JASON MOLINA

TRIBUTE / ARTIST

Όσο και αν υπήρξε έντονα πολίτης αυτού του κόσμου, ο Jason Molina δεν σταμάτησε στιγμή να λέει πως η καρδιά του ανήκει για πάντα στη Midwest. Γεννημένος στις 30 Δεκεμβρίου του 1973 στο Oberlin του Ohio, μεγάλωσε στο Lorain, μια βιομηχανική πόλη δυτικά του Cleveland, δίπλα στη λίμνη Erie, περίπου στα μισά του δρόμου μεταξύ Toledo και Youngstown.

Είδε τον εαυτό του να μεγαλώνει σε ένα μέρος με φάρους και ανθρακωρυχεία. Ανδρώθηκε σε αυτό το μέρος όπου οι άνθρωποι εξόρυσσαν κάρβουνο για όλη την υπόλοιπη χώρα, έτσι όπως έλεγε ο ίδιος, ήταν επόμενο να δουλεύει συνθετικά αργότερα προσπαθώντας να βάλει αυτή την πραγματικότητα στα τραγούδια του. Τα μέρη με τις εικόνες τους υπήρξαν πάντα μια βαθιά επίδραση. Πολλοί τίτλοι του ήταν τοπωνύμια των Αππαλαχίων, μέρη που έζησε και μεγάλωσε και ο τόπος καταγωγής της οικογένειάς του. Τα ορυχεία, τα αστέρια, οι φλόγες, το φεγγάρι, ο ορίζοντας, το σκοτάδι, η έρημος, τα σταυροδρόμια, τα φαντάσματα, οι κουκουβάγιες, τα πουλιά, οι παλίρροιες, είναι μια σεβαστή συλλογή από λέξεις που συναρμολογούν ικανοποιητικά το περίεργα λυρικό, έρημο σύμπαν του Molina.

Η θυελλώδης σχέση του με τη μουσική ξεκινά κάπου στην ομίχλη της παιδικής του μνήμης, όταν παίζοντας γιουκαλίλι στα πέντε του χρόνια, επιχειρεί να συναρμολογήσει ένα τραγούδι. Μια παρατημένη κιθάρα κατέληξε φυσιολογικά όμηρος στα χέρια του, στην ηλικία των δέκα ετών και γρήγορα έφτασε να στήνει τα πρώτα του τραγούδια. Όταν ήταν περίπου 12 ή 13 ετών, είχε ήδη μια σταθερή αντίληψη πώς να εφεύρει μια μελωδία και να την μεταφέρει στην κιθάρα.

Η ζωή του άλλαξε μια μέρα, όταν μια μεγάλη βόλτα με το ποδήλατο κατέληξε τυχαία μπροστά σε ένα κατάστημα με μουσικά όργανα. Δεν είχε ποτέ φανταστεί πως υπήρχε ένα μέρος όπου μπορούσες να αγοράσεις όργανα. Συνέδεσε το μπάσο και άρχισε να παίζει σε μεγάλη ένταση μέσα στο μαγαζί, τόσο δυνατά που κάποια αντικείμενα άρχισαν να τρέμουν. Στο πίσω μέρος του καταστήματος γίνονταν μαθήματα ντραμς και ο δάσκαλος βγήκε έξαλλος να διαμαρτυρηθεί. Την ίδια στιγμή, το παιδί που καθόταν στο drum set και είχε αναγνωρίσει το τραγούδι των Black Sabbath που έπαιζε ο Molina, του ζήτησε να κάνουν συγκρότημα. Έτσι και έγινε, μόλις ο Jason αγόρασε την πρώτη του κιθάρα. Η επιλογή του ήταν κάτι που δεν συζητήθηκε ποτέ, δεν απασχόλησε κανέναν στην οικογένειά του. Υπήρξε μόνο μια συνεχής ήρεμη απάθεια που έφτανε στην αδιαφορία και την απουσία στήριξης.

