Το “Bomber” είναι το τρίτο στούντιο άλμπουμ του βρετανικού rock & roll τρένου των Motörhead. Κυκλοφόρησε στις 27 Οκτωβρίου 1979 από τη Bronze Records, η δεύτερη κυκλοφορία τους με την εταιρεία. Μέχρι το 1979, οι Motörhead ήταν μαζί για τέσσερα χρόνια και είχαν συγκεντρώσει πιστούς οπαδούς τόσο στους κύκλους του punk όσο και του heavy metal. Αφού ηχογράφησαν ένα άλμπουμ για την United Artists που η δισκογραφική έβαλε στο ράφι, το συγκρότημα κυκλοφόρησε το ομώνυμο ντεμπούτο του LP το 1977, αλλά ήταν με το “Overkill” του 1979 που το συγκρότημα σημείωσε επιτυχία.
Το ομότιτλο κομμάτι “Overkill” προσγειώθηκε στο UK Top 40 και, αφού εμφανίστηκε ξανά στο Top of the Pops, το συγκρότημα επέστρεψε στο στούντιο εκείνο το καλοκαίρι με τον θρυλικό παραγωγό Jimmy Miller για να ηχογραφήσει αυτό που θα γινόταν τελικά το “Bomber”. Αυτή τη φορά το συγκρότημα δεν είχε την ευκαιρία να επεξεργαστεί τα τραγούδια στο δρόμο, όπως είχε με το προηγούμενο άλμπουμ του. Ο Joel McIver γράφει πως ο Lemmy είχε πει για τη συγκυρία αυτή, στο βιβλίο του “Overkill: The Untold Story of Motörhead”:
“Μακάρι να είχαμε παίξει πρώτα τα τραγούδια στη σκηνή, όπως κάναμε με το άλμπουμ Overkill, αν μπορούσαμε να τα είχαμε παίξει για τρεις εβδομάδες στο δρόμο, θα ήταν λιγότερο γυαλισμένα… Ακούστε τον τρόπο που τα παίζουμε ζωντανά και συγκρίνετέ τα με το άλμπουμ”.
Παρ’ όλα αυτά, το “Bomber” θα σκαρφαλώσει στο Νο. 12 του βρετανικού chart album, με την πιο δυνατή τους παρουσία μέχρι εκείνο το σημείο.
Κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης αυτού του δίσκου, ο Jimmy Miller βρισκόταν όλο και περισσότερο υπό την επήρεια ηρωίνης, κάποια στιγμή εξαφανίστηκε εντελώς από το στούντιο και βρέθηκε να κοιμάται στο τιμόνι του αυτοκινήτου του. Το άλμπουμ περιέχει το πρώτο τραγούδι του συγκροτήματος κατά της ηρωίνης , το “Dead Men Tell No Tales”. Ο Miller είχε δημιουργήσει κάποια από τα πιο πολυαναμενόμενα άλμπουμ των Rolling Stones από το 1968 έως το 1973, αλλά, αφού τους ταλαιπώρησε στις ηχογραφήσεις για το “Goats Head Soup” του 1973, του έδειξαν τελικά την πόρτα. Στο ντοκιμαντέρ “The Guts and the Glory”, ο ντράμερ Phil “Philthy Animal” Taylor αναρωτιέται:
“Παλιά πιστεύαμε ότι ήμασταν κακοί στο να αργούμε, αλλά θα αργούσε, μισή μέρα, ή ακόμα περισσότερο, ξέρετε, και οι δικαιολογίες του ήταν θαυμαστές”.
Στην αυτοβιογραφία του “White Line Fever”, ο Lemmy αναφέρει:
“Το Overkill υποτίθεται ότι θα ήταν κάτι σαν ένα άλμπουμ επιστροφής για τον Jimmy Miller, το οποίο ήταν ακριβώς αυτό που αποδείχτηκε γι ‘αυτόν. Είχε ασχοληθεί πολύ με την ηρωίνη (η οποία πιθανότατα ξεκίνησε όταν δούλευε με τους Stones) και είχε ξεκόψει για μερικά χρόνια…αλλά μήνες αργότερα, όταν εργαζόμασταν μαζί του στο Bomber, ήταν δυστυχώς σαφές ότι είχε επιστρέψει στο πράγμα.”
