Ταινία – HELLRAISER (2022)

HORROR

Όχι ένα, όχι δύο, αλλά τρία reviews για την επαναφορά του “Hellraiser” στις οθόνες μας. Ο Clive Barker με την νουβέλα του “Hellbound Heart” το 1986 αλλά και την κινηματογραφική του μεταφορά το 1987, μας διαμόρφωσε με τον τρόμο του, όπως ακριβώς τα λάγνα θύματα διαμορφώνουν τον κύβο και καλούν, άθελά τους, τους Cenobites από την κόλαση. Έτσι ακριβώς, διαμορφώνουν τις απόψεις τους τρεις συντάκτες του Soundcheck για το re-imagining του franchise, για την απόλαυσή σας και μόνο.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Minor spoilers!

Διαμόρφωση κύβου Ι: Στέφανος Δημόπουλος

Γράφω το review του καινούριου Hellraiser πριν να είναι πολύ αργά. Έχουν περάσει δύο εβδομάδες από τότε που το είδα και η μνήμη μου έχει ήδη αρχίζει να ξεθωριάζει. Νιώθω τις αναμνήσεις να ξεγλιστρούν σαν το νερό μέσα από τις χούφτες και να χάνονται στη λησμονιά. Συγχωρήστε με, όμως, για το ποιητικό ξέσπασμα και αφήστε με να σας εξηγήσω, νομίζω ότι έχω λίγο ακόμα χρόνο.

Τι λέγαμε; Α, ναι, από τις ταινίες Hellraiser έχω δει τις τέσσερις πρώτες. To Hellraiser και το Hellbound μου αρέσουν πολύ, το Hell on Earth και το Bloodline απλά μου αρέσουν. Το Hellbound Heart, η νουβέλα πάνω στην οποία βασίστηκε το πρώτο Hellraiser, δεν είναι από τα αγαπημένα μου του Clive Barker, ενώ με τα βιβλία του Clive Barker γενικά έπαψα να ασχολούμαι μετά το Coldheart Canyon, οπότε μου φάνηκε ότι το έχασε. Με λίγα λόγια, έχω πλήρη επίγνωση του ειδικού βάρους του franchise, εν μέρει συμμερίζομαι τον ενθουσιασμό, αλλά δεν είμαι αυτό που λέμε θερμοκέφαλος οπαδός. Το μόνο σίγουρο, πάντως, είναι ότι δεν με ενθουσιάζει καθόλου ο μαζικός βομβαρδισμός από remakes, reboots και remasters παλιών ταινιών, επιφανών αλλά και ξεχασμένων από τον Θεό, που δεχόμαστε τα τελευταία χρόνια. Όχι ότι η πρακτική είναι καινούρια, αλλά ποτέ στο παρελθόν δεν γινόταν με τέτοια συχνότητα και πυκνότητα, κάτι που, προφανώς, μαρτυρά έλλειψη δημιουργικότητας και φρέσκων ιδεών. Καινούριο φρούτο είναι, επίσης, η αυθάδεια και η έλλειψη σεβασμού αρκετών νέων δημιουργών προς τα πρωτότυπα, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην καταλήγουμε απλά με μάπα ταινία, αλλά με απροκάλυπτο βανδαλισμό.

Το καινούριο Hellraiser, λοιπόν, δεν πατάει στην ιστορία της νουβέλας ούτε συνδέεται με κάποια από τις προηγούμενες ταινίες της σειράς, άρα, αν δεν κάνω λάθος στην ορολογία,  πρόκειται για reboot ή re-imaging. Τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο David Bruckner, από τον οποίο έχω δει ένα καλό επεισόδιο στο V/H/S (Amateur Night), το αρκετά καλό Ritual και το ψιλοτζούφιο Nighthouse – δεν τον λες και master of horror, αλλά, τουλάχιστον, έχει προϋπηρεσία στο αντικείμενο, χωρίς πειραματισμούς σε άσχετα είδη. Προϋπηρεσία στο horror έχει και η ομάδα των σεναριογράφων (αν κι εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω γιατί πρέπει πλέον να καταπιάνονται τέσσερα και πέντε άτομα με το σενάριο μιας ταινίας), ενώ ο Clive Barker έχει αναλάβει χρέη παραγωγού, κάτι που αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ψήφο εμπιστοσύνης, ασχέτως του αν, προσωπικά, πιστεύω πως ό,τι ήταν να δώσει δημιουργικά, το έδωσε τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Η ταινία έχει ήδη λάβει καλές κριτικές και πολλοί την κατατάσσουν ποιοτικά δίπλα ή λίγο κάτω από τις δύο πρώτες, επειδή όμως παρόμοια αποθεωτικά σχόλια ακούμε συχνά – πυκνά τελευταία για διάφορα remakes, sequels και prequels από ανθρώπους, κριτικούς και μη, που όσο γρήγορα σπεύδουν να εκφράσουν τον ενθουσιασμό τους, άλλο τόσο γρήγορα τον ξεχνούν, πάμε να δούμε τι ψάρια πιάνουμε.