Το πρώτο πράγμα που είχε μάθει ο μικρός Jason ήταν οι Black Sabbath και είχε γίνει σχεδόν εμμονικός μαζί τους. Έπαιξε για κάποια χρόνια με διάφορες metal μπάντες της πόλης και κυρίως με τους Spineriders. Ακόμα και μετά την εξελικτική του διαδρομή σε εντελώς διαφορετικά μουσικά μονοπάτια, ο ίδιος δήλωνε περήφανος για το δικό τους υλικό. Όταν οι κατά πολύ μεγαλύτεροι από τον ίδιο, έφυγαν για το κολλέγιο, άρχισε να δοκιμάζει διάφορους συνδυασμούς μουσικής, παίζοντας περιστασιακά ζωντανά με διάφορους καλλιτέχνες, περιοδεύοντας ακόμα και με έναν κοντραμπασίστα και έναν σαξοφωνίστα. Υπήρξαν στιγμές πραγματικά άβολες να παίζει με κάποιον άσο μουσικό, ή έναν αριστοκρατικό jazz τύπο, ή κάποιον που αγαπούσε πολύ τον θόρυβο, αλλά για τον ίδιο ο στόχος ήταν πάντα το τραγούδι και αυτό τον ακολούθησε από την πρώτη στιγμή σε όλη του τη διαδρομή. Παράλληλα, εκείνη την εποχή έκανε πολλές home recordings με διάφορα ονόματα, όπως “Songs: Albian”, “Songs: Radix”, “Songs: Unitas”.

Το πρώτο κύριο μουσικό project της παραγωγικής του καριέρας ενεργοποιήθηκε το 1995, με το όνομα “Songs: Ohia”, με το δεύτερο μέρος του ονόματος να έχει διπλή αναφορά τόσο στο άνθος της Χαβάης, όσο και στον τόπο καταγωγής του. Με κεντρικό πρόσωπο τον Molina, ήταν ουσιαστικό ένα ευέλικτο σχήμα διάφορων μουσικών που εναλλάσσονταν.

Μέχρι το 2003 κυκλοφόρησε επτά άλμπουμ με το όνομα αυτό, με το τελευταίο, το “Magnolia Electric Co.” να λογίζεται από πολλούς σαν το ντεμπούτο ομότιτλο άλμπουμ της νέας του μπάντας με το όνομα αυτό. Παράλληλα, κυκλοφόρησε και προσωπικούς δίσκους. Με το όχημα των Songs: Ohia μετεξέλιξε το indie rock ύφος μέσα από την διαρκή του μελέτη στη folk, την alt-country, τα blues και τη lo-fi. Είχε την ευκαιρία και επέλεξε να συνεργαστεί με πολλούς μουσικούς με τους οποίους ένιωθε πως συμπορεύεται. Στις αμέτρητες περιοδείες του ήρθε σε επαφή με άγνωστους ταλαντούχους μουσικούς και πήρε εκατοντάδες ηχογραφημένες δουλειές άλλων. Μέσα από τη δεκτικότητα που είχε σε πολλαπλά ερεθίσματα, άφηνε τον εαυτό του να ψάχνει και να δοκιμάζει συνεχώς, οι ζωντανές εμφανίσεις ήταν μια διαδικασία που ταυτόχρονα σμίλευε και διαμόρφωνε τα νέα τραγούδια που έγραφε.

Δεν έβγαλε ποτέ χρήματα με τους Songs: Ohia. Οι περιοδείες με τις αμοιβές των υπόλοιπων μουσικών τον εξόντωσαν οικονομικά. Έκανε δυο δουλειές για να καταφέρνει να πληρώνει το νοίκι του, αλλά ήταν ζωτικής σημασίας γι’ αυτόν να ταξιδέψει με τη μουσική του σε όλο τον κόσμο με σπουδαίους ανθρώπους και να συναντήσει και πολλούς άλλους, να αποκτήσει πολύτιμες φιλίες. Περνώντας και ο ίδιος αρκετά χρόνια πίσω από τον πάγκο ενός δισκοπωλείου, ένιωθε πάντα τις μικρές εμφανίσεις σε δισκάδικα σαν την κατάδυση σε ένα μέρος της ψυχής του. Πολλές φορές έρχονταν ακροατές να του υπογράψουν αυτόγραφα σε πράγματα δικά του που δεν είχε ούτε ο ίδιος. Ποτέ δεν κατάφερε να αποφασίσει αν αυτό ήταν το πιο παράξενο ή το να πουλά τους δικούς του δίσκους χωρίς ποτέ να ξέρει αν έπρεπε να πει στον πελάτη ποιος είναι.

