Articles – RONNIE JAMES DIO: “Dreamers Never Die”

ARTICLE

Δεν μπορώ να φανταστώ δυσκολότερη αποστολή από την απόπειρα να αναδείξεις σε μια ταινία/ντοκιμαντέρ το μέγεθος του θρύλου που ακούει στο όνομα Ronnie James Dio. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που συνηγορούν αισθητά στη δυσκολία και το ρίσκο του εγχειρήματος, όμως ο ρυθμιστικός παράγοντας απέναντι σε όλα αυτά είναι η πρώην γυναίκα, manager, σύντροφος και συνοδοιπόρος του Ronnie, η Wendy.

Το δύσκολο έργο ανέλαβαν οι σκηνοθέτες Don Argott και Demian Fenton, οι οποίοι έχουν μια σχετική προϊστορία στα μουσικά ντοκιμαντέρ, καθώς επιμελήθηκαν την ταινία “Last Days Here”, με θέμα τη ζωή του Bobby Liebling, του τραγουδιστή και ηγετικής μορφής των Pentagram.  Τα συστατικά που έχουν χρησιμοποιηθεί για να συναρμολογηθεί η περίπου δυο ωρών διάρκειας ταινία είναι μάλλον τα αναμενόμενα: συνδρομές δηλώσεων από πρόσωπα που βρέθηκαν στο περιβάλλον του σαν συνεργάτες ή φίλοι, αποσπάσματα από επίσημα μουσικά βίντεο, βίντεο από μουσικές εμφανίσεις, συνεντεύξεις, ακόμα και πρόβες, άφθονες φωτογραφίες από κάθε περίοδο της ζωής του μοναδικού τραγουδιστή. Αφήνω τελευταία κάποια σύντομα, σκηνοθετημένα “σκετσάκια” που επιχειρούν να αναπαραστήσουν ζωντανά το κλίμα και το πνεύμα μιας άλλης εποχής. Δίνοντας έμφαση στην τεράστια σημασία της προσωπικής του καριέρας με τους DIO, το φιλμ ξεκινά με ένα τέτοιο που μας επαναφέρει στο 1983 και την κυκλοφορία του “Holy Diver”. Προσωπικά, δεν ένιωσα να προσφέρουν κάτι οι συγκεκριμένες απόπειρες και ειδικά η σκηνή με το ζευγάρι των οπαδών των Black Sabbath που αντιμετωπίζει με αρχική δυσπιστία το “Heaven and Hell”, μάλλον ξεπερνά τα όρια της απλής κακογουστιάς και ακουμπά τη γελοιότητα.

Μια άλλη αδυναμία που σε αρκετές στιγμές με ενόχλησε ήταν η τακτική που οι σκηνοθέτες  ένωναν φωτογραφίες με βίντεο ή οι προσθήκες κάποιων επιτηδευμένα “old school” γραφικών, που όλα μαζί καλλιεργούν μια εντύπωση ερασιτεχνισμού και φτηνής τεχνικής: έχω δει ντοκιμαντέρ φτιαγμένα αποκλειστικά από οπαδούς μουσικών που είναι ουσιαστικά ερασιτέχνες κινηματογραφιστές και είναι ασύγκριτα πιο καλαίσθητα και με εμπνευσμένα, αρμονικά εφέ στο δέσιμο των επιμέρους στοιχείων. Οι αισθητά μικρότερες κορνίζες σε πολλά αποσπάσματα από ζωντανές εμφανίσεις με ένα παχύ μαύρο πλαίσιο γύρω τους ήταν κι αυτές μάλλον αντιαισθητικές.

Για κάποιον που έχει ασχοληθεί αρκετά στη ζωή του με τη διαδρομή του Ronnie James Dio, δεν υπάρχουν πολλές εκπλήξεις στο περιεχόμενο της ταινίας. Κάποιες όμως συσσωρευμένες πραγματικότητες, μέσα σε αυτές τις δυο ώρες, υπερτονίζουν κάποια σοβαρά στοιχεία της συνολικής του πορείας. Πρώτα από όλα, όσοι δικαιολογημένα λόγω μουσικών προτιμήσεων έχουν επικεντρωθεί στην καριέρα του ξεκινώντας από την παρουσία του στους Rainbow, άντε και στους Elf που έπαιξαν στο πρώτο άλμπουμ των Rainbow, θα ανακαλύψουν πως η δισκογραφική του διαδρομή ξεκινά από το 1958, ακόμα και πριν τους The Beatles. Η πραγματικότητα αυτή δίνει εντελώς διαφορετική βαρύτητα σε αποφάσεις που πήρε αργότερα, σε κρίσιμα σταυροδρόμια της καριέρας του. Ταυτόχρονα, θα ανακαλύψουν ένα θαμμένο στο χρόνο δράμα, όταν σε ένα ατύχημα που είχαν οι Electric Elves, τον Φεβρουάριο του 1968, έχασε τον πιο κοντινό μουσικό του συνοδοιπόρο, τον κιθαρίστα Nick Pantas, και ο ίδιος τραυματίστηκε στο κεφάλι.

