Ένα μικρό αγόρι, πολύ διαφορετικό από τα άλλα, που γεννήθηκε στην Αγριά της Μαγνησίας τον Μάρτιο του 1943, είχε μια παράξενη συνήθεια, όταν συναντούσε για πρώτη φορά ανθρώπους, ανεξαρτήτως ηλικίας. Τους έλεγε “ξέρεις κάτι; Ξέρω τη μελωδία σου”, και αυτοί χωρίς να καταλαβαίνουν, του χάιδευαν τα μαλλιά.
Η συνήθεια αυτή ήταν στην πραγματικότητα η αποκάλυψη πως ο μικρός αυτός ήταν “διαθέσιμος” για τη μουσική. Αυτή ήταν πάντα η δική του αντίληψη για τη μητέρα των τεχνών, καθώς πίστευε πως η μουσική δεν χρειάζεται κανέναν, απλά χρησιμοποιεί κάποιον να γραφτεί.
Σήμερα, που είναι μια βαριά μέρα με το νέο πως οι άνθρωποι που βλέπουν το δώρο της τέχνης χωρίς εγωκεντρισμό, έχουν ελαττωθεί κατά έναν, τον δικό μας Βαγγέλη, δεν έχει επείγουσα σημασία να καταμετρήσουμε τα άλμπουμ, τις διακρίσεις και τους επαίνους των επωνύμων. Είμαι βέβαιος πως ο ίδιος θα προτιμούσε να ακούσουμε ανάμεσα από τις νότες.
Πίσω λοιπόν από την παράταξη των μουσικών συμβόλων, υπάρχει η αιώνια αγωνία της δημιουργίας. Ο ήχος ακολουθεί πάντα τη συχνότητα των μεταβολών του κύκλου της δημιουργίας, είναι ένας λειτουργικός κώδικας των συμπαντικών διαστάσεων. Με όπλο την αιώνια μνήμη και με κλειδί τη μουσική, ο άνθρωπος αυτός αναζήτησε την αποκωδικοποίηση της δημιουργίας του σύμπαντος. Κάπως έτσι το έργο του σφραγίστηκε από τον αγώνα για την αρμονία. Η προσωπική του διαίσθηση πως το σύμπαν ζητά την μετατροπή του χάους σε αρμονία, εξηγεί και την έννοια της δημιουργίας: επειδή το χάος είναι πάντα μεγαλύτερο, υπάρχει μια περίοδος που επιτρέπει τη δημιουργία. Ο ίδιος θεωρούσε πάντα πως η ελληνική σκέψη βρίσκεται πάντα στον πυρήνα αυτού του αέναου αγώνα απέναντι στην εντροπία.
Είναι σημαντικό να θυμηθούμε σήμερα πως δεν κουράστηκε ποτέ να λέει πως τα πνευματικά αγαθά που κατέθεσε η Ελλάδα στην ανθρωπότητα δεν έχουν ξεπεραστεί, γιατί ο Έλληνας έθετε ως μέτρο τη φύση, και δεν έκανε τον σπουδαίο. Άλλωστε εμείς στραγγαλίσαμε την πραγματική παιδεία και ουσιαστικά διδαχτήκαμε μερικά πασαλείμματα που δεν είναι αρκετά για να γνωρίσουμε ουσιαστικά τους φιλοσόφους, μαθηματικούς, μουσικούς, ιστορικούς και όλους τους υπόλοιπους εκφραστές μιας λαμπρής εποχής.
Με δεδομένη την γοητευτική παγίδα που λέγεται τεχνολογία, ο Βαγγέλης υπήρξε πάντα επιφυλακτικός με τον φόβο πως αυτή αν δεν συνοδεύεται από δομημένους εγκεφάλους και κατά συνέπεια πολιτισμό, μπορεί να εξελιχθεί σε ωρολογιακή βόμβα. Είναι πια μπροστά μας η ξέφρενη επιτάχυνση της τεχνολογίας και η βαθμιαία μείωση του πολιτισμού.
Τον απογοήτευε η πραγματικότητα πως οι άνθρωποι αντιδρούν πάντα απέναντι στα αποτελέσματα και όχι στις αιτίες. Οι τελευταίες του προβλέψεις μιλούσαν για αλλαγές προς το χειρότερο και ήταν επόμενο όσο η παιδεία έχει μετατραπεί σε εκπαίδευση και όχι σε μόρφωση, και ο πλούτος έχει καταντήσει ένα υλικό μονοπώλιο. Έζησε ως το τέλος κοντά στην ιδέα της Ελλάδας, μιας σημαντικής πνευματικής υπόθεσης “ερήμην του αλληλοσπαραγμού των κηδεμόνων της”…
Μια τεράστια τρύπα στο οχυρό της ειλικρινούς ταπεινότητας άνοιξε με το άσχημο νέο. Έφυγε ο άνθρωπος που έλεγε πως δεν μπορεί να διδάξει μουσική, που τον ενδιέφερε να είναι απών και να αφήνει τη μουσική να έρχεται μπροστά, να εκφράζεται και να εκδηλώνεται, γιατί το έβρισκε γελοίο να προσπαθείς να πάρεις τη λάμψη από μια δύναμη που λάμπει περισσότερο από σένα. Όπως είπαμε ήδη, το ταλέντο του συνθέτη είναι απλά να είναι “διαθέσιμος”.
Από την πρώτη επαφή με τον Carl Sagan, όταν ο αστροφυσικός χρησιμοποίησε μεγάλο μέρος της μουσικής του στην εκπομπή “Cosmos: A Personal Voyage”, στη συνεργασία με τη NASA, που τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε έναν αστεροειδή, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου παρέμεινε ως το τέλος ο άνθρωπος που προτιμούσε να είναι απών, αυτός που έκανε περισσότερα και έλεγε λιγότερα: ελάχιστοι γνωρίζουν πως υπήρξε και εξαιρετικά δραστήριος ζωγράφος.
Όταν βρέθηκε ξανά στον τόπο που γεννήθηκε, στην Αγριά, θέλησαν να ονομάσουν έναν δρόμο και την πλατεία προς τιμήν του, όμως τους απέτρεψε. Πήρε συγκινημένος ένα κλαδάκι ελιάς. Ήταν αρκετό…