1983 – Τέσσερεις “τσογλαναραίοι” από το San Fransisco “βάζουν” φωτιά στη σκηνή της Bay Area με το ντεμπούτο album τους με τίτλο “Kill ‘Em All”. Το album κυκλοφορεί μέσω της ανεξάρτητης δισκογραφικής Megaforce Records. Η μπάντα ξεκίνησε παίζοντας σε διάφορα τοπικά κλαμπ του Los Angeles, δημιουργώντας ένα σχετικό “θόρυβο” γύρω από το όνομά της.
Ηχογράφησαν κάποια demos για να κερδίσουν την προσοχή των ιδιοκτητών των κλαμπ και τελικά αναγκάζονται να μετακομίσουν στο San Fransisco όπου η “αγέννητη” ακόμη τότε thrash metal σκηνή πραγματικά βρίσκεται σε αναβρασμό. Καλά, δεν ήταν μόνο αυτός ο λόγος. Αυτό που τους έκανε να αλλάξουν πόλη ήταν κυρίως η θέλησή τους να εντάξουν στη μπάντα τον μπασίστα Cliff Burton (RIP). Και το κατάφεραν. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Η κυκλοφορία του θρυλικού πλέον demo “No Life ’til Leather” (1982), ωθεί τον επικεφαλής της Megaforce, Jon Zazula (RIP), να υπογράψει συμβόλαιο στη μπάντα και να δώσει 15.000 δολάρια (σχεδόν πτώχευσε) για την ηχογράφηση του album. Το “Kill ‘Em All” ηχογραφήθηκε τον Μάιο με παραγωγό τον Paul Curcio στα Music America Studios στο Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης. Αρχικά προοριζόταν να φέρει τον τίτλο “Metal Up Your Ass”, με εξώφυλλο ένα χέρι που αναδύεται από μια λεκάνη τουαλέτας κρατώντας ένα στιλέτο. Ζητήθηκε όμως από το συγκρότημα να αλλάξει το όνομα επειδή οι διανομείς φοβήθηκαν ότι η κυκλοφορία ενός album με τόσο προσβλητικό τίτλο και εξώφυλλο θα μείωνε τις πιθανότητές του για εμπορική επιτυχία. Σε μια “έκρηξή” του ο Cliff, αναφορικά με τις δισκογραφικές, φέρεται να είπε “Those record company fuckers … let’s kill ’em all” ορίζοντας έτσι τον τίτλο του album. Το εξώφυλλο με την κηλίδα αίματος δεν ενοχλούσε πλέον (μπ@#ρδέλα), το σφυρί αναφερόταν στον Cliff που κουβαλούσε πάντα ένα μαζί του και η σκιά του χεριού που ΔΕΝ το κρατάει δε μάθαμε ποτέ σε ποιον ανήκει. Η ουσία είναι πως οι φάτσες των τεσσάρων “σπυριάρικων” νεαρών που υπάρχουν στο οπισθόφυλλο ταυτίστηκαν με μια ολόκληρη σκηνή και πλέον με μια ολόκληρη γενιά.