Μουσικοί σαν τον Alasdair Roberts, τους Arab Strap, τους αδερφούς Rob και Dan Sallivan, τους Jim & Jennie & the Pinetops και πολλούς άλλους συνεργάστηκαν μαζί του, και άλλοι τους οποίους αισθανόταν συγγενείς στη μουσική έκφραση τον ανάγκασαν να γυρίσει τα ανήσυχα αυτιά του πάνω τους. Παράλληλα, καταδύθηκε βαθιά στο αμερικανικό gospel, όπως έκανε και με τα blues μέχρι το αφρικανικό τους ύφος. Γοητεύτηκε από την υπέροχη λύπη των ισπανο-εβραϊκών και ρωσο-εβραϊκών τραγουδιών, αν και δεν καταλάβαινε λέξη. Ήταν επίσης τρελός ακροατής των βραχέων: του άρεσε να συντονίζεται στο ραδιόφωνο της Δυτικής Αφρικής ή να ακούει πράγματα από τη Ρωσία.

Είχε αυτή την έμφυτη ροπή να συνδέει κάθε είδος μουσικής με μια βαθιά ευλάβεια. Συχνά κατέληγε μέσα σε μια εκκλησία, να κάθεται και να ακούει απλά τη μουσική και αν γινόταν να διαβάζει τους στίχους από κάποιον ύμνο. Προτιμούσε από το να βάλει έναν δίσκο στο σπίτι, να πηγαίνει εκεί που υπάρχει ζωντανή μουσική, χωρίς ακόμα και η λατρευτική της φύση να τον δεσμεύει να αφοσιωθεί σε κάτι. Άλλωστε, παρά τις συχνές θρησκευτικές του αναφορές σε τραγούδια, ο Jason δεν ήταν καθόλου θρησκευόμενος άνθρωπος, και θεωρούσε εκείνες τις αναφορές γήινες, ένα αναγκαίο μέρος του λεξιλογίου των εικόνων της Δύσης.

Αυθεντικά ανήσυχο καλλιτεχνικό πνεύμα, πέρα από τη σκληρή εργασία με τη μουσική, που την αντιμετώπιζε χρονικά σαν κανονική δουλειά με διάρκεια οχταώρου την ημέρα, ο Jason είχε πάθος με τη ζωγραφική και έκανε κάποιες εκθέσεις. Ήταν επίσης ένας παθολογικός βιβλιοφάγος με μια συλλογή που πλησίαζε τα 3000 βιβλία. Λάτρευε τα περίφημα chapbooks, τις μικρές κομψές εκδόσεις 30-40 σελίδων και θεωρούσε τους μικρούς εκδότες που τα κυκλοφορούσαν τον πρόδρομο της ανεξάρτητης δισκογραφίας. Αγαπούσε τους Αμερικανούς συγγραφείς του 19ου αιώνα, και τους Ιρλανδούς και Σκωτσέζους ποιητές. Απέφευγε τους μεγάλους Άγγλους σαν τον Byron για παράδειγμα: τους θεωρούσε ρατσιστές. Τρελαινόταν να συλλέγει λαογραφικές συλλογές, 300 σελίδες με ιστορίες για το Bachelor’s Grove στο Chicago, ή το ορφανοτροφείο Gore στο Ohio. Υπήρξε και συλλέκτης μαθηματικών βιβλίων.

Με την αλλαγή του ύφους του στο άλμπουμ “Magnolia Electric Co.” σε μια περισσότερο προφανή rock αίσθηση, μια μεταστροφή που ο ίδιος απέδωσε εν μέρει στην πρωταρχική επίδραση των Black Sabbath και την πρώιμη θητεία του σε heavy metal μπάντες, ο Jason ακολούθησε έναν πιο πυκνό και πλούσιο ήχο. Μέσα στο διάστημα από το 2005 ως το 2009, κυκλοφόρησε με τους Magnolia Electric Co. τρία στούντιο, ένα box set και ένα live άλμπουμ.

