιστρέψει στη σκηνή και στο στούντιο με το άλμπουμ “Constritor” το 1986, πανέτοιμος πια σε εντελώς διαφορετικές προκλήσεις και ήχους των καιρών.