Το “Rage For Order”, το πιο γενναίο βήμα του ξεχωριστού κουιντέτου από το Seattle, κυκλοφόρησε στις 27 Ιουνίου του 1986 από την ΕΜΙ, αλλάζοντας τον χάρτη της μουσικής και την ιστορική μοίρα των Queensrÿche. Μέσα στη θολή εντύπωση της μετάβασης από έναν ταραγμένο ύπνο στην συνειδητότητα, ταξιδεύοντας σε ένα ιαπωνικό τρένο-σφαίρα, το ανήσυχο μυαλό του Geoff Tate μοιράζεται ανάμεσα σε άμεσα προσωπικά θέματα, την εμμονή με την τεχνολογία και την αγωνία για τις αποστάσεις που δημιουργούν στους ανθρώπους η πολιτική και η θρησκεία. Είναι αυτή η συγκυρία που συλλαμβάνει και γεννά τον εμφατικό και σχεδόν παράδοξο τίτλο “Rage For Order”.
Ο Neil Kernon που ανέλαβε τον ρόλο του παραγωγού (αφού σχεδόν αυτοπροτάθηκε, εντυπωσιασμένος από την ιδιαιτερότητα του γκρουπ), είχε και μουσική προϊστορία, ενώ οι συνεργασίες του από τη θέση της κονσόλας κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα ήχων με ετερόκλητα ονόματα, όπως Hall & Oates, Kansas, Dokken, Michael Bolton. Ο Kernon είχε σαν αρχή του την τακτική να διατηρεί την ακεραιότητα και την ατομικότητα του καλλιτέχνη και προσέγγισε με προσοχή και σεβασμό την αρχική σύλληψη.
Το κάθε βήμα στην πρόοδο των ηχογραφήσεων σχεδιάστηκε με προσοχή. Όλοι τους ήθελαν από την αρχή να είναι ένα ψυχρό ηχητικά άλμπουμ, χωρίς συμβιβασμούς σε αυτό. Οι λέξεις κλειδιά που περιέγραφαν τον στόχο ήταν ψυχρό, σκληρό και βίαιο… Σε ένα άλμπουμ με τρία θεματικά επίπεδα, τις προσωπικές σχέσεις, την πολιτική, και την τεχνολογία, η συνολική ζητούμενη αίσθηση έπρεπε να έχει μια έντονη, μοντέρνα, βιομηχανική εντύπωση.
Το “Rage For Order” ήταν το άλμπουμ που διεύρυνε τον φρέσκο μουσικό ορίζοντα των πέντε μουσικών από το Seattle με απόλυτη ευστοχία και ανέδειξε ακόμη περισσότερο το τεράστιο συνθετικό ταλέντο του Chris De Garmo. Με τη συνεργία του εγκεφαλικού οικονομικού performing, την αναπλαστική ικανότητα των ήχων στη δημιουργία εντυπώσεων και αισθημάτων, την ευφυή εμπλοκή επίκαιρων αλλά και ιδιωτικών θεμάτων σε μια αρμονική κορνίζα φυσικής συνέχειας κι έναν ερμηνευτή που μπορούσε να καπηλευτεί κάθε ενδιάμεση έκφραση στη διαδρομή από το υψίφωνο ουρλιαχτό μέχρι το κατευναστικό σφύριγμα, ποτέ δεν άγγιξε τη δημοφιλία του “Operation: Mindcrime”, παραμένει όμως ακόμα και σήμερα το πιο γενναίο και άφθαρτο άλμπουμ τους.
Ο χαρακτήρας-πρωταγωνιστής του, σοφά προστατευμένος από μια αειθαλή ηχητική κάρτα απροσδιόριστου μέλλοντος, συνεχίζει χρόνια τώρα με μια δύσβατη διαδρομή για 45:42 να ψάχνει την κατεύθυνση, την τάξη κόντρα στην εντροπία του πλανητικού χάους.
1981– Το “No Sleep ’til Hammersmith” είναι το πρώτο ζωντανό άλμπουμ του αγγλικού μυθικού συγκροτήματος Motörhead, που κυκλοφόρησε από τη Bronze Records. Έφτασε στο νούμερο 1 στα chart album του Ηνωμένου Βασιλείου. Ακολούθησε η κυκλοφορία του single “Motorhead” (μαζί με την ακυκλοφόρητη σύνθεση “Over the Top”) στις 11 Ιουλίου, το οποίο ανέβηκε στο βρετανικό chart singles στο νούμερο 6.