Το συγκρότημα επέστρεψε στα Roundhouse Studios στο Λονδίνο με επιπλέον ηχογραφήσεις να γίνονται στα Olympic Studios. Αυτό το άλμπουμ βρήκε τον Lemmy στα πιο άγρια του, χτυπώντας δυνατά την αστυνομία στο “Lawman”, τον γάμο και πώς ο πατέρας του άφησε αυτόν και τη μητέρα του στο “Poison”, την τηλεόραση στο “Talking Head” και τη show business στο “All the Aces”. Αυτό το άλμπουμ είναι το πρώτο που έχει μια εικόνα του συγκροτήματος στο εξώφυλλο, το οποίο και τα τρία μέλη βρίσκονται μέσα σε ένα αεροπλάνο. Το ομότιτλο κομμάτι ήταν εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα “Bomber” του Len Deighton. Σε ένα κομμάτι, το “Step Down”, ο Eddie Clarke εμφανίζεται στα φωνητικά. Στα απομνημονεύματά του, ο Lemmy αποκαλύπτει ότι:
“Ο Clarke ζοριζόταν που έπαιρνα όλα τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά δεν θα έκανε τίποτα γι’ αυτό. Τον βαρέθηκα να παραπονιέται, οπότε είπα, “Λοιπόν, θα τραγουδήσεις ένα κομμάτι σε αυτό το άλμπουμ” …το μίσησε, αλλά πραγματικά, ήταν καλός τραγουδιστής, ο Eddie”.
Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του “Bomber”, οι Motörhead έπαιξαν στο Reading Festival, παίζοντας μαζίμε άλλα σχήματα όπως οι Police και οι Tourists.
1951– Γεννιέται ο K.K. Downing, ο κιθαρίστας των Judas Priest ως το 2011, που δημιούργησε μαζί με τον συμπαίκτη του Glenn Tipton το πιο επιδραστικό κιθαριστικό δίδυμο του heavy metal. Ανέπτυξε ένα πάθος για τη rock μουσική και την κιθάρα, γεγονός που τον οδήγησε να τον διώξουν από το σπίτι του σε ηλικία 15 ετών και να εγκαταλείψει το σχολείο αμέσως μετά. Είναι κυρίως αυτοδίδακτος κιθαρίστας. Επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Jimi Hendrix, καθώς επίσης από τον John Mayall & the Bluesbreakers και τον Eric Clapton.
Ο Downing ξεκίνησε το πρώτο του συγκρότημα, ένα pop συγκρότημα που ονομαζόταν Stagecoach, μεταξύ 17 και 18 ετών με τον δεύτερο ξάδερφό του Brian Badhams στο μπάσο (μετά με τους The Elkie Brooks Band) και τον ντράμερ Martin Philips. Το τρίο “τζάμαρε κυρίως μερικά τραγούδια Cream και μερικά δωδεκάμετρα blues”. Ο Downing έπαιξε κιθάρα με το συγκρότημα αφού κέρδισε στρίβοντας κέρμα με τον Badhams “στο δωμάτιό του για να δει ποιος θα έπαιζε κιθάρα και μπάσο”.
1985– To “Mega Therion” (με τον χαρακτηριστικό ελληνικό τίτλο) είναι το ντεμπούτο άλμπουμ του ελβετικού extreme metal συγκροτήματος Celtic Frost, που κυκλοφόρησε από τη Noise Records. Το εξώφυλλο είναι ένας πίνακας του H. R. Giger με τίτλο “Satan I”. Το άλμπουμ είχε μεγάλη επιρροή στα αναπτυσσόμενα τότε είδη death metal και black metal.
Ο δίσκος θεωρήθηκε ένα black metal ορόσημο, οι ολοκληρωμένοι στίχοι του Tom Warrior, και οι μικροί ambient υπαινιγμοί σε ένα ωμό μίγμα death, black και doom metal προετοιμάζουν ανάλογα για τη συναρπαστική εξέλιξη.
1992– Το “Edge of Excess” είναι το δέκατο και τελευταίο στούντιο άλμπουμ του καναδικού hard rock συγκροτήματος Triumph, και το μόνο που δεν έχει τον αρχικό κιθαρίστα και τραγουδιστή Rik Emmett, ο οποίος έφυγε από το συγκρότημα το 1988, αφήνοντας τον Gil Moore ως μοναδικό τραγουδιστή. Μετά από μερικά χρόνια αδράνειας, ο Moore και ο μπασίστας Mike Levine στρατολόγησαν τον κιθαρίστα Phil X για να αντικαταστήσει τον Emmett και κυκλοφόρησαν το “Edge of Excess”. Το τραγούδι “Troublemaker” εμφανίστηκε στην ταινία του 1992 “Hellraiser III: Hell on Earth”.
1998– Το “The Story of the Ghost” είναι το έβδομο στούντιο άλμπουμ του αμερικάνικου rock συγκροτήματος Phish, που κυκλοφόρησε από την Elektra Records. Το άλμπουμ δίνει έμφαση στο επηρεασμένο από το τζαζ-φανκ στυλ “cow-funk”, με το οποίο το γκρουπ είχε πειραματιστεί σε συναυλίες το 1997 και το 1998. Το πρώτο single του άλμπουμ ήταν το “Birds of a Feather”, το οποίο ήταν ένα από τα Top 20 hits στο περιοδικό Billboard στο “Adult Alternative Songs chart”.