Δε χρειάζεται να αναφερθούμε στην επίδραση που είχε και εξακολουθεί να έχει το “Kill ‘Em All” στη μουσική. Η ιστορία έχει γραφτεί και δε μπορεί κανείς να την αμφισβητήσει. Το “Bass solo, take one” που ακούγεται στην έναρξη του “Anesthesia (Pulling Teeth)”, το οποίο τεχνηέντως τοποθετήθηκε για να δείξει πως ο “θεός” μπήκε, ηχογράφησε κι έφυγε. Η αστείρευτη κ@βλα και ενέργεια που βγαίνει από τα ηχεία και αντιπροσωπεύει όλη εκείνη την εποχή. Τα μελωδικά περάσματα και τα NWOBHM ηχοτόπια μέσα σε όλη αυτή την ανάγκη για μουσικό ορυμαγδό. Αυτά και ακόμη περισσότερα, καθιστούν το “Kill ‘Em All” ένα από τα πιο επιδραστικά παρθενικά album στην ιστορία. Και για να μην ξεχνιόμαστε, αν και δε χρειάζεται, οι τέσσερεις “τσογλαναραίοι” που γράψαμε στην αρχή, αναφέρουν τη μπάντα στην οποία ανήκουν σε έναν από τους πάρα πολλούς “ύμνους” τους…
“But we will never stop
We will never quit
Cause we are METALLICA”
1941 – Γεννιέται στη La Línea της Ανδαλουσίας, στη νότια Ισπανία ο Manuel Charlton. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του σκωτσέζικου hard rock συγκροτήματος Nazareth και ήταν ο βασικός κιθαρίστας τους από το 1968 έως το 1990. Η οικογένειά του είχε μεταναστεύσει από την Ισπανία στο Dunfermline της Σκωτίας τη δεκαετία του 1940 όταν ήταν 2 ετών. Πριν ενταχθεί στους Nazareth, ο Charlton έπαιξε σε μερικά συγκροτήματα, κυρίως στους Mark 5 και αργότερα στους Red Hawks, μέχρι να ενταχθεί στο τοπικό συγκρότημα του Dunfermline, The Shadettes. Το 1968, το συγκρότημα άλλαξε το όνομά του σε Nazareth, εμπνευσμένο από τους στίχους του “The Weight”, ένα τραγούδι των The Band.
1969 – Γεννιέται στις Η.Π.Α. ο κιθαρίστας Trevor Peres. Είναι γνωστός ως ένα από τα ιδρυτικά μέλη των death metallers Obituary και ο ρυθμικός τους ογκόλιθος από το 1984 έως και σήμερα. Και αφού death metal παίρνετε με το σταγονόμετρο, πάρτε μία ισχυρή Δευτεριάτικη πρωινή δόση για να παέι καλά η βδομάδα.
1969 – Το “Yes” είναι το ντεμπούτο album του αγγλικού ροκ συγκροτήματος Yes, που κυκλοφόρησε από την Atlantic Records. Αφού σχηματίστηκε το καλοκαίρι του 1968, το συγκρότημα περιόδευσε εκτενώς σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο παίζοντας μουσική η οποία περιείχε τόσο πρωτότυπο υλικό όσο και επανεκτελέσεις διασκευών. Υπέγραψαν με την Atlantic τον Μάρτιο του 1969 και μπήκαν στα Advision και Trident Studios στο Λονδίνο για να ηχογραφήσουν το πρώτο τους album. Το “Yes” περιλαμβάνει διασκευές του “Every Little Thing” των Beatles και του “I See You” των Byrds.
1970 – Το αμερικανικό ροκ συγκρότημα Creedence Clearwater Revival, κυκλοφορεί τον 5ο του δίσκο με τίτλο “Cosmo’s Factory” από τη Fantasy Records. Έξι από τα έντεκα κομμάτια του album κυκλοφόρησαν ως sigle το 1970, με πέντε από αυτά να μπαίνουν στο top 5 του Billboard Hot 100. Το album έμεινε για εννέα συνεχόμενες εβδομάδες στην πρώτη θέση στο Billboard 200 chart και έγινε 4 φορές πλατινένιο από την RIAA το 1990. Το 2003, το album κατατάχθηκε στο νούμερο 265 στη λίστα του Rolling Stone με τα 500 καλύτερα album όλων των εποχών. Στην αναθεωρημένη λίστα του 2020 ήταν στο Νο 413.
1973 – Στο Hertford της Αγγλίας ακούγεται για πρώτη φορά το τσιριχτό κλάμα ενός μωρού που θα ονομαζόταν Daniel Lloyd Davey και θα γινόταν ευρύτερα γνωστός με το επαγγελματικό του όνομα, Dani Filth. Ο Βρετανός τραγουδιστής, στιχουργός και ιδρυτικό μέλος των extreme metallers Cradle of Filth συνεχίζει να τσιρίζει με σχεδόν 5 οκτάβες φωνητικό εύρος, από το 1994 μέχρι και σήμερα.
