Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1920, στη μικρή παραθαλάσσια πόλη Littlehampton στο Sussex της Αγγλίας, ξεσπά ένα σκάνδαλο όταν μια σειρά από ανώνυμες, βρώμικες, συκοφαντικές επιστολές στέλνονται σε διάφορους παραλήπτες από άγνωστο αποστολέα. Ο βασικός στόχος είναι η μεσήλικη Edith Swan, η οποία εξακολουθεί να ζει μαζί με τους γονείς της στο πατρικό της σπίτι, και μια ολόκληρη σειρά από τέτοιες αηδιαστικές, προσβλητικές επιστολές εξακολουθεί να στέλνεται σε αυτή.
Η πραγματική αυτή ιστορία που εκτυλίχθηκε από το 1918 ως το 1923, έχοντας σαν βασική ύποπτο για τα γράμματα μια ατίθαση νεαρή Ιρλανδή μετανάστη, την Rose Gooding, απασχόλησε την αγγλική κοινωνία καθώς πήρε έκταση στον τύπο εκείνη την εποχή, και καλύφθηκε μέχρι την τελική της απρόοπτη έκβαση. Το σκάνδαλο μνημονευόταν σαν τα “γράμματα του Littlehampton” ή “το παραθαλάσσιο μυστήριο”. Όλα τα πραγματικά γεγονότα διαδραματίστηκαν κατά την περίοδο της σουφραζέτας στο Ηνωμένο Βασίλειο, του κινήματος για τη διεκδίκηση του δικαιώματος της ψήφου για τις γυναίκες.
Η έμπνευση από αυτή την παλιά ιστορία ήταν ο οδηγός για τον Βρετανό κωμικό και σεναριογράφο Jonny Sweet, και την σκηνοθέτιδα Thea Sharrock να δημιουργήσουν μια ταινία που διατρέχει με την ανάλογη ελευθερία παρεμβάσεων τα περιστατικά, σε μια συμπυκνωμένη απόδοση της συνολικής διαδρομής. Με το υλικό να υπόσχεται τη διάγνωση πως η ζωή πολύ συχνά είναι πιο συναρπαστική ακόμα και από την πιο επικίνδυνη φαντασία, η ταινία επιλέγει να διατηρήσει μια ισορροπία ανάμεσα στην κωμική ελαφρότητα της σατανικής φάρσας διαρκείας και στο σκοτάδι μιας συντηρητικής, δεσποτικής κοινωνίας. Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία ελκυστικής ροής, αυθεντικής γοητείας και με την εξόφθαλμη ώθηση για σκέψη να γαργαλά ταυτόχρονα μυαλά διαφορετικής εμβέλειας.
Η ατίθαση και επαναστατική Rose, με το βρώμικο στόμα και την αντισυμβατική ζωή, έχει μια κόρη με έναν πατέρα που σύμφωνα με τη Rose πέθανε στον πόλεμο, και συζεί με τον έγχρωμο εραστή της. Η έναρξη των βρώμικων επιστολών συμπορεύεται χρονικά με την μετακίνησή της στη μικρή πόλη. Η συντριπτική πλειοψηφία της τοπικής κοινωνίας την θεωρεί την απόλυτη ύποπτο, ενώ και η αστυνομία δεν την καλοβλέπει. Συνολικά, η Rose είναι η απόλυτα ανεπιθύμητη, ξένη παραφωνία που μοιάζει να έχει έρθει για να γυρίσει ανάποδα την πειθαρχημένη, αυτόματη, απόλυτα ατάραχη ζωή του Littlehampton. Η Rose μοιάζει με μια σύγχρονη μάγισσα που αργά και σταθερά πρέπει να οδηγηθεί στην πυρά, με οποιοδήποτε τίμημα.
