Ένα ανέκφραστο, μάλλον σκυθρωπό προσωπείο, σαν αυτά που ανακάλυπταν οι ερευνητές στα απομεινάρια ξεχασμένων πολιτισμών, εμφανίζεται στο εξώφυλλο ενός “απρόσμενου” άλμπουμ που κυκλοφόρησε αθόρυβα, κάπου στο τέλος του καλοκαιριού του 1995. Το λεγόμενο κεφάλι “Τίκι”, με τους αναρίθμητους θρησκευτικούς συμβολισμούς, σε ένα πιθανότατα αιματοβαμμένο φόντο, κοσμεί το τρίτο άλμπουμ των The Gathering, με τίτλο “Mandylion”. Ένας τίτλος που έλκει την καταγωγή του από ένα μη πραγματικό πρόσωπο την Βερενίκη, που σύμφωνα με το μύθο αποτύπωσε σε ένα πέπλο το πρόσωπο του Ιησού και λατρεύτηκε ως Αγία στα χρόνια του Μεσαίωνα. Σε συνδυασμό με την σημασιολογία του ονόματος της μπάντας (Η σύναξη) το “πέπλο” δίνει μυστηριακές προεκτάσεις σε μια εικόνα αινιγματική, για να ντύσει ένα μουσικό περιεχόμενο που θα εξέπληττε και τους πιο υποψιασμένους ακροατές.
Τα πρώτα δείγματα της “παρέας” από το Oss της Νότιας Ολλανδίας (περιοχή χωρίς ιδιαίτερη παράδοση στη σκληρή μουσική) ήταν κάπως αλλοπρόσαλλα, με πειραματισμούς στο ύφος και στις συνθέσεις, που έδειχναν ότι η μπάντα παρά τις ενδιαφέρουσες ιδέες έψαχνε κατεύθυνση. Τίποτα δεν προϊδέαζε ότι η παράτολμη “πρόσληψη” μιας άσημης 22χρονης τραγουδίστριας της Anneke Van Giersbergen, θα άλλαζε όχι μόνο τον ρου της ιστορίας της μπάντας, αλλά θα οριοθετούσε μια νέα τάξη πραγμάτων γενικότερα. Βασιζόμενοι στις εξαιρετικές φωνητικές της δυνατότητες, τα αδέρφια Hans (τύμπανα) και Rene Rutten (κιθάρα, φλάουτο), μαζί με τους Frank Boeijen (πλήκτρα), Jelmer Wiersma (κιθάρα) και Hugo Prinsen Geerligs (μπάσο), πήραν το ρίσκο και πραγματικά πέτυχαν διάνα. Γιατί δεν ήταν ούτε οι πωλήσεις, ούτε οι συμμετοχές σε μεγάλα φεστιβάλ που θα αντανακλούσαν την επιτυχία του “Mandylion”, αλλά η τεράστια επίδραση σε ένα ευρύ καλλιτεχνικό φάσμα. Η “σκοτεινή” Doom/Gothic Metal σκηνή, πραγματικό “άβατο” για το γυναικείο φύλο, εισέρχονταν σε μια νέα εποχή όπου η φαινομενικά ασύμβατη συνύπαρξη γυναικείας φωνής και σκληρού ήχου θα αποδεικνύονταν κάτι παραπάνω από εφικτή.
Η αλήθεια είναι, για όσους παρακολουθούσαν από κοντά τα δρώμενα εκείνη την εποχή, ότι υπήρξαν σποραδικές προσπάθειες και αξιοπρεπή εγχειρήματα στην ίδια κατεύθυνση (οι Theatre of Tragedy προηγήθηκαν μερικούς μήνες πριν), αλλά απόλυτος καταλύτης των εξελίξεων ήταν το “Mandylion”. H “πόρτα” που άνοιξαν οι The Gathering κι έφερε στην επιφάνεια ένα πλήθος μουσικών που βρήκαν πρόσφορο έδαφος έκφρασης και δημιουργίας, πιθανότατα να άνοιγε κάποια στιγμή στο μέλλον, αλλά δεν ξέρουμε ποια μορφή θα είχε. Γιατί το “πεδίον δόξης λαμπρό” που προσφέρθηκε σε συγκροτήματα που έκαναν τεράστια καριέρα (βλ. Evanescence, Nightwish, κτλ) άσχετα σε ποιον βαθμό πιστώθηκε στην μπάντα, είναι ανυπολόγιστης αξίας. Ακόμη και σήμερα, το όνομά των The Gathering σε πολλές λίστες με γυναικείες φωνές που φιγουράρουν σε παγκόσμιας εμβέλειας περιοδικά, είτε απουσιάζει είτε βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις. Αν η πάγια τακτική των δισκογραφικών εταιριών να δίνουν ξεχωριστά ονόματα σε κάθε νέο είδος/υποείδος επαναλαμβάνονταν και από την Century Media, πιθανότατα τα πράγματα να κυλούσαν διαφορετικά. Κοινή παραδοχή είναι πάντως ότι δεν αποδόθηκε η δικαιοσύνη που τους άξιζε ούτε για το impact ούτε για την προσέλκυση νέου κοινού.