Η ιστορία ξεκινάει στην έπαυλη ενός διεφθαρμένου εκατομμυριούχου, ο οποίος οδηγεί ανυποψίαστα θύματα σε δωμάτιο – παγίδα, όπου τα δελεάζει να ανοίξουν τον γνωστό κύβο – παζλ κι εν συνεχεία τους παραδίδει στους δαιμονικούς Κενοβιάτες ως θυσίες. Σκοπός του, φυσικά, είναι να λάβει την πρέπουσα ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του, αλλά στην τελευταία του προσπάθεια τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως θα ήθελε. Cut μερικά χρόνια αργότερα και συναντάμε την πρωταγωνίστρια, πρώην χρήστρια ναρκωτικών ουσιών, που παλεύει με νύχια και με δόντια να μην υποτροπιάσει και να φέρει χρήματα στο σπίτι, όπου την φιλοξενούν ο υπερπροστατευτικός gay αδελφός της με τον φίλο του και μία συγκάτοικο. Ο μικροαπατεώνας γκόμενος της πρωταγωνίστριας την πείθει να διαρρήξουν εγκαταλελειμμένη αποθήκη, στην οποία βρίσκουν τον κύβο. Κι ενώ δεν έχουν αποφασίσει τι να κάνουν με το λάφυρο, η πρωταγωνίστρια τσακώνεται χοντρά με τον αδερφό της, ο τελευταίος την διώχνει κλωτσηδόν από το σπίτι κι αυτή καταλήγει μαστουρωμένη σε κοντινό πάρκο, όπου λύνει τυχαία το παζλ του κύβου και απελευθερώνει τους Κενοβιάτες. Ο μετανιωμένος αδερφός καταφέρνει να την εντοπίσει, αλλά γίνεται το πρώτο θύμα, κάτι που δεν αντιλαμβάνεται η μισολιπόθυμη πρωταγωνίστρια. Όταν πλέον συνέρχεται, η πρωταγωνίστρια καταλαβαίνει ότι ο κύβος και η σκοτεινή του φύση έχουν άμεση σχέση με την εξαφάνιση του αδελφού της. Έτσι, ξεκινάει έρευνα μαζί με τον γκόμενό της, τον γκόμενο του αδερφού της και την συγκάτοικο και όλοι μαζί καταλήγουν στην φαινομενικά εγκαταλελειμμένη έπαυλη του διεφθαρμένου εκατομμυριούχου, που θεωρείται νεκρός εδώ και χρόνια. Εκεί, όμως, πέφτουν σε παγίδα, που έχει στήσει ο κακός της όλης υπόθεσης με σκοπό να τους παρασύρει και να τους φυλακίσει για να εξυπηρετήσει τους σκοτεινούς σκοπούς του και να κλείσει ανοιχτές εκκρεμότητες από το παρελθόν, που σχετίζονται, φυσικά, με τον διαβολικό κύβο. Έτσι, οι ήρωες ξεκινούν αγώνα επιβίωσης ενάντια στους Κενοβιάτες και τον κακό, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα και εσωτερική προδοσία από κάποια μέλη της ομάδας που παίζουν βρώμικο παιχνίδι.

Ξεκινώντας από τα θετικά, είναι εμφανές ότι το καινούριο Hellraiser δεν είναι αρπαχτή. Αντιθέτως, είναι αρκετά φροντισμένο ως παραγωγή, καλογυρισμένο, με ωραία φωτογραφία και ανά στιγμές καταφέρνει να χτίσει καλή ατμόσφαιρα. Ευτυχώς, ο Bruckner αποφεύγει τελείως την ψετομοντέρνα horror αισθητική με το κοφτό μοντάζ και τη σπασμωδική εναλλαγή σκηνών που προκαλεί επιληψία, επιλέγοντας σοφά να γυρίσει τα πλάνα του αργά, στρωτά και μεθοδικά, χωρίς να καταφεύγει στην εύκολη λύση των jumpscares. Επίσης, προς τιμήν του, χρησιμοποιεί πρακτικά εφέ σε αρκετές βίαιες σκηνές, όπως και κανονικά κοστούμια στους Κενοβιάτες, αντί π.χ. να κάνει copy / paste τα κεφάλια των ηθοποιών σε cgi μοντέλα.

