YNGWIE MALMSTEEN (7/8/25) Μονή Λαζαριστών, Θεσσαλονίκη

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ

Κάπου στα μέσα των eighties, τα ράφια των δισκοπωλείων είχαν γεμίσει με άλμπουμ ‘ηρώων της κιθάρας’, υπερταλαντούχων μουσικών κοινώς, που με όχημα την εξάχορδη, έμπαιναν στα σπίτια των απανταχού φίλων της hard rock/heavy metal μουσικής. Οι Satriani, Vai, Jason Becker, Marty Friedman κτλ, καρπωνόντουσαν δόξα και φήμη, απολύτως δικαιολογημένα.

Και κάπου εκεί, εμφανίστηκε ένα παιδί από τη Σουηδία, με ένα άλμπουμ εμβληματικού εξωφύλλου και αντίστοιχης ποιότητας, που σαγήνευσε τους πάντες και τα πάντα. Αναφέρομαι φυσικά στο “Rising Force’(1984), που έφερε την υπογραφή Yngwie Malmsteen. Η μίξη hard rock και κλασσικής μουσικής, -εννοείται πως πρωτίστως αυτό οφειλόταν στο Ritchie Blackmore-, πήρε, από τα μαγικά δάχτυλα του νεαρού βιρτουόζου, μια άλλη διάσταση, και τα όσα δισκογραφικά επακολούθησαν, το επιβεβαίωναν κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης. ‘Marching Out’, ‘Trilogy’,’Odyssey’, ‘Eclipse’( όχι τόσο πολύ αυτό), ήταν μια σειρά από άλμπουμ που είχαν  σαν αποτέλεσμα την εκτόξευση της φήμης του Yngwie. Βέβαια όλα αυτά δεν τα πετύχαινε μόνος του, αλλά με την πολύτιμη βοήθεια συνεργατών και συνοδοιπόρων, που ο ίδιος προσλάμβανε και ο ίδιος απέλυε με χαρακτηριστική ευκολία. Οι απανωτές αλλαγές μελών, δεν βοήθησαν επ’ ουδενί όπως αποδείχθηκε περίτρανα τα επόμενα χρόνια. Το label Malmsteen, έχανε σταδιακά την αίγλη του, και κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα, τον ‘έκοψα’ και εγώ κατά το κοινώς λεγόμενο, και φαντάζομαι πολλοί εξ’ ημών, που κάποτε τρέχαμε στα δισκοπωλεία, επειδή είχε βγει ο δίσκος του.

Όμως, και παρά τη φθορά, ο Yngwie εξακολουθεί να βρίσκεται στη σφαίρα του μύθου. ‘Δάσκαλος’, με όλη τη σημασία της λέξης.

Η ανακοίνωση της εμφάνισής του στη Θεσσαλονίκη, χτύπησε μέσα μου την καμπάνα της νοσταλγίας. Και νομίζω ότι το ίδιο ακριβώς ένιωσαν τα περίπου 1000 άτομα που μαζεύτηκαν χθες το βράδυ στον υπέροχο χώρο της Μονής Λαζαριστών, για να δουν Malmsteen στην Ελλάδα μετά από 25 χρόνια’, στα πλαίσια της ‘40th Anniversary Tour’. Δυστυχώς λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων υποχρεώσεων εισήλθα στο χώρο γύρω στις 20.20, και πρόλαβα μόνο την αρκετά ικανοποιητική διασκευή του Burn από τους Andry.