H Edith Swan από την άλλη, που αποτελεί το βασικό θύμα των εξευτελιστικών γραμμάτων, είναι το παιδί της οικογένειας που παρέμεινε εγκλωβισμένο στο πατρικό του σπίτι. Έχασε την ευκαιρία, κάτω από ασαφείς συνθήκες να φύγει, στη μοναδική σχέση που της παρουσιάστηκε. Κάτω από τον συνεχή, απολυταρχικό προβολέα του πατέρα της και μια θρησκευτική πειθαρχία, βιώνει την καθημερινή, υποκριτική, επαναλαμβανόμενη δυναστεία ενός φαινομενικά αδιαπραγμάτευτου καθωσπρεπισμού. Και επειδή τα ετερώνυμα έλκονται, οι δυο γυναίκες περνούν από μια μικρή φάση μιας περίεργης, ανορθόδοξης φιλίας μέχρι τη στιγμή που η Edith αποφασίζει να γίνει η σταυροφόρος της μικρής πόλης και να καταγγείλει την Rose στην αστυνομία για τις επιστολές.
Ο παραλογισμός που ακολουθεί και σκιαγραφείται με μια σειρά από ανάγλυφους και μοναδικούς χαρακτήρες, σε κάνει συχνά να πιάνεις τον εαυτό σου να αναρωτιέται πόσα πράγματα έχουν αλλάξει πραγματικά από τότε στις σημερινές κοινωνίες. Η ταινία αναμφισβήτητα εστιάζει έξυπνα και με πολυμορφία στην έννοια της γυναικείας καταπίεσης και υποτίμησης. Ουσιαστικά υποδηλώνεται πως μέσα από την αποτίναξη τέτοιων άρρωστων στεγανών, η κοινωνία θα καταφέρει να δει με άλλο μάτι και τους διαφορετικούς ανθρώπους που δρουν μακριά από τη συντηρητική πεπατημένη. Δεν είναι μάλλον τυχαίο πως η Rose αποκαλείται συχνά “ανώμαλη”.
Φυσικά, όπως ακόμα και στην πιο συντηρητική κοινωνία, έτσι και στο Littlehampton θα βρεθούν λίγες γενναίες γυναίκες να διαφοροποιηθούν απέναντι στην εύκολη και αυτόματη κοινωνική κατακραυγή. H τυφλή ουσιαστική παραπομπή της Rose, η έστω και προσωρινή φυλάκισή της, ο κίνδυνος να χάσει την επιμέλεια της κόρης της, όλα αυτά ξυπνούν στις γυναίκες αυτές την προοπτική μιας αληθινής πρόκλησης απέναντι σε ένα σύστημα με παρωπίδες, προφάσεις και φυγόπονες διαγνώσεις. Εκεί βέβαια, τη σκυτάλη παίρνει ξανά η ζωή και τα πραγματικά γεγονότα, και με έναν ευφυή και συναρπαστικό τρόπο το προφανές και το αυτονόητο γυρίζουν ανάποδα.
Το ευτυχές τέλος θα μπορούσε να καταλογιστεί σαν το χάδι μιας ευχής των δημιουργών, είναι όμως και το πραγματικό φινάλε της ιστορίας. Η καταπληκτική και πολυβραβευμένη Olivia Colman που ενσαρκώνει την Edith, σπρώχνει με το ταλέντο της την ηρωίδα σε ένα σαρκαστικά λυτρωτικό φινάλε, μια πανηγυρική απόδραση που τσαλακώνει αυτό τον δεσποτισμό δεκαετιών που τη δυνάστευε, την πλήγωνε και την παραμόρφωνε.
Μέσα σε έναν κόσμο που τόσο συχνά εξακολουθεί να ταμπουρώνεται σε παραπετάσματα ιδεολογικής ναφθαλίνης, αυτό το τελευταίο χαμόγελο που έμεινε πάνω μου πολύ παραπάνω, έμοιαζε πολύ με την ανάφλεξη μιας κάποιας μακρινής πίστης.