THE OLD DEAD TREE: “Second Thoughts”

ALBUM

Δεν είναι λίγα τα χρόνια που πέρασαν από τις πρώτες ημέρες των “The Old Dead Tree”, στο λυκόφως της προηγούμενης χιλιετίας και το πρώτο EP που θα έδινε το έναυσμα για μια πολλά υποσχόμενη καριέρα για τους φερέλπιδες, εκ Γαλλίας ορμώμενους μουσικούς. Μια καριέρα που εξ αρχής δεν είχε στρωθεί με ροδοπέταλα, μετά την αυτοκτονία του ντράμερ Frederic Guillemot, αλλά γρήγορα πήρε την ανιούσα με τις αλλεπάλληλες κυκλοφορίες (3 τον αριθμό) από το 2003 έως το 2007. Η πορεία της μπάντας είχε μπει σε στέρεες ράγες, η φήμη της εξαπλώνονταν σταθερά, αλλά σαν να το είχε η μοίρα της, το “μικρόβιο” της εσωστρέφειας με τις αλλεπάλληλες διαφωνίες μεταξύ των μελών της, οδήγησε στο  πρόωρο τέλος.

Κι όμως σήμερα μετά από συμπτωματικά και μη γεγονότα, όπως η στιγμιαία συνένωση το 2013 για την επέτειο του πρώτου άλμπουμ (“The nameless Disease”) και η κυκλοφορία του EP “The End” (αφιερωμένο στον αδικοχαμένο φίλο τους), βρίσκονται πάλι μαζί και παρουσιάζουν το 4ο άλμπουμ τους με τίτλο “Second Thoughts”. Ένα πόνημα 50 και κάτι λεπτών με 13 κομμάτια, που τους βρίσκει σε δημιουργικό οίστρο, αποδεικνύοντας ότι τελικά είχαν πολλά περισσότερα να “δώσουν”.

Οι “The Old Dead Tree” ποτέ δεν χωρούσαν στις κλασσικές ταξινομήσεις διαφόρων ειδών, άλλοτε gothic, άλλοτε progressive, άλλοτε doom είναι οι ταμπέλες που τους ακολουθούν. Και η “εξίσωση” δεν θα λυθεί με την εν λόγω κυκλοφορία, αφού σχεδόν όλα τα κομμάτια είναι διαφορετικά μεταξύ τους και αυτό επιτυγχάνεται ομαλά, χωρίς να διασαλεύεται η ομοιογένεια, ούτε να αποσπάται η προσοχή από το κυρίαρχο ύφος.

Από την αρχή πάντως (“Unpredictable”) αυτήν η εξευγενισμένη gothic αισθητική, απλώνεται με μεγαλοπρέπεια με ζωηρά riffs και νευρικά ντραμς, σε μια καλά μελετημένη ισορροπία ανάμεσα σε πιο “ευαίσθητα” αλλά και “αγριότερα” στοιχεία, που μεγαλώνουν την προσμονή για τη συνέχεια. To “Don’t Waste Your Time”, αφού φλερτάρει έντονα με blues περάσματα, δεν αργεί να ανεβάσει την ένταση με τα ψυχοφθόρα φωνητικά να βγάζουν όλη τους τη δυναμική, καθώς περιγράφουν την εσωτερική πάλη και τα αιώνια διλήμματα που ταλανίζουν την ψυχική υπόσταση. Ακόμη πιο εμφατικά θα εξαπολυθούν growls με το “The Lightest Straw” (παλαιότερο single), σε μια ακόμη έκρηξη οργής και γίνεται αμέσως αντιληπτό με πόση μαεστρία καταφέρνει η μπάντα να εναλλάσσεται μεταξύ επιθετικότητας και κομψότητας. Κομβικός ο ρόλος του Munoz που κινείται σε όλο το φάσμα των φωνητικών απαιτήσεων με μια ευρύτατη γκάμα, ερμηνεύει υποδειγματικά και αποδεικνύεται αντάξιος των προκλήσεων που θέτουν οι υψηλής ποιότητας συνθέσεις.

Ακολουθεί μια μικρή τριλογία με τον τίτλο “The Secret” (ιστορία μιας ομάδας φίλων που αναγκάζεται να σκοτώσει κάποιον για να μην διαρρεύσει ένα μυστικό) και ξεκινά από το δραματουργικό “Better Off Dead”, μια ανάλαφρη μπαλάντα με πανέμορφη μελιστάλαχτη κιθάρα κι αιθέριες φωνές, που κορυφώνονται και λειτουργούν εισαγωγικά για το “Without a Second Thought” που έπεται. Το οποίο, αφού θερίσει τα πάντα στο πέρασμα του με τα ισοπεδωτικά γρυλίσματα και την εκρηκτική του ορμή, γρήγορα “προσαρμόζεται” σε βαθιά συναισθηματικές μελωδικές και κάπως έτσι θα πορευτούν οι δύο αντικρουόμενες και συνάμα αλληλοσυμπληρωμένες εκφάνσεις. Το τελευταίο μέρος (“Luke”) σε μια ατμόσφαιρα πόνου και μυστηρίου σε πιο ήπιους ρυθμούς, με τα τύμπανα και το μπάσο να αναδεικνύουν το “χαρακτήρα τους” και την κιθάρα σε απολογητικό ύφος, ολοκληρώνουν το πρώτο μέρος της ιστορίας.              