Στις 21.20 ο εμβληματικός guitar hero εισήλθε στη σκηνή, πλαισιωμένος από τα υπόλοιπα τρία μέλη της μπάντας του. Η αδημονία ήταν μεγάλη, και το ξεκίνημα καταιγιστικό. Το ‘Rising Force’ που ‘άνοιξε’ το σετ, συγκαταλέγεται στις καλύτερες συνθέσεις του, με τα lead vocals να αναλαμβάνει ο πληκτράς της μπάντας Nick Marino, η φωνή του οποίου ήταν πολύ καλή, μεταδίδοντας σε όλους μας το γενικότερο feeling μιας κλασσικής σύνθεσης του Malmsteen. Και κάπου εκεί, η Stratocaster άρχισε να παίρνει φωτιά. ‘Top Down Foot Down και ‘No Rest for the Wicked’,  με τις χορδές να υποτάσσονται στα δάχτυλα του Σουηδού, ‘πυροβολώντας διαρκώς τους θεατές/ακροατές. Η κιθαριστική καταιγίδα συνεχίστηκε με τα Into Valhalla/Baroque and Roll, καθιστώντας εμφανές στους πάντες ότι η συναυλία θα περιελάμβανε κατά 70% solo του Malmsteen, και κατά 30% τραγούδια με στίχους. Και νομίζω ότι αυτό ήταν και το κυρίως διακύβευμα. Πόσο solo κιθάρα αντέχεις, και εν τέλει τι προτιμάς. Τραγούδια με στίχους ή μάθημα κιθάρας. Προσωπικά θα επέλεγα το πρώτο, και αυτός ήταν ο λόγος που μετά τα πρώτα 50 λεπτά, μια ‘κούραση’ άρχισα να τη νιώθω.

Δεν θα μπω στη διαδικασία να κρίνω τον Malmsteen ως κιθαρίστα, αλλά ως live performer. Νομίζω ότι ο κυριότερος λόγος που ουδέποτε είχαν μεγάλη εμπορική απήχηση οι live εμφανίσεις του, είναι ακριβώς αυτός. Η υπερβολική έμφαση που δίνει στις απαράμιλλες δεξιότητές του στην κιθάρα, υποβαθμίζοντας ή θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τα τραγούδια του. Όντως οι εκτελέσεις των ‘Now your Ships are Burned’,  και του ‘Wolves at the Door’ ήταν καθηλωτικές, αλλά κάπου εκεί άρχισε να δημιουργείται η αίσθηση ότι επαναλαμβάνεται.   

Η καταφυγή στο κλασσικό ρεπερτόριο, με προσαρμογή της Stratocaster σε συνθέσεις του Bach, ‘Badiniere’ και του Paganini, ‘Adagio’, ήταν όντως εξαιρετική, αλλά ο λαός διψούσε για τραγούδια. Ευχάριστη έκπληξη η πολύ καλή διασκευή στο ‘Smoke on the Water’, με τον ίδιο να αναλαμβάνει τα φωνητικά όπως και η blues πινελιά που έδωσε προς το τέλος του κυρίως set. Δυστυχώς η απόδοση του ύμνου ‘You don’t Remember I’ll Never Forget’ ήταν λειψή, με το κομμάτι κυριολεκτικά να ‘μαζεύεται’ αδυνατώντας να καταλάβω το λόγο και την αιτία.

Εννοείται πως δεν έλειψαν τα κόλπα, με την κιθάρα να ίπταται και να την πιάνει στον αέρα ο τεχνικός, ή να την ακουμπά στον ενισχυτή αναπαράγοντας τον ήχο solo, με τη χρήση μαγνήτη.

Το encore ήταν πολύ καλό, με την ακουστική απόδοση του ‘Black Star’ να μεταδίδει σε όλους μας μια αίσθηση γαλήνης και ηρεμίας, που η αλήθεια ήταν ότι την είχαμε ανάγκη, ενώ το ‘I’ll See the Light Tonight’ που έγραψε το φινάλε, έκανε τους περισσότερους να αναρωτιούνται γιατί αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς στο instrumental.

Σίγουρα το πρόσημο ήταν θετικό, έναν ζωντανό θρύλο είδαμε και ακούσαμε, αλλά θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι καλύτερα. Αλλά αυτό το ‘αλλά’ θα ακολουθεί για πάντα το όνομα Yngwie Malmsteen, ένα από τα μεγαλύτερα what if, στην ιστορία της heavy metal/hard rock, και γιατί όχι και κλασσικής μουσικής.

   

Avatar photo
About Απόστολος Κουφοδήμος 124 Articles
Κάπου ανάμεσα στο Μάρκες και τους Pearl Jam. Ανάμεσα σε Ντοστογιέφσκι και Bruce Springsteen. Τα πρώτα βινύλια των Iron Maiden και τα πρώτα βιβλία του Ιουλίου Βερν. Ο κόσμος είναι όπως είμαστε εμείς οι ίδιοι. Αλλά εμείς οι ίδιοι, δε θα γίνουμε ποτέ όπως ο κόσμος. Έχουμε τη μουσική μαζί μας.