Προχωρώντας στα διφορούμενα, ένας κάποιος ντόρος έγινε για την «αλλαγή φύλου» του Pinhead / Hell Priest, του πλέον αναγνωρίσιμου Κενοβιάτη, ο οποίος είναι πλέον γυναίκα. Αρκετοί οπαδοί της σειράς δυσφόρησαν με την επιλογή αυτή αποδίδοντας την στο πολιτικορθάδικο κλίμα της εποχής, καθώς ο χαρακτήρας έχει καθιερωθεί ως άντρας στη συλλογική συνείδηση, ενώ αναπόφευκτες συγκρίσεις έγιναν και με τον Doug Bradley, που, όπως και να το κάνουμε, έχει δικαίως ταυτιστεί με τον συγκεκριμένο ρόλο. Οι υπέρμαχοι της «αλλαγής φύλου», αντιθέτως, έσπευσαν να επισημάνουν ότι έτσι αποδίδεται πιο πιστά το πνεύμα της νουβέλας, στην οποία οι Κενοβιάτες περιγράφονται στα πεταχτά ως άφυλοι, κατηγορώντας ταυτόχρονα τους διαφωνούντες για «gatekeeping», δηλαδή, ότι συμπεριφέρονται σαν κακομαθημένα παιδάκια που περιφρουρούν πεισματικά ένα πνευματικό δημιούργημα σα να ήταν δικό τους, μη αποδεχόμενοι την ελευθερία έκφρασης του εκάστοτε δημιουργού. Στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν θα σταθώ πολύ, καθώς η αλλαγή φυλής, φύλου και σεξουαλικών προτιμήσεων κινηματογραφικών (και όχι μόνο) ηρώων έχει γίνει πλέον τόσο προβλέψιμη μανιέρα στις δυτικές παραγωγές, ώστε προσεγγίζει – αν δεν ξεπερνάει – τα όρια της γραφικότητας και, προσωπικά, μου προκαλεί πλήρη απάθεια. Ασφαλώς και πρόκειται για απόφαση που πάρθηκε με πολιτικορθάδικα κριτήρια, αν, όμως, υπάρχει κόσμος που αισθάνεται δικαιωμένος επειδή ένας σαδιστής δαίμονας από την κόλαση από άντρας έγινε γυναίκα ή, απλά, του αρέσει το νέο του look, σεβαστό και πάω πάσο. Και για να αποδώσω τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, η συγκεκριμένη ηθοποιός κάνει καλή δουλειά στον ρόλο. Doug Bradley δεν είναι με την καμία, αλλά πιθανώς να τα καταφέρνει καλύτερα από τους ηθοποιούς που τον διαδέχθηκαν (δεν ξέρω γιατί δεν έχω δει τις ταινίες). Θα κάνω μόνο δύο επισημάνσεις: Πρώτον, άφυλος θα πει δεν έχω φύλο, δηλαδή δεν είμαι ούτε άντρας ούτε γυναίκα. Τώρα, πώς έβγαλαν κάποιοι το συμπέρασμα ότι η γυναίκα είναι πιο κοντά στο άφυλο απ’ ό,τι ο άντρας, ειλικρινά δεν το καταλαβαίνω, χώρια που μπαίνω στον πειρασμό να γίνω κακός και να πω ότι είναι και λίγο προσβλητικό προς τις γυναίκες. Αν θέλετε τη γνώμη μου, μακάρι οι σεναριογράφοι και ο σκηνοθέτης να μην ακολουθούσαν την πεπατημένη και να έπαιρναν την τολμηρή απόφαση και το ρίσκο να τσιτώσουν τη σεξουαλική νοσηρότητα (στοιχείο που ούτως ή άλλως είναι έντονο στη νουβέλα, αλλά και σε πολλά βιβλία και διηγήματα του Clive Barker) κάνοντας τους Κενοβιάτες πραγματικά άφυλους ή με εμφανώς ακρωτηριασμένα γεννητικά όργανα. Δεύτερον και κυριότερο, νομίζω ότι η όλη συζήτηση έχει τεθεί σε λάθος βάση, αφού στο καινούριο Hellraiser όλοι οι Κενοβιάτες και όχι μόνο ο Pinhead / Hell Priest έχουν γίνει γυναίκες (οι σωματότυποι όλων είναι ξεκάθαρα θηλυκοί), επομένως δεν έχει κανένα νόημα να εστιάζουμε μόνο σε αυτόν / αυτή.

