OVERKILL: “Taking Over”

ALBUM TRIBUTE

Ανακατεύοντας τους χάρτες της εφηβικής μνήμης, κάθε συνειρμός που έχει να κάνει με το thrash metal της Ανατολικής Ακτής θα φέρει το σημάδι των Overkill. Έριξαν εμφατικά την προειδοποίηση με το άμεσο “Feel the Fire” του 1985, και μετά βγήκαν στο δρόμο να την επιβεβαιώσουν με την φλόγα τους στο σανίδι. Περιόδευσαν στην Ευρώπη με τους Anthrax και τους Agent Steel, και στις HΠΑ με τους Slayer.

Οι αλλαγές που ακολουθούν είναι σημαντικές καλλιτεχνικά και επαγγελματικά για τους τέσσερις πολεμιστές από το New Jersey. Μέσω της Megaforce της εταιρείας της μορφής με το όνομα Jon Zazula, επιτυγχάνεται μια συμφωνία και το νέο άλμπουμ κυκλοφορεί μέσω της Atlantic, μια δισκογραφική στέγη που θα παραμείνει σταθερή για το γκρουπ μέχρι και την κυκλοφορία του “W. F. O.”  του 1994. Μουσικά, οι Overkill έγιναν γρήγορα ένα μεγαλύτερο συγκρότημα, που σχηματοποίησε με έναν συγκεκριμένο τρόπο τον δικό του ηχητικό τοίχο. Με το συνολικό ρεύμα του thrash να έχει πάρει μορφή, οι ατομικές διαφοροποιήσεις ήρθαν να σφραγίσουν το προσωπικό ύφος όλων αυτών των σημαντικών πρωτοπόρων του είδους.

Ο Bobby “Blitz” Ellsworth, συμμεριζόμενος τη συνολική αναβάθμιση της μπάντας, φρόντισε να κάνει μαθήματα φωνητικής, όταν όμως έφτασε η στιγμή να μπουν στα Pyramid Sound Studios της Ithaca, έχασε ξανά τη φωνή του. Τότε συνειδητοποίησε πόσο σημαντικό ήταν για τον ίδιο να μάθει να τραγουδά σωστά, προστατεύοντας ταυτόχρονα τις φωνητικές του χορδές. Έτσι αναγκαστικά η περίοδος αυτή ταυτίστηκε στη μνήμη του με τη διαδικασία αυτή, καθώς τον δίδαξαν να τραγουδά, ή τουλάχιστον να βρεθεί στις απαρχές αυτών των τεχνικών. Οι ηχογραφήσεις κράτησαν από τον Σεπτέμβριο ως τον Δεκέμβριο του 1986, και το άλμπουμ κυκλοφόρησε τελικά τον Μάρτιο του 1987. Το εξώφυλλο μοιάζει να ακολουθεί και να ολοκληρώνει το concept του “Feel the Fire”, καθώς οι τέσσερις σκιές που στέκονταν μπροστά στις φλόγες, βρίσκονται πια οπλισμένες με τις ευδιάκριτες μορφές τους ακριβώς μπροστά στα μάτια μας. Ήταν το τελευταίο εξώφυλλο με τα μέλη της μπάντας, όπως και η τελευταία παρουσία του ντράμερ Rat Skates.

Το μεγάλο στοίχημα των Overkill να αναπτύξουν μια πιο συγκροτημένη μουσικότητα χωρίς να γίνουν εύπεπτοι και πλαστικοί, τους βρήκε να παρουσιάζουν ένα πολύ πιο ελεγχόμενο παίξιμο, με τα leads του Gustafson να αποπνέουν συχνά μια θεματική μελωδικότητα, αλλά και τα ρυθμικά να αλιεύουν στοιχεία από το κλασικό metal, μαζί με την thrash ταυτότητα, αλλά με λιγότερα punk υπόνοιες από κάθε άλλη φορά. Τα φωνητικά του Blitz καθορίζουν ξεκάθαρα πολλά από τα δεδομένα του τελικού αποτελέσματος. Έχοντας φροντίσει και ο ίδιος να ελαττώσει αισθητά ακρότητες και κραυγές και να αναδείξει τις φωνητικές μελωδίες των τραγουδιών, οδηγεί με επιτυχία τη μπάντα σε αυτό το πάντρεμα κλασικού και επίκαιρου. Δεν είναι λίγες οι στιγμές όπου η τακτική του αυτή απελευθερώνει και μια επική αίσθηση σε συνθέσεις που ούτως ή άλλως είχαν μια τέτοια πρόθεση. Έτσι, ο ύμνος “In Union We Stand” επισφραγίζεται από την ερμηνεία του, και αποθεώνει την mid tempo πλευρά τους, γνωρίζοντας σημαντική προβολή από το MTV, ενώ το στοιχειωμένο “Overkill II – The Nightmare Continues” αποδίδεται με την δέουσα αγωνία, θεατρικότητα και υποβολή.