Καλλιτεχνικά, κάτι που δεν γίνεται να μην αναγνωρίσεις στο Dio, ακόμα και αν ανήκεις στην ελάχιστη μειοψηφία που δεν τρελαίνεται με τη φωνή του, είναι η αδιαπραγμάτευτη εμμονή του να υπερασπιστεί το μουσικό του όραμα με οποιοδήποτε κόστος. Αυτή η συνέπεια και δημιουργική τιμιότητα τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τους Rainbow μετά το “Longlive Rock ‘n’ Roll”, και ενώ είχε επιτέλους αναδυθεί, έχασε σχεδόν τα πάντα. Δεν πρέπει να περιφρονεί κανείς το δεδομένο πως τότε ο Dio διένυε ήδη την τέταρτη δεκαετία της ζωής του.   Αυτή η προσήλωση όμως στο στόχο αναδεικνύεται με τον πιο εμφατικό τρόπο από τον Roger Glover, που αναφέρει πως είχε βρεθεί στο ίδιο στούντιο με τους Rainbow στο Μόναχο, την εποχή του “Rising”, και όταν ο Blackmore του έβαλε να ακούσει το “Stargazer”, έμεινε άφωνος. Λίγα χρόνια αργότερα, στο σπίτι του Bruce Payne, ο μάνατζερ των Rainbow του έβαλε να ακούσει το “Since You ‘ve Been Gone” του Russ Ballard, και του αποκάλυψε πως ο Blackmore ήθελε να το παίξει με τη μπάντα: του φάνηκε απίστευτο μετά από όλα όσα είχαν κάνει ως τότε.

Βέβαια, μια τεράστια απουσία αυτής της ταινίας είναι αυτή του Ritchie Blackmore: δεν γίνεται να επιχειρείς να φωτίσεις την πορεία του Dio και να μην υπάρχει πουθενά έστω μια συνδρομή από τον άνθρωπο που σύστησε την ασύγκριτη φωνή του στα μεγάλα ακροατήρια. Και είναι άξιο απορίας πως δεν υπήρξε ο παραμικρός υπαινιγμός για τις φήμες που οργίασαν στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 για επανασύνδεση των Rainbow, με τους Blackmore, Dio και Powell να φτάνουν πολύ κοντά. Η χαρακτηριστική δήλωση του Dio πως κάποια στιγμή ουσιαστικά συνέβη και ο θάνατος του Powell έδωσε τέλος σε κάθε πιθανότητα, θα συνεχίσει να ερεθίζει τα όνειρα όσων ήλπιζαν σε μια επιστροφή.

Άλλη μια απουσία της οποίας τη σιγή αισθάνεται κανείς έντονα, είναι επίσης αυτή του Vivian Campbell, μια καθοριστική αποχώρηση που τερμάτισε την ιδανική πρώτη περίοδο των DIO, στην οποία μοιραία πέφτει και η μερίδα του λέοντος. Κάπως επιδερμική είναι και η περιγραφή της διαμάχης με τους Iommi και Butler που οδήγησε στο σχίσμα μετά και την κυκλοφορία του “Live Evil”, ίσως και δικαιολογημένα για μια περίοδο όπου στη μουσική βιομηχανία οι ουσίες μπορούσαν εύκολα να σπρώξουν υπερφίαλους εγωισμούς σε ακραίες  αποφάσεις.