Πάμε τώρα και στα λιγότερο ευχάριστα. Κατ’ αρχάς, σημαντικές αλλαγές έχουν γίνει στον περίφημο κύβο – παζλ, τόσο στην εμφάνιση όσο και στη λειτουργία του. Εδώ, λοιπόν, ο κύβος αλλάζει σχήμα κάθε φορά που συγκεντρώνει τον απαιτούμενο αριθμό ψυχών, έχοντας έξι, συνολικά διαφορετικές μορφές. Κάθε φορά που ξεκλειδώνει μία μορφή, πετάγεται ένα αιχμηρό έμβολο από τον κύβο. Αν το έμβολο σε τρυπήσει, οι Κενοβιάτες σε παίρνουν μαζί τους ως σφάγιο. Αν το αποφύγεις (όπως τυχαία κάνει η πρωταγωνίστρια), δεν θυσιάζεσαι, αλλά αναγκάζεσαι από τους Κενοβιάτες να μαζέψεις ψυχές βρίσκοντας υποψήφια θύματα και δίνοντας τους να παίξουν με τον κύβο, με την ελπίδα να τρυπηθούν. Κι ενώ, αν δεν με απατά η μνήμη μου, η όλη ύπαρξη του κύβου ανέκαθεν ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σεξουαλική ηδονή (η οποία, φυσικά, δεν έχει καμιά σχέση με το πώς την αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι), εδώ υπάρχει πληθώρα ανταμοιβών για τους λύτες, έξι το σύνολο (όσες, δηλαδή, και οι μορφές του κύβου), τις οποίες οι Κενοβιάτες προσφέρουν στο νικητή.  Η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν με ενθουσίασε και μου φάνηκε κάπως γκατζετάδικη και άνευ λόγου μπερδεμένη, ενώ αθέμιτα κωμική βρήκα τη σκηνή, στην οποία οι Κενοβιάτες σε ρόλο πλασιέ παρουσιάζουν τα διαθέσιμα «δώρα» και καλούν τον υποψήφιο «πελάτη» να διαλέξει όποιο θέλει. Βαθύτερο πρόβλημα, όμως, είναι ότι η ταινία είτε δεν εξηγεί σωστά τους κανόνες είτε, ακόμα χειρότερα, δεν τηρεί τους κανόνες που η ίδια θέτει. Για παράδειγμα, ενώ μοιάζει αυτονόητο ότι ο κύβος ικανοποιείται μόνο με ανθρώπινες ψυχές, τελικά αποδεικνύεται ότι δέχεται και Κενοβιάτες. Μπορεί κανείς να κάνει τράμπα και να επιλέξει ποιόν τρυπημένο θα θυσιάσει στον κύβο για να γλιτώσει κάποιον άλλον, επίσης τρυπημένο. Κάποιοι, πάλι, που έχουν τρυπηθεί, καταφέρνουν εντελώς ανεξήγητα να την σκαπουλάρουν. Εντελώς ασαφείς είναι και οι κανόνες των Κενοβιατών: Σε κάποιους χαρακτήρες συμπεριφέρονται με τον τυπικό δαιμονικό τρόπο, κάνοντας φαουστικές συμφωνίες, στις οποίες ο θνητός είναι χαμένος από χέρι. Με κάποιους άλλους χαρακτήρες, όμως, είναι ανεξήγητα γενναιόδωροι και μπεσαλήδες, η δε αποδέσμευσή του θνητού από το άτυπο δαιμονικό συμβόλαιο αποδεικνύεται γελοιωδώς απλή υπόθεση, κάτι που ευθύνεται για ένα από τα πιο νερόβραστα φινάλε που έχω δει εδώ και χρόνια. Είναι λες και οι τέσσερεις – πέντε νοματαίοι που έγραψαν στο σενάριο δεν μπήκαν στον κόπο να του ρίξουν μια ματιά όταν τελείωσαν για να δουν αν βγάζει νόημα ή αν από κάπου μπάζει. Ίσως, πάλι, να φταίει ακριβώς το ότι μαζεύτηκαν τόσοι πολλοί για να κάνουν μια δουλειά που παλιότερα την έβγαζε μια χαρά ένας.    

