Λένε πως η ζωή κάνει κύκλους. Ο κύκλος του Michael Trempenau στη μουσική βιομηχανία ανοίγει μπροστά σε κάποιους φίλους γύρω από τη φωτιά, όταν παίζει με μια ακουστική κιθάρα μερικά τραγούδια του Bob Dylan. Ίσως οι μισές συγχορδίες να ήταν λάθος, όλοι όμως περνούσαν υπέροχα.
Στα 16 του χρόνια αποκτά το καλλιτεχνικό όνομα Mike Tramp, και δέχεται την πρόταση ενός σχετικά γνωστού και πετυχημένου γκρουπ της χώρας, των Mabel, και προσχωρεί στις τάξεις του με τα υπόλοιπα μέλη να είναι τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερα. Ρώτησε τη μητέρα του αν μπορούσε να αφήσει το σχολείο, και η ίδια, αν και σοκαρίστηκε, όντας μια χωρισμένη μητέρα με τρία παιδιά, σκέφτηκε πως δεν είχε τίποτα να χάσει. Οι Mabel περιόδευσαν για δυο χρόνια στην Ευρώπη, και στη συνέχεια μετακόμισαν ομαδικά στην Ισπανία. Ο ήχος τους σκλήρυνε και άλλο όταν άκουσαν το “Runnin’ with the Devil” των Van Halen και τους έπεσαν κυριολεκτικά τα σαγόνια. Σε μια ντισκοτέκ της Μαδρίτης συνάντησαν τυχαία έναν Αμερικανό που τους πρότεινε να γίνει μάνατζέρ τους και προσφέρθηκε να τους φιλοξενήσει στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη. Πούλησαν ότι είχαν και μετά από ένα μήνα έφυγαν. Η εξέλιξη της ιστορίας αυτής φέρνει τους πετυχημένους hard rockers White Lion στο προσκήνιο.
Σήμερα που αντιμετωπίζω το δεύτερο προσωπικό άλμπουμ του Tramp στο οποίο τραγουδά στη μητρική του γλώσσα, νιώθω πως ο Δανός rocker οδεύει με όλους τους τρόπους να συμπληρώσει εκείνο τον παλιό κύκλο. Όσο και αν το άκρως ενημερωτικό δελτίο τύπου επιμένει πως είναι από τους ελάχιστους που θα μπορούσαν να τραγουδήσουν στο ίδιο άλμπουμ για τα 15 λεπτά φήμης του Andy Warhol, τον Muhammad Ali, τον Ole Olsen και την ψητή πάπια, η γλώσσα απαγορεύει οποιαδήποτε βαθύτερη επικοινωνία με τα τραγούδια. Εκεί μαθαίνουμε πως ο τίτλος του άλμπουμ μεταφράζεται σαν “ο άνθρωπος της εποχής”, άλλος ένας υπαινιγμός για την διαφοροποίηση του άλλοτε αστραφτερού hard rock star του MTV.
Αναμφισβήτητα, για μένα η επιλογή της γλώσσας του είναι μια επιλογή καλλιτεχνικής εσωστρέφειας. Από την άλλη, είναι μια φυσική εξέλιξη στη διαδρομή της προσωπικής του καριέρας που πήρε το μονοπάτι ενός σαφέστατα πιο ηλεκτροακουστικού ήχου, και απευθυνόταν σε ακροατήρια που έγνεφαν καταφατικά σε κάθε σινιάλο κλασικού rock. Ο αντίκτυπος που είχε πάνω μου αυτός ο δρόμος ήταν μια απρόσμενα επιεικής νοσταλγία για το “Return of the Pride”, το κύκνειο στουντιακό άσμα των White Lion που είχε σκαρώσει ο Tramp το 2008 χωρίς την παρουσία του σπουδαίου κιθαρίστα Vito Bratta.
Η τελευταία δουλειά έχει μια ακόμα πιο τρυφερή ηχητική προσέγγιση, μια pop rock αισθητική που επιχειρεί να αφήσει μια ρετρό υποψία, μια διακριτική αύρα κλασικών καιρών. Τα θέματα του Søren Skov στο πιάνο και τα keyboards χαρακτηρίζουν συχνά τις περισσότερες συνθέσεις, οι οποίες έχουν έναν συγγενικό απόηχο. Ακόμα και τα ήπια rockers του άλμπουμ μοιάζει να έχουν σμιλευτεί για αυτιά που χρειάζονται τη συντήρηση μιας ευγενικής έντασης. Στο ίδιο μήκος κύματος κολυμπούν και οι ερμηνείες του Tramp, χωρίς εκρήξεις, ακρότητες και ψηλότερους τόνους.
Δεν είναι τόσο σπάνιες οι παράξενες οι διαφοροποιήσεις μουσικών συγκριτικά με τη μουσική που τους καθιέρωσε. Και με δεδομένο το παρελθόν του Tramp, εκεί έρχεται η αίσθηση της συμπλήρωσης του κύκλου. Ο 63χρονος πια Tramp άφησε για πάντα πίσω του εκείνο το ομορφόπαιδο που άλωσε τα charts παίζοντας hard rock, και ακολουθεί τη φωνή της καρδιάς του που τον πηγαίνει σε πιο γλυκά και ήρεμα αυτοβιογραφικά μονοπάτια.
Για να είμαι αληθινός και έντιμος, θα προτιμούσα έναν Tramp που θα υπερασπιζόταν περισσότερο τα μουσικά εκτάρια της κληρονομιάς των White Lion, παρά έναν γητευτή της προσωπικής του νοσταλγίας με τραγούδια κομμένα και ραμμένα για συνταξιούχους rockers ακροατές που ξεφυλλίζουν παλιά φωτογραφικά άλμπουμ. Ποιος είμαι όμως εγώ που θα υποδείξω και θα γκρινιάξω, εκτός ίσως από τη λεπτομέρεια πως ακόμα και αυτή η μουσική του “Mand Af En Tid”, θα μπορούσε να ήταν πολύ πιο περιπετειώδης και συναρπαστική…
Είδος: Pop/Rock
Εταιρεία: Target Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 15 Μαρτίου 2024