Από την άλλη δικαιολογημένα, πέφτει το βάρος στην επαφή του Dio με τους ακροατές του, τους οπαδούς του, την ιδιαίτερη σχέση που καλλιεργούσε μαζί τους, τον άφθονο χρόνο που αφιέρωνε για να τους τιμά μετά τις ζωντανές του εμφανίσεις. Ιδιαίτερα εύστοχη είναι και η σταδιακά σχηματοποιημένη διαπίστωση πως ο Dio δημιούργησε μέσα από τα χρόνια και ολοκλήρωσε έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα που απελευθέρωνε στη σκηνή, με δέος, μυστήριο, ένταση, δύναμη, θεατρικότητα, ιδανικό να απελευθερώσει αυτό τον μυστικιστικό συμβολισμό του που μόνιμα επιχειρούσε να φωτίσει το νόημα της ζωής. Είναι σημαντικό που αυτό συσχετίζεται με την πίστη του στο όνειρο, την αντίστοιχη προτροπή του στον καθημερινό άνθρωπο, μα πάνω από όλα την πρωταρχική σημασία της μουσικής. Σε έναν κόσμο λαμπερό, με την εικόνα να βασιλεύει συχνά σε βάρος του ταλέντου, ο Dio υπήρξε η εμβληματική, ηγετική μορφή που θα έμενε μακριά από ουσίες και θα είχε κεντρικό του θέμα πάντα τη μουσική. Ο μεγαλύτερος θρίαμβος του Dio ήταν πως επιβλήθηκε με τους δικούς του όρους, και ένα πλήθος αστέρων εκείνης της εποχής ήθελε να είναι κοντά του, να είναι σαν αυτόν: τα αντίστοιχα ντοκουμέντα από τις ηχογραφήσεις του “Stars” δεν αποδεικνύουν μόνο αυτή την πραγματικότητα, αλλά και την ανθρώπινα μαεστρική διαχείριση από τον ίδιο αυτού του καθολικού σεβασμού από τους άλλους μουσικούς.

Είναι σχεδόν απίθανο να διαχειριστείς οπτικό και ακουστικό υλικό για τον Dio και να μην αξίζει τον χρόνο του, όσα μειονεκτήματα και αν έχει κάθε εγχείρημα. Κάνοντας ο καθένας τους δικούς του συσχετισμούς και σκέψεις πάνω στο υλικό, συμπληρώνει και εμπλουτίζει τη συνολική του εντύπωση για τον μεγάλο μουσικό. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο πως η ζωή του συνδέεται τόσο ισχυρά με το ουράνιο τόξο: οι Rainbow ανέδειξαν μαζικά το σπάνιο χάρισμα της φωνής και της σύνθεσης που είχε, στο περίφημο μπαρ Rainbow στο Hollywood γνώρισε τη Wendy, αλλά συνάντησε και τον Iommi σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία για την καριέρα του, δρομολογώντας την ένταξή του στους Black Sabbath, ενώ το “Rainbow in the Dark”, το οποίο ο ίδιος σιχαινόταν και ήθελε να πετάξει, έφερε σαν promo single και video έναν καταλυτικό θρίαμβο που απογείωσε την προσωπική του καριέρα.

Με δεδομένα τα διαθέσιμα όπλα αυτής της συγκεκριμένης απόπειρας, θα ήθελα σίγουρα λιγότερο ή και καθόλου χρόνο με τη Lita Ford και τον Sebastian Bach, αντίθετα περισσότερα λεπτά με τον υπέροχο Glen Hughes και τον Roger Glover. Η αγαπημένη μου ιστορία είναι χωρίς δεύτερη σκέψη αυτή του Jack Black για το μικρόφωνο του Dio.  Σίγουρα έλειψαν οι λέξεις πολλών σημαντικών συνεργατών: ακόμα και κάποιοι που δεν βρίσκονται πια στη ζωή, μπορούσαν να προσθέσουν τη δική τους βαρύτητα έστω και με παλιότερες δηλώσεις.

 Απεχθάνομαι ειλικρινά την τελευταία στημένη σκηνή με την επίσκεψη της Wendy στον τάφο του, επιχειρώντας να κλιμακώσει τη δικαιολογημένη συγκίνηση από τα πλάνα της τελευταίας περιόδου στο νοσοκομείο. Για μένα η ταινία τελειώνει μέσα στο στούντιο του μηχανικού ήχου Wyn Davis, με τον οποίο συνεργάστηκε από το “Angry Machines” και μετά, όταν αφηγείται την ιστορία της προσθήκης του “This Is Your Life” την τελευταία στιγμή, και ακούει το τραγούδι ενώ γυρίζει την πλάτη του να κρύψει τη συγκίνηση, λέγοντας:

“There are people who make this world a better place. And Dio was one of them…”

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1188 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.