
Μία μέρα μετά το επικό λάιβ του Bruce Springsteen, τη συναυλιακή σκυτάλη ανέλαβαν οι Primal Scream. Από τις αγαπημένες μπάντες των nineties, άρρηκτα συνδεδεμένες με τα φοιτητικά χρόνια, τότε που στη Θεσσαλονίκη άκμαζε το ραδιόφωνο του Μύλου, και η Προξένου Κορομηλά γνώριζε ημέρες δόξας. Ωράρια δεν υπήρχαν, η πάλαι ποτέ θρυλική δραχμή είχε σημαντική αγοραστική αξία, οι παρέες διασκέδαζαν με την καρδιά τους, ήταν ωραία η δεκαετία του ενενήντα, με Ξύλινα Σπαθιά, Τρύπες, Oasis, Spiritualized, Smiths, The Cure και φυσικά Primal Scream.
Θεωρώ τη μπάντα από τη Γλασκώβη ως μία από τις 3-4 μεγαλύτερες στην ιστορία του alternative/indie rock. Η χαρισματική προσωπικότητα του ιδρυτή και διαχρονικά μοναδικού εναπομείναντος μέλους Bobby Gillespie (διηνεκής υπέρμαχος των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων), είναι αυτή που έχει καθορίσει την πορεία του συγκροτήματος. Τα δύο άλμπουμ τους, “Screamadelica” (1991) και “Give Out but Don’t Give Up” (1994) θα υπομνηματίζουν στο διηνεκές το μεγαλείο των Primal Scream.
Ο χώρος που φιλοξενήθηκε η συναυλία, βρίσκεται στη φημισμένη περιοχή Mitte. Πρόκειται και παλαιό εργοστάσιο ζυθοποιίας, που έχει μετατραπεί σε ενιαία πολιτισμική νησίδα, με συναυλιακούς χώρους, σχολές χορού, μπαράκια και μαγαζιά για φαγητό. Το Kesselhaus, αποδείχθηκε ζεστό και φιλόξενο. Όχι ιδιαίτερα μεγάλης χωρητικότητας, αλλά κατάλληλο για τη φιλοξενία συγκροτημάτων που το εμπορικό τους status υπολείπεται έναντι των “μεγάλων” ονομάτων.
Στις 20:00 το εναρκτήριο λάκτισμα δόθηκε από τους Vluhe. Γερμανικό συγκρότημα, καθαρό made in Germany industrial, και εννοείται με επιρροές από Rammstein. Άφθονο μπάσο και keyboards, που εξασφάλιζαν έναν ογκώδη και συνάμα μελωδικό ήχο. Με εξαιρετική σκηνική παρουσία, για 30 περίπου λεπτά, κατάφεραν να μαγνητίσουν το κοινό που έδειξε ενεργό ενδιαφέρον για τη μουσική τους πρόταση.

Γύρω στις 21:00, και ενώ ο χώρος είχε σχεδόν γεμίσει, οι Primal Scream έκαναν την εμφάνιση τους, εν μέσω ζωηρών επιδοκιμασιών. Εξ’ αρχής έδειξαν ότι θα παρακολουθούσαμε ένα εξαιρετικό λάιβ. Ο Bobbie είναι σε άριστη κατάσταση, και καθώς η ώρα περνούσε, το κέφι του μεγάλωνε, βιώνοντας και ο ίδιος τη διαρκή επιδοκιμασία του κοινού, που σταδιακά κορυφωνόταν, ειδικά μετά τα πρώτα ευρέως αναγνωρίσιμα κομμάτια. Η αρχή έγινε με το “Don’t Fight it, Feel it”, από το “Screamadelica”, ενώ εξαιρετική ήταν και η συνέχεια με το “Love Insurrection”. Ο πολυοργανικός ήχος τους, με σαξόφωνο και synths, έδωσε άλλη διάσταση στο σύνολο των κομματιών τους, ενώ και τα δύο female backing vocals, “ζέσταιναν” τα φωνητικά μέρη, εμβαθύνοντας ποιοτικά το συνολικό ηχητικό αποτέλεσμα. Από τις κορυφαίες στιγμές του κυρίως μέρους η εκτέλεση του “Heal Yourself”, από το τελευταίο τους άλμπουμ “Come Ahead”, που αν κρίνω από τα οκτώ τραγούδια που έπαιξαν, θυμίζει τα ένδοξα χρόνια του παρελθόντος.
Εννοείται πως τη μεγαλύτερη αποδοχή, γνώριζαν τα κλασσικά κομμάτια του παρελθόντος, όπως τα “Loaded” και “Svastika Eyes” ενώ στο “Movin’ on Up” η dance διάθεση των ακροατών, εκτοξεύτηκε. Ο επίλογος του κυρίως μέρους, γράφτηκε, όπως ήταν φυσικό, με το “Country Girl” ένα από τα δύο-τρία συναυλικά και στουντιακά magnum opus της μπάντας.
Πολύ καλό ήταν και το encore, με “Melancholy Man”, το soul/rock “Come Together” και φυσικά το “Rocks”, με το οποίο έπεσαν οι τίτλοι τέλους. Η τωρινή τους σύνθεση, με τον Andrew Innes στις κιθάρες, τον Darin Mooney στα drums, και την υπέροχη Simon Butler στο μπάσο, δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα εκάστοτε line up των σαφώς πιο αναγνωρίσιμων nineties.
Ιδανικός επίλογος στην πόλη του “Farewell So Close”.
Set List:
Don’t Fight it, Feel it
Love Insurrection
Jailbird
Ready to Go Home
Deep Dark Waters
Medication
Innocent Money
Heal Yourself
I’m Losing More than I Ever Have
Love ain;t Enough
The Centre Cannot Hold
Loaded
Svastika Eyes
Movin’ on Up
Country Girl
Encore:
Melancholy Man
Come Together
Rocks