1980 – Το “Back In Black” είναι το 7ο στούντιο album των Αυστραλών AC/DC το οποίο κυκλοφόρησε από την Albert Productions και την Atlantic Records. Είναι το 1ο album του συγκροτήματος στο οποίο συμμετέχει ο τραγουδιστής Brian Johnson, μετά το θάνατο του θρυλικού Bon Scott. Μετά την εμπορική επιτυχία του άλμπουμ τους “Highway to Hell” το 1979, οι AC/DC σχεδίαζαν να ηχογραφήσουν τον διάδοχό του, αλλά τον Φεβρουάριο του 1980, ο Scott πέθανε από δηλητηρίαση μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Αντί να διαλυθούν, αποφάσισαν να συνεχίσουν και στρατολόγησαν τον Johnson, ο οποίος ήταν τραγουδιστής των Geordie.
Το album συνέθεσαν οι Johnson, Angus και Malcolm Young και ηχογραφήθηκε σε επτά βδομάδες στις Μπαχάμες από τον Απρίλιο έως τον Μάιο του 1980 με παραγωγό τον Robert John “Mutt” Lange, ο οποίος είχε δουλέψει μαζί με τους AC/DC και στο προηγούμενο album. Το ολόμαυρο εξώφυλλο ήταν μια ένδειξη πένθους για τον χαμό του Bon Scott. Το “Back In Black” έχει πουλήσει περίπου 50 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, και είναι το 2ο album με τις περισσότερες πωλήσεις στην ιστορία της μουσικής. Στις 9 Δεκεμβρίου 2019, πιστοποιήθηκε 25 φορές πλατινένιο από την Recording Industry Association of America (RIAA).
1986 – Το “Lightning Strikes” είναι το 6ο στούντιο album του Ιαπωνικού heavy metal συγκροτήματος Loudness. Το album παρέμεινε για 15 εβδομάδες στα αμερικανικά charts, φτάνοντας στο No 64 ( Billboard 200 ). Η παραγωγή του έγινε από τον Max Norman, γνωστός αργότερα και για τη συνεργασία του με τους Megadeth.
1989 – Το “Trash” είναι το 11ο στούντιο album του Alice Cooper που κυκλοφόρησε από την Epic Records. Το album περιλαμβάνει το super hit “Poison”, το πρώτο στη δεκάδα μετά το “You and Me” το 1977. Το “Trash” σημείωσε μεγάλη επιτυχία και “εκτόξευσε” κι άλλο τη μουσική καριέρα του Cooper, φτάνοντας στο Top 20 των charts και πουλώντας περισσότερα από 2 εκατομμύρια αντίτυπα. Μετά την επιστροφή του Alice Cooper στη μουσική βιομηχανία με την επιτυχημένη περιοδεία “The Nightmare Returns”, ο τραγουδιστής είχε ζητήσει τη βοήθεια του Desmond Child για να δημιουργήσει ένα comeback album.
Το “Trash” έγινε ένα από τα μεγαλύτερα album του Cooper, συνοδευόμενο από μουσικά video για τα τραγούδια “Poison”, “Bed of Nails”, “House of Fire” και “Only My Heart Talkin”. Ακολούθησε μια επιτυχημένη παγκόσμια περιοδεία για την προώθηση του album η οποία και καταγράφηκε στην βιντεοκασέτα που κυκλοφόρησε με τίτλο “Alice Cooper Trashes The World”.
Στο album συμμετείχαν ο John McCurry (ο οποίος έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με τον Julian Lennon) στην κιθάρα, ο Hugh McDonald των Bon Jovi στο μπάσο καθώς και οι Bobby Chouinard και Alan St. Jon, και οι δύο από το σόλο συγκρότημα του Billy Squier στα ντραμς και τα πλήκτρα, αντίστοιχα. Το album έφτασε στο No2 στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο No20 στις ΗΠΑ.