Καθοριστικό στοιχείο για την μορφή που πήρε το Mandylion, ήταν και η γενικότερη επικρατούσα underground ατμόσφαιρα εκείνης της περιόδου με πολλά αξιόλογα δείγματα darkwave, avant-garde, new age και ethnic μουσικής. Είναι η εποχή που οι Dead Can Dance μεσουρανούν κι επηρεάζουν πλην όλων των υπολοίπων και τον Doom/Black Metal χώρο. Το ασυνήθιστο εξώφυλλο προσομοιάζει αρκετά σε αυτά των αυστραλιανών θρύλων του darkwave, ενώ και ο τίτλος είναι παρεμφερής με τη θεματολογία τους. Και δεν είναι μόνο ο τρόπος που τραγουδά η Anneke βαθύτατα επηρεασμένη από τη Lisa Gerrard, είναι και η μυστικιστική ατμόσφαιρα που αναδύεται από την εμπνευσμένη χρήση των πλήκτρων και των ιδιαίτερων οργάνων (κρουστών και πνευστών) που χρησιμοποιούνται, παρόμοιου ύφους με αυτό των Dead Can Dance (βλ. το ομώνυμο κομμάτι). Άλλωστε λίγο καιρό αργότερα οι The Gathering διασκευάζουν το κομμάτι “In Power We Trust The Love Advocated” στο single “Kevin’s Telescope” (του Nighttime Birds) τo 1997 (συμπεριλαμβάνεται και στο tribute “The Lotus Eaters” το 2004) επιβεβαιώνοντας την προφανή επιρροή.
Πριν εμβαθύνουμε στην ουσία του Mandylion θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι το πετυχημένο αποτέλεσμα δεν είναι προσπάθεια ενός μόνο ατόμου. Μπορεί το εκτυφλωτικό φως που εξέπεμπε η Anneke να θάμπωνε και να εντυπωσίαζε, ειδικά στο πρώτο άκουσμα, αλλά όλο το μουσικό background ήταν συνολική δουλειά. Άλλωστε η διαδικασία να πάρεις ένα “ακατέργαστο διαμάντι” και να καταφέρεις να του δώσεις μορφή ώστε να λάμπει παντοτινά δεν είναι εύκολο, αλλά οι ίδιοι το τόλμησαν και το κατάφεραν. Είναι πάντως λογικό σε ανδροκρατούμενους χώρους μια τόσο ξεχωριστή γυναικεία φωνή να τραβά την προσοχή και πιθανολογώ ότι η μπάντα επένδυσε σε αυτό.
Γυναικείες φωνές στο doom/gothic την ίδια περίοδο ακούσαμε περιστασιακά και στους Paradise Lost με backing vocals από την guest Denise Bernard στο “Icon”, αλλά είχαμε και την εκθαμβωτική σοπράνο Kari Rueslatten των The Third and the Mortal στο “Tears Laid in Earth”. Τόσο σε αυτές όσο και σε άλλες περιπτώσεις, οι φωνές ευθυγραμμίζονταν απόλυτα στο ύφος της μουσικής, διατηρώντας κι επαυξάνοντας την σκοτεινή μελαγχολική ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε. Κι εδώ ακριβώς το Mandylion κάνει τη διαφορά. Ο τρόπος που εκφράζεται η Anneke καταργεί εκκωφαντικά τα στερεότυπα του είδους, ακόμη και όταν “βγάζει” θλίψη, δεν παγιδεύεται στην δίνη της απελπισίας αλλά ακολουθεί τον δικό της αισιόδοξο δρόμο. Όταν τα αργόσυρτα riffs μαζί με τα πλήκτρα “βαραίνουν” την ατμόσφαιρα αφού την αφουγκραστεί και την συνειδητοποιήσει πλήρως, την “διαχειρίζεται” με εξαιρετική άνεση . Σου δίνεται η εντύπωση την στιγμή που όλα γύρω καταρρέουν και η κατάσταση είναι δυσάρεστη , ένα φευγαλέο χαμόγελο σου δίνει την δύναμη να συνεχίσεις. Αυτό το οξύμωρο “πάντρεμα” έκαναν οι the Gathering, ανάμεσα στα σκοτεινά μοτίβα του gothic και την “φωτεινή” χροιά της Anneke.
“Λευκή επιταγή” έδωσαν στην Anneke και στο στιχουργικό κομμάτι μιας και όλα τα τραγούδια γράφτηκαν αποκλειστικά από την ίδια. Χωρίς να φτάνουν στο συνθετικό επίπεδο ποιοτικά, οι στίχοι χαρακτηρίζονται από λιτότητα, έντονη ευαισθησία, με μια λακωνική προσέγγιση, λειτουργώντας συμπληρωματικά, σαν να θέλουν να δώσουν τον πρώτο λόγο στη μουσική. Μια επιπλέον καινοτομία, σπάνια στο χώρο που κινείται μουσικά η μπάντα, είναι και τα ερεθίσματα από την fantasy λογοτεχνία που εμφανίζονται σε δύο κομμάτια. Από τη μια έχουμε το ταξίδι στο χρόνο του “Strange Machines” στο οποίο παρατίθεται απόσπασμα από την ταινία του George Pal “The Time Machine”, που βασίστηκε στην ομώνυμη νουβέλα του Herbert Wells και από την άλλη έναν μονόλογο στο “Sand and Mercury” ηχογραφημένο από τον J.R.R Tolkien φράσεων της Simon de Beauvoir. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως ανεξάρτητα από το βαθυστόχαστο νόημα του περιεχομένου (ειδικά της Simon de Beauvoir), οι “παρεμβάσεις” δένουν άψογα με το ύφος των κομματιών σαν έξτρα ηχητικά εφέ.