Το 2007 μια σημαντική τραγωδία σημάδεψε τη ζωή του όταν ο στενός φίλος του και μπασίστας του συγκροτήματος, Evan Farrell έχασε τη ζωή του σε πυρκαγιά, στα τέλη του έτους. Ήταν ακριβώς πριν μπουν στο στούντιο για τις ηχογραφήσεις του άλμπουμ “Jojephine”. Έχοντας μια σημαντική άγραφη συμβολή στη δημιουργία αυτού του δίσκου από έναν όμορφο άνθρωπο και πολύτιμο φίλο, ένιωσε πως έπρεπε να κάνουν αυτό το δίσκο. Τα μικρόφωνα άνοιξαν και άρχισαν να παίζουν τα τραγούδια. Ο δίσκος έχει πολλές στιχουργικές αναφορές στον Evan, και πολλές από τις ιδέες που είχε δουλέψει μαζί του.

Ο Jason μετακόμισε στο Λονδίνο, ζώντας στον ανατολικό τομέα της πόλης,  πλένοντας πιάτα, απολαμβάνοντας τις επισκέψεις του στα μουσεία της πόλης, και διαβάζοντας Νορβηγούς συγγραφείς. Έχει ήδη ζήσει σε περισσότερες από 33 πόλεις και δεν είναι καν 40 χρόνων. Ήδη από το 2003 έχει αποκτήσει μια περίπλοκη σχέση με το μπουκάλι, αλλά η πλήρης έκταση του προβλήματός του με τον αλκοολισμό δεν θα αποκαλυφθεί στους περισσότερους ανθρώπους του στενού του περιβάλλοντος  πριν το 2009.

Μια επικείμενη περιοδεία του για τους δυο τελευταίους μήνες του έτους ακυρώνεται, όπως και η επόμενη στις αρχές του 2010 με αιτιολογία τα προβλήματα υγείας του Molina. Ακολουθεί η αποχώρησή του από τη δημόσια ζωή και οι απανωτές αγωνιώδεις απόπειρες σε ιδρύματα αποτοξίνωσης στην Αγγλία, αλλά και στο Σικάγο, την Ινδιανάπολη και τη Νέα Ορλεάνη. Μια αχτίδα ελπίδας έρχεται από ένα μήνυμά του τον Μάιο του 2012, όπου εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για την οικονομική και ηθική υποστήριξη που έλαβε από φίλους και θαυμαστές, και υπόσχεται νέα μουσικά έργα.

Τελικά, ο Jason Molina πεθαίνει στις 16 Μαρτίου του 2013 από ανεπάρκεια οργάνων εξαιτίας της κατάχρησης αλκοόλ, στην Ινδιανάπολη. Ήταν μόλις 39 χρονών και το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο πάνω του, ήταν το κινητό στην τσέπη του. Η σωρός του αποτεφρώθηκε.

Το έργο, η ιδιαιτερότητα, η λεπτομερής και σοφή λιτότητα της έκφρασής του και το ανήσυχο ταλέντο του εκτιμήθηκαν συνολικά πολύ περισσότερο μετά το θάνατό του. Ο ίδιος θα προτιμούσε να αντιμετωπίζουν τα τραγούδια του σαν μεταφυσικές συγνώμες, σα το κλείσιμο του ματιού που βλέπει όλη την καρδιά να ραγίζει και ολόκληρο τον ουρανό να πέφτει.

 Όντας ερωτευμένος με αυτό τον κόσμο και τους ανθρώπους του, τη γιορτή των συναισθημάτων, τα κομμάτια της ζωής που ονομάζουμε δικά μας, αν ο στόχος του, όπως συχνά υποστήριζε, ήταν να γράψει ένα όμορφο τραγούδι πριν πεθάνει, και να είναι απλώς ένας τίμιος και καλός άνθρωπος που δεν κοροϊδεύει τους άλλους, τα κατάφερε περίφημα.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 879 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.