1994 – Οι Αμερικανοί progressive metallers Psychotic Waltz κυκλοφορούν το 3ο album τους με τίτλο “Mosquito” από τη Bullet Proof Records. Η ηχογράφηση έγινε στα τέλη του 1994 στα στούντιο Record Plant και Mad Hatter στο Λος Άντζελες, με τη βοήθεια του διάσημου παραγωγού Scott Burns. Η ανταπόκριση για το album ήταν μικτή, καθώς η πιο συμβατική σύνθεση τραγουδιών που ακολούθησε το συγκρότημα δίχασε ορισμένους θαυμαστές που προτιμούσαν την τεχνική προσέγγισή τους από προηγούμενα album. Ό,τι και να πιστεύουν οι “σκληροπυρηνικοί”, το “Mosquito” παραμένει ένα ακόμη διαμάντι στη δισκογραφία των Waltz. Αυτό ήταν και το τελευταίο album που ηχογραφήθηκε με την αρχική τους σύνθεση καθώς λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του, ο αρχικός μπασίστας Ward Evans αποχώρησε από το συγκρότημα.
2000 – Το “Disconnected” είναι το 9ο album των επίσης progressive metallers Fates Warning που κυκλοφόρησε μέσω της Metal Blade Records. Με το καινοτόμο και υπερβατικό “A Pleasant Shade Of Gray” να έχει ουσιαστικά ανοίξει μια νέα εποχή για το γκρουπ, το “Disconnected”, ακουμπά ξεκάθαρα στα δομικά συστατικά του προκατόχου του. Η φωτογραφία του γκρουπ στο δίσκο περιλαμβάνει μόνο τους Matheos, Alder και Zonder, αλλά συμμετέχουν στο μπάσο ο Joey Vera και στα keyboards ο Kevin Moore. Η παραγωγή έγινε από το γκρουπ, με τη συνδρομή του Terry Brown. Με κύρια τα χαρακτηριστικά μιας μελαγχολίας και νοσταλγίας, το άλμπουμ μοιράζεται ανάμεσα σε πιο άμεσα και σύντομα σε διάρκεια τραγούδια και δυο από τα πιο απαιτητικά τραγούδια που έγραψε ποτέ ο Matheos, το “Something from Nothing” και το συγκλονιστικό 16λεπτο “Still Remains”, μια πρώιμη σπάνια απόδοση του οποίου είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε στην χώρα μας, κατά τη διάρκεια των εμφανίσεων για την προώθηση του “APSOG”.
2005 – Το “This Godless Endeavour” είναι το 6ο στούντιο album του αμερικανικού heavy metal συγκροτήματος Nevermore, που κυκλοφόρησε από τη Century Media Records. Η παραγωγή του album έγινε από τον Andy Sneap. Το “This Godless Endeavour” κατατάχθηκε στο Νο2 του περιοδικού Unrestrained! με τα κορυφαία 20 album το 2005. Κατατάχθηκε επίσης στο Νο88 στο τεύχος Οκτωβρίου 2006 της λίστας του περιοδικού Guitar World με τα καλύτερα 100 album κιθάρας όλων των εποχών.
2006 – Το “Katorz” είναι το 11ο στούντιο album και η 14η συνολικά κυκλοφορία από τους καναδούς Voivod που κυκλοφόρησε στην Ευρώπη μέσω της Nuclear Blast Records. Είχαν γίνει κάποια demos για το album, αλλά πριν το συγκρότημα προλάβει να ξεκινήσει την ηχογράφησή του, ο κιθαρίστας Denis D’Amour (γνωστός και ως Piggy) πέθανε στις 25 Αυγούστου 2005 από καρκίνο του παχέος εντέρου. Τα κομμάτια της κιθάρας και του μπάσου για τον Katorz είχαν ηχογραφηθεί από τον D’Amour και τον μπασίστα Jason Newsted (ex-Metallica) στο σπίτι του Newsted στην Καλιφόρνια. Ο D’Amour θα έστελνε στο συγκρότημα ένα CD με τα demos, γράφοντας το “Katorz” σε αυτό, που στην ουσία είναι η γαλλική λέξη “quatorze”, που σημαίνει δεκατέσσερα. Μετά τον θάνατο του D’Amour, οι Langevin και Bélanger ηχογράφησαν τα ντραμς και τα φωνητικά τους κομμάτια, αντίστοιχα, για να προστεθούν σε αυτά τα υπάρχοντα κομμάτια.