RADIOHEAD: Κυκλοφορούν το “The Bends” το 1995

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ - 13 ΜΑΡΤΙΟΥ

Το “The Bends” είναι το δεύτερο στούντιο άλμπουμ του αγγλικού rock συγκροτήματος Radiohead, και κυκλοφόρησε στις 13 Μαρτίου 1995 από την Parlophone. Στα περισσότερα κομμάτια έγινε παραγωγή από τον John Leckie, με επιπλέον επεξεργασία από τους Radiohead, Nigel Godrich και Jim Warren. Στο “The Bends“ συνδυάζουν κιθαριστικά τραγούδια  και μπαλάντες, με πιο συγκρατημένες ενορχηστρώσεις και πιο κρυπτικούς στίχους συγκριτικά με το ντεμπούτο άλμπουμ των Radiohead, “Pablo Honey” του 1993.

Η δουλειά για το “The Bends” ξεκίνησε στα RAK Studios, στο Λονδίνο, τον Φεβρουάριο του 1994 και κράτησε περίπου τέσσερις μήνες συνολικά. Οι εντάσεις ήταν υψηλές, με την πίεση από την Parlophone να αγγίξει τις πωλήσεις του πρώτου single των Radiohead “Creep”, και η πρόοδος ήταν αργή. Μετά από μια διεθνή περιοδεία τον Μάιο και τον Ιούνιο, οι Radiohead συνέχισαν να εργάζονται στο Abbey Road στο Λονδίνο και στο Manor στο Oxfordshire. Η μίξη στο “The Bends” έγινε από τον Leckie και από τους Sean Slade και Paul Q. Kolderie, οι οποίοι είχαν την παραγωγή και στο “Pablo Honey”. Ήταν η πρώτη συνεργασία των Radiohead με τον Godrich και τον καλλιτέχνη για το artwork του δίσκου Stanley Donwood, με τον οποίο συνεργάστηκαν σε κάθε άλμπουμ από τότε.

Κυκλοφόρησαν αρκετά singles, που συνοδεύτηκαν από τα αντίστοιχα μουσικά βίντεο: “My Iron Lung”, το διπλό “Planet Telex / High and Dry”, το “Fake Plastic Trees”, το “Just” και το top-5 των Radiohead στο Ηνωμένο Βασίλειο “Street Spirit (Fade Out)”. Το “The Bends” κυκλοφόρησε επίσης σαν single στην Ιρλανδία. Ένα ζωντανό βίντεο, το Live at the Astoria, κυκλοφόρησε σε VHS. Οι Radiohead περιόδευσαν αρκετά για να προωθήσουν το άλμπουμ, με περιοδείες στις ΗΠΑ όπου άνοιγαν για τους R.E.M. και την Alanis Morissette.

Αν και έφτασε στο νούμερο τέσσερα στο UK Albums Chart, το The Bends απέτυχε να επαναλάβει την επιτυχία του “Creep” εκτός Ηνωμένου Βασιλείου, φτάνοντας στο νούμερο 88 στο αμερικανικό Billboard 200. Από τότε έγινε πλατινένιο στις ΗΠΑ και τέσσερις φορές πλατινένιο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έτυχε όμως μεγαλύτερης αναγνώρισης από το “Pablo Honey”, και μια υποψηφιότητα για το καλύτερο βρετανικό άλμπουμ στα Brit Awards 1996. Καθιέρωσε τους Radiohead από το συγκρότημα του ενός single σε ένα από τα πιο αναγνωρισμένα βρετανικά συγκροτήματα. Αναφέρεται συχνά σαν ένα από τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών και συμπεριλήφθηκε στο All Time Top 1000 Albums  στην τρίτη έκδοση (2000) του Colin Larkin και στις τρεις εκδόσεις του Rolling Stone 500 Greatest Albums of All Time. Στο “The Bends” καταλογίζεται η μεγάλη επιρροή μιας γενιάς μετα-Britpop μουσικών, όπως οι Coldplay, Muse και Travis.

1981– Κυκλοφορεί το  “We’ll Bring The House Down’, που είναι το ένατο στούντιο άλμπουμ του βρετανικού rock συγκροτήματος Slade. Έφτασε στο Νο. 25 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η παραγωγή του άλμπουμ έγινε από τους Slade, εκτός από το “My Baby’s Got It” του οποίου η παραγωγή έγινε από τον Chas Chandler. Το άλμπουμ ήταν το πρώτο στούντιο άλμπουμ που κυκλοφόρησε από το συγκρότημα μετά την επιτυχημένη εμφάνισή τους στο Reading Festival το 1980. Προκειμένου να επωφεληθούν από την αναβίωσή τους, οι Slade ολοκλήρωσαν γρήγορα αυτό το νέο άλμπουμ, που αποτελείται από μερικά νέα κομμάτια και μερικά παλιότερα, κυρίως από το αποτυχημένο άλμπουμ τους “Return to Base” του 1979.

1984– Το “Heartbeat City” είναι το πέμπτο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού rock συγκροτήματος The Cars, που κυκλοφόρησε από την Elektra Records. Το συγκρότημα δούλεψε σε αυτό το άλμπουμ με τον παραγωγό  Robert John “Mutt” Lange.

Ήταν το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος που δεν έγινε από τον μόνιμο παραγωγό Roy Thomas Baker. Αντιπροσώπευε επίσης μια επιστροφή στην επιτυχία του ομώνυμου ντεμπούτου άλμπουμ του συγκροτήματος, με τον κριτικό Robert Christgau να σημειώνει ότι “η γυαλιστερή προσέγγιση που επινόησαν οι Cars έκανε αυτή την χρονιά την ιδανική για καθαρή pop προσέγγιση εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια, και είναι δικαιολογημένο να επιστρέψουν με τόση αυτοπεποίθηση σε αυτό το ύφος τους.” Πολλά κομμάτια από το άλμπουμ παίχτηκαν πολύ σε σύγχρονους σταθμούς rock και AOR, με τα singles “Drive” και “You Might Think” να φτάνουν στο top 10 του Billboard Hot 100, ενώ το άλμπουμ έφτασε στην τρίτη θέση του Billboard 200.

1985– Κυκλοφορεί το “The Day of Wrath”, που είναι το ντεμπούτο άλμπουμ της ιταλικής thrash/black metal μπάντας Bulldozer, από την Roadrunner. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στα Psycho Studios, στο Μιλάνο, και η παραγωγή έγινε από τον Algy Ward. Η σύνθεση του γκρουπ αποτελούνταν από τον A. C. Wild σε μπάσο και φωνητικά, Andy Panigada στις κιθάρες, και Don Andras στα τύμπανα.

1998– Το “Twilight in Olympus” είναι το τέταρτο στούντιο άλμπουμ του progressive metal συγκροτήματος Symphony X, που κυκλοφόρησε μέσω της Zero Corporation στην Ιαπωνία και της Inside Out Music στην Ευρώπη. Μια remastered ειδική έκδοση κυκλοφόρησε στις 13 Ιανουαρίου 2004 από την Inside Out. Στο άλμπουμ ηχογράφησε ντραμς ο Thomas Walling, ο οποίος αναπλήρωσε τον κανονικό ντράμερ Jason Rullo που είχε εγκαταλείψει προσωρινά το συγκρότημα για προσωπικούς λόγους. Είναι επίσης το τελευταίο άλμπουμ Symphony X με τον για πολλά χρόνια μπασίστα Thomas Miller, ο οποίος έφυγε από το συγκρότημα στη διάρκεια της περιοδείας του άλμπουμ.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 890 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.