
Είναι πολλές φορές απρόβλεπτο τι μπορεί να σημαδέψει μια ταινία στις μνήμες των θεατών. Στην περίπτωση του “The Reflecting Skin” του 1990, μιας από τις μόλις τρεις ταινίες που έχει σκηνοθετήσει ο Philip Ridley, (κυρίως συγγραφέας παιδικών βιβλίων, θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος), η εναρκτήρια σκηνή, από την πρώτη προβολή στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, έκανε τους δημοσιογράφους στο κοινό να σκύψουν στα σημειωματάριά τους και να αρχίσουν αμέσως να γράφουν.
Τρεις μικροί φίλοι, ο πρωταγωνιστής Seth με τους Eben και Kim, σκαρώνουν ένα αστείο, θεωρώντας απλά πως θα είναι το πιο διασκεδαστικό πράγμα που έχουν δει στη ζωή τους. Τα αγόρια φουσκώνουν έναν βάτραχο που έχουν βρει στα χωράφια, βάζοντας ένα καλάμι στον πισινό του και τον αφήνουν στην άκρη του δρόμου. Όταν μια ντόπια μυστηριώδης Αγγλίδα χήρα, η Dolphin Blue, που περνά από κει σταματά να τον δει, ο Seth χτυπά από μακριά τον φουσκωμένο βάτραχο με μια σφεντόνα. Το πρόσωπο της Dolphin, με φόντο τον γαλάζιο ουρανό, την ωχρότητα του δέρματός της να τονίζεται από το μαύρο της μαντίλας και των γυαλιών ηλίου της, την ντελικάτη, κρυστάλλινη ομορφιά της λερώνεται ξαφνικά από ένα γενναιόδωρο, κόκκινο πιτσίλισμα αίματος. Η ηθοποιός Lindsay Duncan συνδέθηκε μόνιμα με την περιβόητη “σκηνή του βατράχου που σκάει”.

Η ταινία είναι ένας αλληγορικός εφιάλτης που διαδραματίζεται στα φωτεινά κίτρινα χωράφια με σιτάρι της αμερικανικής μεσοδυτικής επαρχίας, όπου ο μικρός Seth Dove και η οικογένειά του περιμένουν τον αδελφό του Cameron (Viggo Mortensen) να επιστρέψει από τον πόλεμο. Όταν αρχίζουν οι εξαφανίσεις παιδιών, οι υποψίες του Seth επικεντρώνονται στην Αγγλίδα χήρα, την Dolphin, για την οποία πιστεύει ότι είναι βρικόλακας. Καθώς ο αριθμός των νεκρών αυξάνεται, η ατμόσφαιρα γίνεται όλο και πιο κλειστοφοβική.
Ο Ridley έδωσε ιδιαίτερη σημασία στα τοπία, αναφέροντας σαν σημείο εκκίνησης της έμπνευσης τους πίνακες του Andrew Wyeth. Ο ίδιος είχε ξεκινήσει να ζωγραφίζει στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αγίου Μαρτίνου, και ένα από τα πράγματα που έκανε εκεί ήταν μια μεγάλη ακολουθία φωτογραφικών κολάζ που ονόμασε “American Gothic”, τα οποία ουσιαστικά απεικόνιζαν ένα είδος μιας μυθικής Αμερικής. Δεν είχε πάει στην Αμερική όταν τα έκανε, αλλά όλα βασίζονταν σε ταινίες και εικόνες που είχε δει, οπότε διαδραματίζονταν κυρίως στα χωράφια με το σιτάρι, επειδή υπήρξε το “Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι”, όλοι οι άντρες έμοιαζαν με τον Elvis Presley, και όλες οι γυναίκες έμοιαζαν με τη Marilyn Monroe. Όσο δούλευε πάνω σε αυτό, οι φίλοι του στο κολέγιο του έλεγαν πως έμοιαζε σαν ένα σενάριο για κάποιο είδος σουρεαλιστικής ταινίας που διαδραματιζόταν σε αυτό το τοπίο.