Κάπου εκεί στο μέσο θα έρθει να παρεμβληθεί το “Story Of My Life”, με μια απαράμιλλη δυναμική ενός αγωνιώδους ρυθμού που σε κρατά δέσμιο, υπό τη συνοδεία βιολιών και μια έντονα στροβιλιζόμενη ασαφή διαδρομή που σε παρασέρνει, χωρίς να αφήνει περιθώρια αντίδρασης.

Στο δεύτερο μέρος της τριλογίας που εκτυλίσσεται (“The Hunt”), το “Fresh Start” με το επιβλητικό πιάνο θα φέρει μνήμες Depeche Mode, ενώ ο ζωηρός ρυθμός του “I Wish I Could” καταλήγει προοδευτικά σε ένα από τα πιο εύηχα ρεφρέν όλου του άλμπουμ. Με πολλές “κινηματογραφικές” πινελιές θα κλείσει αυτήν η μίνι ιστορία, με το μελαγχολικό “The Trap” αργό και καθηλωτικό, να ανακυκλώνει όλους τους προβληματισμούς που εκτέθηκαν.

To “Solastalgia”, (η δεύτερη μπαλάντα) με το καταλυτικό βιολοντσέλο, θα βγάλει ήπιο θυμό και απόγνωση για την επικείμενη περιβαλλοντολογική καταστροφή, με μια αίσθηση παραίτησης και ματαιότητας, να διατρέχει όλο το κομμάτι βασανιστικά. Με το αριστουργηματικό “Ok” η τραχιά χροιά των φωνητικών θα ενωθεί με τα εκρηκτικά τύμπανα και μια progressive αχαλίνωτη πλοκή θα ξεδιπλωθεί, μια από τις κορυφαίες συλλήψεις λίγο πριν τον συναρπαστικό επίλογο. Φαίνεται ότι στα δύο τελευταία κομμάτια οι “The Old Dead Tree” φύλασσαν την πιο τεκμηριωμένη κι ενδόμυχη πτυχή του ταλέντου τους. Καταιγισμός συναισθημάτων (“The Worst Is Yet To Come”) σε πιο metal μονοπάτια και μελωδίες που ακουμπάνε ευαίσθητες χορδές και παγιώνονται με αυτοπεποίθηση, για να εξασθενήσουν μοιρολατρικά, αφήνοντας μια ρευστή αγχωτική εικόνα για ένα αβέβαιο μέλλον.

Δεν βγαίνεις εύκολα αλώβητος από αυτό το απίθανο κρεσέντο εμπνεύσεων σε μια ποικιλία ήχων και διαθέσεων που αψηφούν στερεότυπα, τα πάντα οριοθετημένα αβίαστα σε έναν γκρίζο καμβά από γοτθικά ελκυστικά μοτίβα. Οι “The Old Dead Tree” επανέρχονται αποφασιστικά στο προσκήνιο μετά από μακροχρόνια αναμονή, χαρίζοντας ένα άρτιο σύνολο από διαφορετικές μουσικές αφετηρίες, με καινοτόμες αντιλήψεις κι ευφάνταστες ιδέες, πάντα σε ζοφερή απόχρωση. Δεν ξέρουμε πως θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα αν συνέχιζαν αταλάντευτοι την πορεία τους, το μόνο σίγουρο όμως είναι ότι το μέλλον τους ανήκει.                                                          

Είδος: Gothic Metal
Δισκογραφική Εταιρεία: Season of Mist    
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 6 Δεκεμβρίου 2024

Facebook
Bandcamp

Avatar photo
About Γιώργος Καπετανόπουλος 31 Articles
Μόλις άνοιξε τα μάτια κατάλαβε ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψει στην άβυσσο από την οποία προήλθε. Μόνο η τέχνη θα μπορούσε να κάνει υποφερτό το ενδιάμεσο φωτεινό διάστημα. “Εικόνες και λέξεις” για την “γη της επαγγελίας” άκουγε περιπλανώμενος στους “δρόμους” πολλές φορές “αιμορραγώντας”, ψάχνοντας πάντα να βρει την “τέλεια συμμετρία”. “Φοβούμενος το φως του ήλιου” θα αφουγκραστεί το “κλάμα των αγγέλων” και τα “πουλιά της νύχτας”, ενώ “κινούμενες εικόνες” θα “ρέουν” σαν “σκηνές από μια ανάμνηση”. Σαν “ευγενής βάρβαρος” θα συναντήσει τον “πρίγκιπα στην γραμμή της φτώχειας” και θ’ αντιληφθεί ότι οι “νεκροί μπορούν να χορέψουν” ακόμη και υπό το “φόβο του σκοταδιού”. Ο “παράδεισος και η κόλαση” είναι εδώ θα ψελλίσει όταν η “πτώση των καρδιών” θα οδηγήσει στο “βαθύ τέλος”.