Πάμε τώρα και στην ταμπακιέρα, που δεν είναι άλλη από τον τρόμο: Το καινούριο Hellraiser μου φάνηκε ουδέτερο. Ατμόσφαιρα τρόμου υπάρχει, όπως και σκηνές τρόμου, μεταξύ των οποίων και δυο – τρεις καλοφτιαγμένες σκηνές με gore για να ανάψουν τα αίματα, αλλά, προσωπικά, ούτε τρόμαξα ούτε ταράχτηκα κι αυτό καθόλου δεν έχει να κάνει με τα επίπεδα της παραγωγής. Αντιθέτως, όλη την ώρα είχα την δυσάρεστη αίσθηση ότι έβλεπα μια τεχνικά άρτια ταινία, που τηρούσε τους στοιχειώδεις κανόνες του horror και παρέμενε σε γενικές γραμμές πιστή στην εικονογραφία του Hellraiser, η οποία, όμως, συνειδητά προσπαθούσε να μην σοκάρει, να μην ξεπερνάει τα όρια και, γενικά, να μην κάνει κανέναν να νιώσει πολύ άβολα. Όλα μοιάζουν να καλύπτονται από μία στρώση λούστρου, που τα κάνει να φαίνονται πιο καλογυαλισμένα κι εύπεπτα απ’ όσο θα έπρεπε και δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από τους ίδιους τους Κενοβιάτες: Φυσικά και είναι καλοδεχούμενη η απόφαση να χρησιμοποιηθούν κανονικοί ηθοποιοί με στολές αντί για cgi και πράσινες οθόνες, έλα, όμως, που μοιάζουν πιο πολύ με ήρωες της DC παρά με δαίμονες. Ο σχεδιασμός τους στα χαρτιά είναι πιο εφετζίδικος, με ολόκληρα μοτίβα σάρκας να λείπουν και λωρίδες δέρματος να ενώνονται με διάφορα σημεία του σώματος, αλλά δεν υπάρχουν ούτε ζουμιά ούτε εκκρίσεις ούτε αίματα κι έτσι το αποτέλεσμα μοιάζει πλαστικοποιημένο και ακίνδυνο, σαν στολή κακού υπερήρωα. Κι αν εξαιρέσω την Hell Priest και, ίσως, τον Κενοβιάτη που βαριανασαίνει, κανένας άλλος δεν έχει κάποιο ξεχωριστό ή αξιομνημόνευτο χαρακτηριστικό στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά του, με αποτέλεσμα πλέον να μην θυμάμαι καν ποιοί είναι, πόσοι είναι και πώς μοιάζουν. Επίσης, με ξένισε λίγο ο ελαφρώς χορογραφημένος τρόπος, με τον οποίο κινούνται, αλλά, τουλάχιστον, πρόκειται για πρωτότυπη σκηνοθετική άποψη, που σε άλλους θα αρέσει και σε άλλους όχι. Ό,τι ανέφερα για τους Κενοβιάτες ισχύει άκρες – μέσες για τα ειδικά εφέ στο σύνολό τους. Και γάντζοι υπάρχουν και γδαρσίματα υπάρχουν και μηχανές βασανισμού στα όρια του body horror υπάρχουν, όλα, όμως, πολύ ρετουσαρισμένα και άκακα για τα γούστα μου. Το φινάλε αφήνει υποσχέσεις για sequel παραπέμποντας ευθέως στο δεύτερο Hellraiser με σκηνές που είναι μεν γκροτέσκες, αλλά δεν πιάνουν ούτε κατά διάνοια την σουρεαλιστικά εφιαλτική εικόνα του Dr. Channard. Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται σε ταινίες, που βγήκαν 35 χρόνια πριν και μόνο αρχοντικό budget δεν είχαν, τα ειδικά εφέ να είναι πιο ρεαλιστικά και να καταφέρνουν ακόμη και σήμερα να προκαλούν αποστροφή και να μην μπορεί να βγει εξίσου καλό αποτέλεσμα τη σήμερον, με πολλαπλάσιο προϋπολογισμό και πολύ ανώτερη τεχνολογία. Τη δε πλήρη, σχεδόν, απουσία νοσηρού ερωτισμού μάλλον θα πρέπει να την εκλάβω ως μέρος του πακέτου που προσπαθεί να είναι όσο το δυνατόν πιο φιλικό προς τον χρήστη. Όλα σημεία των καιρών, υποθέτω, όπως και το άνοστο, all-inclusive επιτελείο των μη δαιμονικών χαρακτήρων. Μόνη εξαίρεση ο κακός, ο οποίος μου φάνηκε ότι είχε ειδικό βάρος και φύση πιο βασανισμένη από αυτήν της αντιπαθούς ως φάτσα και χαρακτήρα πρωταγωνίστριας, με αποτέλεσμα να υποστηρίζω αυτόν αντί για εκείνη, κάτι που υποθέτω ότι δεν ήταν στις προθέσεις των δημιουργών.

Εν κατακλείδι, το καινούριο Hellraiser δεν είναι ούτε μάπα ταινία ούτε βανδαλισμός, τολμώ να πω, μάλιστα, ότι είναι καλύτερο απ’ ό,τι περίμενα. Από την άλλη, δεν το λες και κοπλιμέντο αυτό, αφού εξ αρχής ήμουν προετοιμασμένος για τα χειρότερα. Σίγουρα δεν με ενθουσίασε αλλά δεν με ενόχλησε και πολύ, κάπως σαν τη μουσική που βάζουν στο IKEA και το Flying Tiger. Είναι άλλη μία καθώς πρέπει ταινία τρόμου, ιδανική για streaming πλατφόρμες και φτιαγμένη για να αρέσει σε όσο το δυνατόν περισσότερους, να ενοχλεί όσο το δυνατόν λιγότερους και καταδικασμένη, μάλλον, να ξεχαστεί απ’ όλους όταν βγει από τη λίστα με τα «trending now». Την λες τίμια, την λες και χρυσή μετριότητα. Και όσο περνούν οι μέρες και το Hellraiser χάνεται στη λήθη, αναρωτιέμαι μήπως οι έννοιες αυτές είναι, τελικά, οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Διαμόρφωση κύβου ΙΙ: Σπύρος Χονδρογιάννης

“Re-make”. “Re-boot”. “Re-imagining”.

Είναι πλέον γεγονός πως ζω στην εποχή που ακούω και διαβάζω αυτές τις λέξεις πιο πολλές φορές και από το όνομά μου, πόσο μάλλον από τον όρο “original”. Μέσα στο ξέφρενο party των τελευταίων ετών που θέλει κάθε τι ‘80s και ‘90s να επαναπροσδιορίζεται και προσαρμόζεται για τη δεκαετία και τις γενιές που γαλουχεί, ήρθε και η σειρά του “Hellraiser”. Όχι, θα γλύτωνε.