Όπως κάθε σχεδόν πλήρες άλμπουμ που σέβεται τον εαυτό του, το “Taking Over” σε έχει αρπάξει από το λαιμό από την πρώτη στιγμή. Η απαραίτητη υποδοχή γίνεται με δυο δυναμίτες, τα καταξιωμένα πια “Deny the Cross” και “Wrecking Crew”, με το δεύτερο να καθορίζει τελικά το όνομα του fan club τους, και η έναρξή του να αποτελεί μια σαρωτική, χαρακτηριστική, μυθική στιγμή του ευρύτερου 80’s metal. Το πιασάρικο “Fear his Name” έκλεινε εμφανώς το μάτι στους αφοσιωμένους ακροατές του κλασικού metal, με ρυθμικές τακτικές και αρμονίες που χρωστούσαν αρκετά στους Priest και τους Maiden. Και η αλήθεια είναι πως αν υπάρχει μια πανοραμική ηχητική αίσθηση στο άλμπουμ, ιδιαίτερα όταν τώρα αντιμετωπίζεται μέσα από μια σημαντική χρονική απόσταση, αυτό οφείλεται στην ίσως ακούσια διπλωματική συνύπαρξη παλιών και μοντέρνων στοιχειών, και μια αξιοθαύμαστη ισορροπία που έχουν καταφέρει. Πολλοί περιέγραψαν το ύφος του άλμπουμ σαν ένα power thrash χαρμάνι. Το εξίσου σημαντικό είναι πως δεν έχει χαθεί η αμεσότητα και η αλητεία που οφείλει να προσφέρει μια νεανική thrash metal μπάντα, ακριβώς την εποχή που ο ήχος αυτός εδραιώνεται και εξελίσσεται.

Θεματικά ο δίσκος διατηρεί τα αναμενόμενα και δημοφιλή εκείνη την εποχή ζητήματα της αμφισβήτησης της θρησκείας και του χριστιανισμού, της συντροφικότητας, του θανάτου, ενώ αισθητές αποκλίσεις αποτελούν τα τραγούδια “Use your Head” και “Fatal If Swallowed”, με το πρώτο να ασχολείται με την πορνεία και το δεύτερο να έχει αρκετά αλλόκοτους σεξουαλικούς στίχους που περιλαμβάνουν και την εκσπερμάτιση. Το εξώφυλλο είναι μάλλον πολύ κακό, ιδιαίτερα χρωματικά, δίνοντας την εντύπωση ενός poster από πολεμική b’ movie, και μάλιστα ο Blitz συνήθισε να το αποκαλεί “Rambo Look”. Ήταν όμως πιστό την παράδοση της εποχής που αποκάλυπτε ένα σπουδαίο μουσικό περιεχόμενο για κάθε κακόγουστο εξώφυλλο, κάτι που διατηρήθηκε εσκεμμένα από μεταγενέστερα συγκροτήματα του χώρου.

Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ακολούθησε ευρωπαϊκή περιοδεία με τους Helloween, και με τους Megadeth στις ΗΠΑ. Ήταν η περίοδος της διάλυσης της πρώτης σύνθεσης για τον Mustaine, και η μπάντα έπαιζε μόνιμα στα όρια του εκτροχιασμού. Ήταν μια άλλη εποχή με εντελώς διαφορετικά δεδομένα και εντάσεις, την γοητεία μια παράτολμης εκρηκτικότητας. Ήταν πολύ αλλόκοτο γι’ αυτούς να διανύουν μόλις το 1987 και να παρακολουθούν τον Mustaine να λέει στο κοινό της Φιλαδέλφεια: “Μόλις παρακολουθήσατε την τελευταία εμφάνιση των Megadeth…”

Ο Rat Skates αποφάσισε να αποχωρήσει από το συγκρότημα λίγο μετά την περιοδεία για την προώθηση του άλμπουμ, επικαλούμενος αρκετές δημιουργικές διαφορές. Ο Bob “Sid” Falck, πρώην μέλος του συγκροτήματος του Paul Dianno, τον αντικατέστησε. Το συγκρότημα σταμάτησε τις περιοδείες και έπαιζε μόνο σε τοπικές εμφανίσεις στο Νιου Τζέρσεϊ και τη Νέα Υόρκη. Άρχισαν παράλληλα να συνθέτουν νέο υλικό.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1310 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.