Τα blues υπήρχαν πριν τον John Mayall στη Βρετανία, με κυρίους εκπροσώπους – καλλιτέχνες όπως ο Alexis Korner. Όμως ο Mayall μαζί με τον Clapton, έδωσαν τα απαραίτητα συστατικά που χρειάζονταν για να γίνουν γνωστά ως blues των λευκών, παράλληλα βέβαια με αυτά που έκαναν οι όμοιοι τους από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού (Electric Flag, Paul Butterfield) . Οι Βρετανοί, αγάπησαν, αυτό το είδος της μουσικής και το υποστήριξαν σαν να ήταν ανέκαθεν δικό τους δημιούργημα. Του πρόσθεσαν ηλεκτρικά στοιχεία και το επέβαλαν στο μεγάλο κοινό. Προσέφεραν με λίγα λόγια ευκαιρία στους μαύρους καλλιτέχνες, που το δημιούργησαν, να γίνουν γνωστοί σε όλο τον κόσμο .
Στην Ελλάδα βέβαια εκείνη την εποχή, τέτοια σημαντικά πολιτιστικά γεγονότα μαθαίνονταν με καθυστέρηση. Υπάρχουν μαρτυρίες και κείμενα της εποχής που αποδεικνύουν ότι ο Mayall έγινε γνωστός μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν δηλαδή η μουσική στη Βρετανία πήγαινε προς άλλη κατεύθυνση. Η ιστορία ξεκινά στις αρχές του 1960, όταν σχηματίστηκαν οι John Mayall & the Bluesbreakers, ένα συγκρότημα που είχε μεταξύ των μελών του μερικούς από τους πιο διάσημους και ταλαντούχους μουσικούς του πλανήτη. Ο δημιουργός της μπάντας, John Mayall, ήταν τραγουδιστής, κιθαρίστας, έπαιζε φυσαρμόνικα και πλήκτρα.
Ο Alexis Korner ήταν αυτός που έπεισε τον Mayall να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική και να μετακομίσει στο Λονδίνο. Εκεί φυσικά συστήθηκε με πολλούς άλλους μουσικούς. Στα τέλη του 1963, με το συγκρότημα του, που θα ονομαζόταν Bluesbreakers, άρχισε να παίζει στο Marquee Club. Η σύνθεση ήταν οι Mayall, Ward, John McVie στο μπάσο και ο κιθαρίστας Bernie Watson.
Στη φοβερότερη περίοδο, μεταξύ 1965 και 1969, τράβηξε σαν μαγνήτης εκκολαπτόμενα αστέρια όπως, τον Eric Clapton, ο οποίος αργότερα σχημάτισε τους Cream, τον Peter Green, που έφυγε για να ιδρύσει τους Fleetwood Mac και τον Mick Taylor, που στην συνέχεια τον τσίμπησαν οι Rolling Stones. Ήταν και το παρουσιαστικό του που τραβούσε το ενδιαφέρον. Μακριά μαλλιά, γένια και αύρα ανθρώπου που ήξερε πολύ καλά τι έκανε .Έτσι τον θυμάται ο Clapton, το ίδιο βλέπουμε και εμείς από τις φωτογραφίες της εποχής. Η συλλογή με δίσκους που είχε ήταν απίστευτη και αποτέλεσε μεγάλη επιρροή για όσα από τα μέλη της μπάντας την επισκέπτονταν.
Το άλμπουμ που ηχογράφησε ο Clapton με τον Mayall, το “Blues Breakers” (1966), θεωρείται ότι ξεκίνησε την έκρηξη των ηλεκτρικών blues. Εκτός από την καλλιτεχνική του αξία απέκτησε και εμπορική σκαρφαλώνοντας στα chart. Διέθετε ρεπερτόριο από διασκευές τραγουδιών όπως των Robert Johnson, Ray Charles, καθώς και συνθέσεις του ίδιου του Mayall.
Η συνέχεια εξίσου σημαντική με το, «A Hard Road» (1967), με τον Peter Green πλέον στη σύνθεση. Καθοριστική κυκλοφορία – διαμάντι που οδήγησε σε πιο διευρυμένους ορίζοντες και σε συναυλίες στο εξωτερικό.