Σε αυτή την εκδοχή λοιπόν, μια νεαρή γυναίκα με θέματα καταχρήσεων, η Riley, γίνεται κάτοχος του κύβου-παζλ που όταν με τον κατάλληλο χειρισμό ανοίξει, η κόλαση έρχεται στη γη με ξεναγούς της τους Cenobites, για σαρκικές “απολαύσεις” πέρα από κάθε διεστραμμένη ανθρώπινη φαντασία. Σε αυτό το ταξίδι της προς την απελπισία, έχει συνοδοιπόρους τον αδερφό της Matt και τον γκόμενό του Colin, την συγκάτοικό τους Nora, το αγόρι της Trevor και τον μυστηριώδη πλούσιο συλλέκτη αντικειμένων τέχνης Roland Voight.

Έχω την αίσθηση πως οι σεναριογράφοι (είναι και ομάδα τρομάρα τους, όχι απλά ένας) είναι της σύγχρονης, πολιτικορθής, νετφλιξοειδούς γενιάς, αλλιώς δεν εξηγείται το πόσο στειρωμένο είναι το story, σε πόσες παγίδες πέφτει και με τι action-adventure (αλλά όχι horror) video game λογική παρουσιάζουν τον κύβο, ο οποίος μάλλον είναι για αυτούς ο πρωταγωνιστής της ταινίας, με τόσες διαμορφώσεις (configurations) που σκαρφίστηκαν να του δώσουν, πέραν του lament που ξέραμε ήδη. Δεν καταλαβαίνω για πιο λόγο να έχει πλέον έξι (!) επίπεδα επίλυσης, κατά τα οποία δεν κινδυνεύει αυτός που λύνει το γρίφο, αλλά αυτός που θα τρυπηθεί από μια λεπίδα (!) που βγαίνει από τον κύβο κατά την επίλυση του κάθε επιπέδου, ακόμα και αν τρυπηθεί κατά λάθος, ακόμα και αν δεν είναι άνθρωπος, ακόμα και αν είναι…Cenobite, ενώ αυτός που έπαιξε με τον κύβο την σκαπουλάρει.

Η όλη αυτή σεναριακή προσήλωση στον κύβο, ανάγει τους Cenobites σε πωλητές telemarketing, αφού τα παζάρια τους με τους λύτες για να διαλέξουν το έπαθλο των διαμορφώσεων είναι τουλάχιστον αστεία. Το ίδιο αστεία είναι και η έλλειψη βάσης για την πλοκή και την εξέλιξη της ταινίας, αφού τα τρία βασικά ερωτήματα (πότε, πώς και γιατί) δεν έχουν σαφή απάντηση, απλά θα ήταν…cool να διαδραματιστούν έτσι, γιατί έτσι (δεν αρχίζω τα παραδείγματα, είναι πολλά και θα περάσω στο επίπεδο των major spoilers). Πέραν του κύβου και των Cenobites, εντελώς ανέμπνευστα και αποστειρωμένα είναι τα “unknown pleasures” που βιώνουν οι “πρωταγωνιστές” της ιστορίας. Όσο για την πτυχή του (αρρωστημένου) ερωτισμού και λαγνείας, βασική ύλη στο Hellbound Heart/Hellraiser lore, εδώ είναι ανύπαρκτα. 

Ντόρος έχει γίνει για την επιλογή της trans ηθοποιού Jamie Clayton για τον ρόλο του Hell Priest (φτου κακά, δεν κάνει να τον λέμε Pinhead, ντροπή), μια που το team υποστηρίζει πως για πρώτη φορά στα χρονικά, η κινηματογραφική φιγούρα πλησιάζει όσο πιο πιστά γίνεται αυτή της νουβέλας του Clive Barker, “Hellbound Heart”, στην οποία στηρίζεται η ταινία του 1987 και γενικότερα όλο το franchise. Η νουβέλα βέβαια δεν γράφει πουθενά για θηλυκή φιγούρα Hell Priest και λοιπών Cenobites, απλώς περιγράφει άφυλα πλάσματα που η σχεδόν θηλυκή αθωότητα μπερδεύεται με το απόκοσμο και φρικαλέο της όψης τους. Μακάρι αυτό να είχε επιτευχθεί, αλλά αντί αυτού, έχουμε ένα τσούρμο Cenobites με θηλυκές μορφές, κάτω από το προσεγμένο body horror της (υποτίθεται) γυμνής περιβολής τους, που όμως είναι υπερβολικά περιποιημένη και καλοφτιαγμένη, θυμίζοντας στολές από villains σε κάποιο DC σύμπαν. Οι αψεγάδιαστα λευκές οδοντοστοιχίες τους και το χορογραφημένο περπάτημα σε συνδυασμό με τις θηλυκές φιγούρες, μόνο τρόμο δεν προκαλούν και δεν καταφέρνουν ούτε στο ελάχιστο να δημιουργήσουν τη φρίκη της ατμόσφαιρας που η ύπαρξή τους επιτάσσει – το ίδιο και η ερμηνεία της Clayton.

Στα υπέρ, ο αργός ρυθμός της σκηνοθεσίας του David Bruckner (“The Signal”, “The Nighthouse”), τα πρακτικά effects (ευτυχώς, όχι CGI) και το soundtrack του Ben Lovett που δανείζεται επιτυχώς θέματα από την original μουσική του Christopher Young.