Η μεγάλη πάντως έκπληξη έρχεται στο πρώτο άκουσμα. Όσοι “εκτέθηκαν” σε αυτό ειδικά την εποχή της κυκλοφορίας δεν θα μπορούσαν να μείνουν αλώβητοι ούτε να “μεταβολίσουν” τόσο εύκολα έναν τέτοιο πρωτόγνωρο όγκο ριζοσπαστικών δεδομένων. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δίνει την θέση της σε μια δυναμική ορμή φρεσκάδας που ξεχύνεται γεμάτη αυτοπεποίθηση. Νομίζεις ότι όλα κρέμονται σε ένα τεντωμένο σχοινί αλλά η μαεστρία στη διατήρηση της ισορροπίας είναι σε άλλο επίπεδο. Το κάθε μέλος από το δικό του “μετερίζι” με ξεχωριστή μουσική προσωπικότητα, λειτουργεί ισότιμα προς τα υπόλοιπα σε έναν άψογο συντονισμό, υποδειγματικό κι εντυπωσιακό. Από τη μια οι κιθάρες άλλοτε ογκώδεις, άλλοτε μελωδικές, πότε ανοίγουν τον δρόμο, πότε περιμένουν καρτερικά σε βοηθητικό ρόλο . Το μπάσο αντί να ακολουθεί την βασική γραμμή ακολουθεί τη δική του ιδιαίτερη έκφραση και δεν εφησυχάζει στην κυρίαρχη μουσική φόρμα. Τα τύμπανα δεν περιορίζονται στον ρόλο ενός απλού στυλοβάτη αλλά με μια ποικιλία ήχων, εμπνευσμένες εναλλαγές ρυθμού, περιστοιχισμένα από μια ποικιλία κρουστών δίνουν δυναμικό παρόν. Τι να πει κανείς για το ρόλο των πλήκτρων, σε ένα κομβικό ρόλο κουβαλάνε το βαρύ καθήκον να διαμορφώσουν και να δώσουν ταυτότητα σε μια ατμόσφαιρα που σε σέρνει σε άλλους κόσμους και σ΄ αιχμαλωτίζει ακόμη και όταν τελειώσει η ακρόαση. Και σαν κερασάκι στην τούρτα μια αιθέρια φωνή από άλλες διαστάσεις, έρχεται να “σκάψει” στα βαθύτερα στρώματα της ψυχικής σου γαλήνης. Η αίσθηση που σου δίνει ότι ενώ μπορεί να δώσει σεμινάρια επιπέδου όπερας, τα βάζει σκόπιμα στην άκρη για να δώσει έμφαση στο συναίσθημα, είναι καθηλωτική.
Δεν είναι εύκολο ούτε έχει και κάποιο νόημα να οριοθετήσεις το πεδίο στο οποίο πραγματικά κινείται το “Mandylion”. Σε ένα doom και gothic υπόβαθρο, πότε θα δεις ξεκάθαρα progressive μονοπάτια, πότε μυστικιστικές new age ατμόσφαιρες, πότε space και ambient πινελιές πότε κλασσικές metal διαδρομές. Μια ποικιλία διαθέσεων σε ένα σκοτεινό φόντο, κρατάνε τη σπίθα αναμμένη και το ενδιαφέρον ζωντανό και στα 53 λεπτά που εκτυλίσσεται. Εκεί που φαίνεται ότι “βαλτώνεις”, ένα χάδι αναζωογονητικής αύρας σε “ζωντανεύει” κι εκεί που αναθαρρείς η ωμή πραγματικότητα σε επαναφέρει κυνικά. Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει πολλά για το περιεχόμενο αλλά ακόμη περισσότερο για τον αντίκτυπο του Mandylion. Πρόκειται για το άλμπουμ που έθεσε τα στάνταρντ για το γυναικείο hard rock/metal κι αποτέλεσε την αφετηρία “γέννησης” ενός καινούριου κόσμου. Η προσφορά του θα παραμείνει ανεκτίμητη και η κληρονομιά του θα βαραίνει ολόκληρες καριέρες που γιγαντώθηκαν στην “πλάτη” του.
Υ.Γ.1: Το άλμπουμ είναι αφιερωμένο στην μνήμη του φίλου του συγκροτήματος, Harold Cloudemans.
Υ.Γ.2: Πούλησε 130.000 αντίτυπα στην Ευρώπη, ενώ το πιο “πλήρες” Nighttime Birds που ακολούθησε 90.000.