Το υπόβαθρο του Ridley σαν εικαστικού καλλιτέχνη είναι εμφανές στην εστίαση του σεναρίου στη λεπτομέρεια και στη χρήση εικόνων για να προκαλέσει μια αίσθηση τρόμου και ανησυχίας. Οι άγονες, ηλιόλουστες πεδιάδες του Aidaho είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό φόντο. Είναι ένας χαρακτήρας από μόνος του. Η επιλογή της τοποθεσίας από τον Ridley είναι μια ριζική απόκλιση από τα τυπικά γοτθικά περιβάλλοντα των σκοτεινών δασών ή των κλασικών επαύλεων. Πολλά από τα σιτάρια στα πλάνα, όπως το σιτάρι που περιβάλλει το σπίτι του Seth, σπάρθηκαν ειδικά για την ταινία, καθώς πολλές από τις τοποθεσίες οριοθετήθηκαν πολύ νωρίτερα και είχαν όλα εκείνα τα μέρη σαν σημεία όπου θα μπορούσαν να καταλήξουν. Αλλά επειδή δεν ήταν συνήθως καλλιεργήσιμη περιοχή, υπήρχαν κομμάτια και πράσινου φυλλώματος. Έτσι, το βάψιμο του σιταριού ξεκίνησε όταν ο Ridley έστησε το εργαστήριο, για να απαλλαγούν από τις πράσινες περιοχές, ώστε να φαίνονται όλα εντελώς κίτρινα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε άλλη λύση.
Κατέληξε να του αρέσει ο τρόπος που φαινόταν το βαμμένο σιτάρι περισσότερο από το πραγματικό σιτάρι. Έτσι, καθώς η ταινία προχωρούσε, ζωγράφιζε όλο και περισσότερο. Εμφανιζόταν στο πλατό περίπου δύο ώρες πριν από όλους τους άλλους με κουβάδες μπογιάς. Τα δύο χρώματα που χρησιμοποίησε ήταν το κίτρινο του καδμίου και το ινδικό κίτρινο. Ανακάτευε τα δυο ακρυλικά στοιχεία, και έβαφε με σπρέι τουλάχιστον τις μπροστινές περιοχές των χωραφιών με το σιτάρι, κυρίως τα κομμάτια που ήταν πιο κοντά στην κάμερα.
Η εμπειρία των γυρισμάτων σε αυτά τα χωράφια με το σιτάρι ήταν αγχωτική, καθώς πολλά από αυτά που πολεμούσαν ήταν εκτός του ελέγχου τους. Ο καιρός γύριζε εναντίον μας συνεχώς στην ταινία. Είχε αποφασίσει να γυρίσει τα πάντα κατά τη διάρκεια της ημέρας, κατά τη διάρκεια της μαγικής ώρας, με τον ήλιο να δύει στον ορίζοντα, όπου οι σκιές είναι μεγαλύτερες και το φως είναι πραγματικά χρυσό. Έτσι, είχαν μόνο περίπου τρεις ώρες την ημέρα που μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τα γυρίσματα.

Υπήρχε λοιπόν αυτή τη ρουτίνα να εμφανίζονται πολύ νωρίς, να κάνουν πρόβες για όλες τις προετοιμασίες για όλη την ημέρα, να περνούν τα πάντα πλάνο-πλάνο, να τα δουλεύουν σχολαστικά, να γευματίζουνε και μετά να γυρίζουν σαν μανία το απόγευμα για να τα τελειώσουν όλα. Και πολύ συχνά, μόλις ήταν έτοιμοι για το πρώτο γύρισμα, έρχονταν τα σύννεφα, και άρχιζε να βρέχει.