Η εναλλαγή από τον Clapton στον Green, έχει από πίσω μια ιστορία που έχει σχέση με την Ελλάδα. Τον Αύγουστο του ´65 ο Clapton με κάποιους μουσικούς που αποκαλούνταν «Glands» επισκέφτηκαν την χώρα μας για βόλτα προσθέτοντας ένα λιθαράκι στην ιστορία της ελληνικής rock κουλτούρας. Tο φθινόπωρο του 1965 το αθηναϊκό κοινό είχε την τύχη να μπορεί να τον βλέπει σχεδόν καθημερινά σε γνωστό club της εποχής, χωρίς όμως να γνωρίζει ποιος ακριβώς ήταν αυτός που έβλεπε. Την περίοδο αυτή ανέλαβε προσωρινά ο Green στους Bluesbreakers, αποχώρησε για ένα διάστημα ο Mc Vie και συμμετείχε για λίγο ο τεράστιος Jack Bruce. Αυτά τα είδωλα του rock, ήταν τότε μια μεγάλη παρέα.
Το Νοέμβριο του 1965, ο Clapton επέστρεψε για να ολοκληρωθεί η πρώτη σημαντική κυκλοφορία της μπάντας. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60 όλα τα album του Mayall και της παρέας του ήταν αριστουργήματα, ενώ οι συνεργασίες προκαλούν ίλιγγο. Εκτός από όσους ανέφερα πιο πάνω, πέρασαν επίσης ο δεκαπεντάχρονος Andy Fraser (Free), Tony Reeves-Hiseman (Colosseum), Jon Mark (Zoot Money – Alan price) και πολλοί άλλοι. Το 1969, αφού ηχογράφησε το album «Blues From Laurel Canyon», μετακόμισε στην περιοχή του Λος Άντζελες, έγινε φίλος με τους Canned Heat και έζησε εκεί για το υπόλοιπο της ζωής του.
Καθώς μπαίνουμε στην δεκαετία του ’70 η σύνθεση του γκρουπ άλλαξε. Έπαψε να είναι καθαρά Βρετανική. Αμερικανοί μουσικοί όπως ο κιθαρίστας Harvey Mandel (Canned Heat) διαμόρφωσαν τη σύνθεση και τον ήχο στη βάση των ηλεκτρικών blues, αλλά και σε πιο Jazz εκδοχές. Το αξιοσημείωτο είναι ότι και αυτοί με τη σειρά τους, συνέχισαν με επιτυχημένες σόλο καριέρες.
Το 1979, πυρκαγιά κατέστρεψε το σπίτι του στο Λος Άντζελες. Οι φλόγες έκαψαν μεγάλο μέρος της συλλογής που εκείνη τη στιγμή είχε αυξηθεί σε χιλιάδες δίσκους, συμπεριλαμβανομένων πολλών σπάνιων 45-78 rpm και μεγάλης συλλογής με ταινίες πορνό.
Στη δεκαετία του 1980 δημιούργησε ξανά τους Bluesbreakers, όπου συνέχιζε να περιοδεύει και να ηχογραφεί, με αρκετές αλλαγές, μέχρι τον 21ο αιώνα. Στην Ελλάδα ο John Mayall έχει εμφανιστεί τρεις φορές. Το 1983 στο Λυκαβηττό, το ’91 στο γήπεδο του Παναθηναϊκού (Albert Collins, B Guy) και το ’98 σε Πάτρα και Θεσσαλονίκη. Όλες οι συναυλίες ήταν επιτυχημένες.
Στις αρχές τις νέας χιλιετίας και με αφορμή τα 40 χρόνια της καριέρας του, ο Mayall κάλεσε φίλους του για την ηχογράφηση του album “Along for the Ride”. Στο εξώφυλλο, συμπεριλαμβανομένων μερικών Bluesbreakers, παλιών και νέων, αναφέρονται ονόματα όπως των Gary Moore, Jonny Lang, Steve Cropper, Steve Miller, Otis Rush, Billy Gibbons και άλλων ακόμα.
Σε επτά δεκαετίες καριέρας κυκλοφόρησε περισσότερα από 70 album με πιο πρόσφατο το “The Sun Is Shining Down” το 2022. Ο Mayall υπήρξε σημαντικός κρίκος της μουσικής αλυσίδας της δεκαετίας του 60, χρυσής περιόδου για τη διαμόρφωση της σύγχρονης Pop κουλτούρας. Έφυγε από τη ζωή στις 22 Ιουλίου 24, στην ηλικία των 90 ετών.