Το “Hellraiser 2022” αποτυγχάνει πλήρως να τρομάξει, να δώσει νέα πνοή, να δημιουργήσει εφιάλτες και αυπνίες. Σαφέστατα και δεν είναι τεχνικά κακογυρισμένο, ούτε είναι η χειρότερη ταινία που έχω δει. Είναι απλώς στειρωμένο (μάλλον έτσι τα θέλει η νετφλιξογενιά), ανούσιο, αδιάφορο. Δεν θα μπω καν στην λογική σύγκρισης με τις υπόλοιπες ταινίες του franchise: τα “Hellraiser 1987” και “Hellbound: Hellraiser II” παραμένουν ανέγγιχτα έργα ματωμένης τέχνης, με το “Hellraiser IV: Bloodline” να ακολουθεί και φυσικά, το “Hellraiser III: Hell On Earth” να είναι απολαυστικότατο, χωρίς να μοιράζεται την σοβαρότητα και την αίγλη των άλλων τριών. Από το πέμπτο μέχρι το δέκατο volume του franchise, εγώ προσωπικά δεν βλέπω πουθενά “Hellraiser” ταινίες, αλλά μέτριες ως άθλιες αστυνομικές υποθέσεις με μεταφυσικό twist και κάπου εκεί μέσα, να πετάνε τον Pinhead και μερικούς Cenobites χωρίς λόγο, έτσι για να δικαιολογήσουν τον τίτλο των έργων (που και πάλι, το gore στοιχείο τουλάχιστον υπάρχει, δεν είναι αποστειρωμένο/ανύπαρκτο). Αυτό βέβαια, έχει βοηθήσει τον παραλογισμό κάποιων να τοποθετούν την νέα ταινία αμέσως μετά τα πρώτα δύο-τρία, λέγοντας πως είναι καλύτερο από τα υπόλοιπα. Ε ναι, αν συγκρίνεις τους King Crimson με μένα, δύο σκυλάκια και τρεις αχινούς, σίγουρα είμαι ο καλύτερος μουσικός μετά τους King Crimson. Όχι φίλε, δεν είσαι καλός επειδή δεν είσαι ο χειρότερος.

“Re-make”. “Re-boot”. “Re-imagining”.
Re-ante apo do.

Διαμόρφωση κύβου ΙΙΙ: Κώστας Σόγκας

Επειδή έχουμε άλλους δύο συναδέλφους που θα “ξεσκονίσουν” την ταινία, θα μπώ κατ’ευθείαν στο ψητό κάνοντας την αξιολόγησή μου βασισμένος σε όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικές παρατηρήσεις και προσπαθώντας να μην λάβω υπ’όψιν μου οτιδήποτε προηγήθηκε αυτής της ταινίας. Με άλλα λόγια, θα αποπειραθώ να την κρίνω ως φρέσκια και αυτόνομη ταινία, χωρίς σύνδεση με το προηγούμενο Hellraiser σύμπαν – είτε αυτό αφορά βιβλία και κόμικ, είτε ταινίες.

Με το που άρχισε η ταινία, να το πρώτο πρόβλημα: λανθασμένη χρήση του soundtrack. Επιβλητικά, δυσοίωνα orchestral hits…για να μας δείξει μία συνάντηση σε ένα πάρκο. Αδιάφορο το τί ειπώθηκε, η αντίδρασή μου ήταν “Καλά, και εγώ πρέπει να τρομάξω με αυτό; Σοβαρά;”. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε πολύ στην πορεία – έχοντας χρησιμοποιήσει το πιo δυνατό όπλο για μία underwhelming πρώτη σκηνή, ξέμειναν από ιδέες στις σκηνές στις οποίες θα έπρεπε να σε κάνουν να τρομάξεις! Αν θέλετε να δείτε πως εκτελείται σωστά αυτή η ιδέα, σας παραπέμπω στο Star Wars, στην σκηνή που συναντάμε για πρώτη φορά τον Darth Vader.

Ειδική μνεία στην φωνή της Hell Priestess…όσα εφέ και αν ρίξεις, όσες δεύτερες και τρίτες φωνές, το υποτονικό delivery δεν διορθώνεται και αυτό είναι σκηνοθετικό λάθος – στη χειρότερη, φέρε μία “ψημένη” voice actress και ντούμπλαρέ τη!

Φωτογραφία: σκοτάδι και αδιάφορη χρωματική παλέτα, παρμένη από το “Horror” assets της Unreal Engine – και αν δεν είναι ακριβώς έτσι, η εντύπωση που αποκόμισα είναι ενδεικτική της δημιουργικότητας των συντελεστών.