Το σενάριο της ταινίας χρησιμοποιεί αυτό το σκηνικό για να ενισχύσει την αίσθηση απομόνωσης και τρόμου που τη διαπερνά. Η απεραντοσύνη των πεδιάδων, με την σχεδόν δυναστική σιωπή τους, δημιουργεί μια αίσθηση κλειστοφοβίας που έρχεται σε έντονη αντίθεση με τον φυσικό τους ανοιχτό ορίζοντα. Η καμένη γη και οι πεθαμένες καλλιέργειες συμβολίζουν την απώλεια της αθωότητας και την διάχυτη διαφθορά που μολύνει τη μικρή κοινότητα. Οι λεπτομερείς περιγραφές του περιβάλλοντος στο σενάριο τονίζουν τη ζοφερότητα και την ερήμωση, δίνοντας τον τόνο για τις φρίκες που εκτυλίσσονται.

Ο Ridley κουράστηκε να λέει σε όλους από την αρχή ότι η ταινία δεν έχει να κάνει με τον ρεαλισμό. Είναι για ένα όνειρο. Είναι για έναν ονειρικό κόσμο και για μυθοπλασία. Η κυρίαρχη απόφαση του Ridley για το πρίσμα της ταινίας ήταν πως θα ήταν αποκλειστικά μέσα από τα μάτια του Seth. Αυτή η δέσμευση ήταν μέρος της γλώσσας της ταινίας από την αρχή, ότι όχι μόνο τη βλέπει κανείς μέσα από τα μάτια του Seth, όχι μόνο είναι ένας αναξιόπιστος αφηγητής, αλλά υπάρχει και κάτι ψυχωτικό στον τρόπο που το θυμάται. Σχεδιάστηκε με τον τρόπο αυτό, επειδή έτσι το βλέπει ο Seth. Η ιδέα να γίνει, όχι μόνο μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, αλλά ίσως και από το πώς ένας ηλικιωμένος άντρας που θυμάται την παιδική του ηλικία, στη συνέχεια να τη φιλτράρει μέσα από μια ψυχωτική ευαισθησία, είναι αυτό που πραγματεύεται το “The Reflecting Skin”. Το ταξίδι του Seth από την αθωότητα στην εμπειρία χαρακτηρίζεται από τις αλληλεπιδράσεις του με όλες αυτές τις ελαττωματικές, βασανισμένες φιγούρες που τον περιβάλλουν, καθεμία από τις οποίες συμβάλλει στην αυξανόμενη κατανόησή του για τις σκοτεινές δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο του. Το σενάριο δομείται γύρω από τη σταδιακή συνειδητοποίηση του κακού που τον περιβάλλει, η οποία κορυφώνεται σε μια καταστροφική απώλεια της αθωότητας.
Η βία στην ταινία είναι διάχυτη και βάναυση, δεν είναι όμως άσκοπη. Αντίθετα, χρησιμεύει για να επικυρώσει την απώλεια της αθωότητας και την πανταχού παρουσία του κακού. Το σενάριο απεικονίζει τη βία όχι μόνο σαν σωματική πράξη, αλλά σαν ψυχολογική και ηθική δύναμη που διαμορφώνει τις ζωές των χαρακτήρων. Το σενάριο παρουσιάζει τους χαρακτήρες σαν θύματα του περιβάλλοντός τους, αλλά και σαν συνένοχους στην ίδια τους την πτώση. Αυτή η διπλή όψη τους είναι η καρδιά στη γοτθική αλληγορία της ταινίας, η οποία υποδηλώνει ότι το κακό είναι εγγενές μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, αναπόφευκτο και τελικά καταστροφικό.
Η άρνηση του σεναρίου να προσφέρει τελικά μια ξεκάθαρη λύση είναι μια σκόπιμη ανατροπή των αφηγηματικών προσδοκιών. Αφήνοντας τη μοίρα του Seth ανοιχτή και μετέωρη, ο Ridley αναγκάζει το κοινό να αντιμετωπίσει τον υπαρξιακό τρόμο που βρίσκεται στην καρδιά της ιστορίας. Αυτή η ασάφεια είναι μια από τις πιο ισχυρές οπλές της ταινίας, που προκαλεί το κοινό να αντιμετωπίσει τα θέματα της απώλειας, της αθωότητας και του κακού χωρίς την άνεση ενός τακτοποιημένου τέλους.