1983– Το “You Can’t Stop Rock ‘n’ Roll” είναι το δεύτερο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού heavy metal συγκροτήματος Twisted Sister, που κυκλοφόρησε από την Atlantic.
Τα τραγούδια “The Kids Are Back”, “I Am (I’m Me)” και το ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ κυκλοφόρησαν σαν singles. Το άλμπουμ έγινε χρυσό τον Νοέμβριο του 1995, με πωλήσεις που ξεπέρασαν τα 500.000 αντίτυπα στις ΗΠΑ. Το Metal-rules.com έβαλε το άλμπουμ στη λίστα τους με “Τα κορυφαία 100 Heavy Metal άλμπουμ” και στη λίστα με “Τα κορυφαία 50 Glam Metal άλμπουμ”.
Το ομότιτλο κομμάτι είναι μια νέα ηχογράφηση του κομματιού “Can’t Stop Rock and Roll” που εμφανίστηκε στη συλλογή “Son of Homegrown” το 1982.
1989– Το “Gretchen Goes to Nebraska” είναι το δεύτερο στούντιο άλμπουμ από το αμερικανικό τρίο heavy metal/hard rock, King’s X. Είναι ένα concept άλμπουμ που βασίζεται σε μια σύντομη ιστορία που γράφτηκε από τον ντράμερ Jerry Gaskill. Έχοντας κερδίσει διθυραμβικές κριτικές από τους κριτικούς και την υποστήριξη των ακροατών, το “Gretchen Goes to Nebraska” θεωρείται ένα από τα καλύτερα άλμπουμ των King’s X και ένα σημαντικό έργο στο είδος του progressive metal.
Χαρακτηριστικό του πρώιμου υλικού του συγκροτήματος, το άλμπουμ περιέχει διάφορα στιχουργικά χριστιανικά θέματα σε κομμάτια όπως το “Over My Head” αλλά και κριτική στον τηλεευαγγελισμό στο “Mission”. Αμφισβητεί τη θρησκεία με αναφορά στην καύση του Giordano Bruno στο “Pleiades” Μουσικά, το άλμπουμ καλύπτει διάφορα στυλ, με έμφαση στις σφιχτές μελωδίες και το ρυθμό, ενώ ενσωματώνει στοιχεία γκόσπελ και ψυχεδέλειας.
Την ίδια χρονιά, οι μελωδικοί hard rockers από τη Νέα Υόρκη, Danger Danger, κυκλοφορούν το ομότιτλο ντεμπούτο άλμπουμ τους, μέσω της Epic. Περιείχε κάποια από τα πιο γνωστά τραγούδια τους, που χαρακτήρισαν τη διαδρομή τους και εξακολουθούν να τα παίζουν ακόμα στις ζωντανές τους εμφανίσεις, όπως τα “Naughty Naughty”, “Bang Bnag”, “Rock America” και “Don’t Walk Away”.
1997– Το “Glory to the Brave” είναι το ντεμπούτο άλμπουμ του σουηδικού heavy metal συγκροτήματος HammerFall, που κυκλοφόρησε από τη Nuclear Blast. Παρά το γεγονός ότι το συγκρότημα δημιουργήθηκε το 1993, οι HammerFall έπαιξαν κυρίως ζωντανή μουσική και διασκευές πριν από την κυκλοφορία αυτού του άλμπουμ. Το “Steel Meets Steel” γράφτηκε από τον Oscar Dronjak λίγο πριν σχηματιστεί το συγκρότημα και περιλαμβάνεται σε αυτό το άλμπουμ. Το συγκρότημα υπέγραψε συμφωνία με την ολλανδική εταιρεία Vic Records. Η Nuclear Blast πλησίασε τη Vic Records και έκανεσυμφωνία άδειας για το άλμπουμ. Αργότερα, η Nuclear Blast αγόρασε όλα τα δικαιώματα από τη Vic Records. Αν και ο κιθαρίστας των In Flames Jesper Strömblad αναφέρθηκε ως ντράμερ, όλα τα ντραμς έπαιξαν στην πραγματικότητα ο μουσικός Patrik Räfling, ο οποίος εντάχθηκε στο συγκρότημα ως πλήρες μέλος λίγο μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ.
Το εξώφυλλο ζωγράφισε ο Andreas Marschall.