Κάμερα: μερικές καλές λήψεις δεν σώζουν την ταινία από το γεγονός πως στερείται της κλειστοφοβικής διάθεσης που πρέπει να έχει μια horror ταινία και δίνεται κυρίως από μεσαία και κοντινά πλάνα. Προφανώς, τα κοντινά πλάνα αποφεύγονται όταν έχεις να κάνεις με ανεπαρκή…

Εφέ: η υφή του δέρματος των Cenobites υπερβολικά σιλικονάτη και χοντρή – σε σημείο που παρά την υποτιθέμενη γύμνια τους, να δημιουργείται η εντύπωση πως φοράνε στολή. Καμία αποστροφή, καμία αηδία και υποτονική φρίκη από το θέαμα των Cenobites…

Σκηνοθεσία: αδιάφορη και συμβατική στο μεγαλύτερο μέρος με highlights τις σκηνές που προηγούνται της έλευσης των Cenobites! Πραγματικά καλογυρισμένες, με χώρους και εκτάσεις να ανοίγουν εκεί που δεν έχουν καμία δουλειά να υπάρχουν, μεταμορφώνοντας τελείως καθημερινά περιβάλλοντα σε υποσχέσεις απόκοσμου τρόμου και υπερδιαστατικής φρίκης…υποσχέσεις που δυστυχώς δεν τηρούνται!

Lowest Point: φόνοι εκτός οθόνης! Πώς περιμένεις να έχει συναισθηματικό αντίκτυπο στους θεατές ο θάνατος εκτός οθόνης ενός εκ των βασικών μελών του cast και ο λόγος που η ηρωίδα καλείται να λάβει καθοριστικές αποφάσεις ζωής και θανάτου;

Σενάριο: απόλυτο μπάχαλο! Δεν θα ασχοληθώ με το lore, μιας και γίνονται πράγματα που δεν στέκουν σε κανένα σύμπαν και κανένα lore! Αν είσαι κακός, πλούσιος, με τεράστια επιρροή και διασυνδέσεις, χρειάζεται να περιμένεις έξι γαμ#μένα χρόνια για να βρείς θύματα, την ώρα που υποφέρεις τόσο που κάθε δευτερόλεπτο είναι αιωνιότητα και θές να τελειώσει το μαρτύριό σου; Οι διάλογοι δε, μόνο σε ενήλικες δεν παραπέμπουν. Καμία πρωτοτυπία, κανένα βάθος, εξαντλούνται σε αντιπαραθέσεις λόγω συναισθηματικής φόρτισης και ξεσπάσματα. Πολλές φορές έπιασα τον εαυτό μου να εύχεται “άντε να σε πιάσει η Hell Priestess, ο κακός, ένας Cenobite, κάποιος τέλοσπάντων, μπας και το βουλώσεις!”

Ηθοποιοί: εκτός των “κακών” της ιστορίας και ίσως του αδερφού της ηρωίδας, οι υπόλοιποι είναι είτε βράστα και άστα, είτε έχουν ελάχιστο χρόνο στην οθόνη για να κρίνω με ασφάλεια. Η ηρωίδα δε, είναι πολύ λίγη για πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ η Hell Priestess δίνει πιο πολύ την εντύπωση μιας Dominatrix εν ώρα εργασίας, παρά ενός απόκοσμου πλάσματος που κάθε λέξη του είναι μια υπόσχεση πόνου και αίματος!

Κατά την γνώμη μου, αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα σε αυτή την εκδοχή του Hellraiser, τίποτα δεν είναι πραγματικά τρομακτικό, ούτε καν η Hell Priestess, που θα έπρεπε να σου παγώνει το αίμα κάθε φορά που την βλέπεις – και φυσικά, αυτό το εκνευριστικό, αυθάδικο ανθυπομειδίαμα που φορά όλη την ώρα, δεν βελτιώνει καθόλου την κατάσταση! Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, δεν είναι η χειρότερη αρχηγός των Cenobites που έχει υπάρξει, αλλά αυτό οφείλεται μάλλον στην απόλυτη ανικανότητα αυτών που διαδέχτηκαν τον Doug Bradley στον ρόλο, παρά στο ταλέντο της…κάτι σαν τον μονόφθαλμο στο βασίλειο των τυφλών. Θα ήθελα να την ξαναδώ όμως, με έναν σοβαρό σκηνοθέτη και ένα στέρεο σενάριο, γιατί κάτι μου λέει πως μπορεί να κάνω λάθος και πιθανόν να είναι πολύ καλύτερη από αυτό που είδα!

Για να κλείνω εδώ, ναι μεν είναι το καλύτερο Hellraiser μετά τα 1, 2 και 4 ( το 3 είναι εκτός συναγωνισμού, ανήκοντας στη “τόσο κακό που είναι καλό!” κατηγορία!), αλλά δεδομένης της ποιότητας των υπόλοιπων, αυτό δεν λέει και πολλά. Vanilla Horror που μπορεί να ελκύσει κοινό που έμαθε τον τρόμο μέσα από video games και το Netflix, αλλά πολύ λίγο για αυτούς που έμαθαν το horror από βιντεοκασσέτες ταινιών του Argento, του Craven και του Carpenter και σε καμία περίπτωση η ταινία που θα αναστήσει το franchise!

Avatar photo
About Soundcheck Partner 326 Articles
Souncheck.network