Το “Blessing in Disguise” είναι το τρίτο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού heavy metal συγκροτήματος Metal Church, και κυκλοφόρησε στις 7 Φεβρουαρίου 1989.Ήταν η τελευταία κυκλοφορία του γκρουπ στην Elektra Records και το πρώτο άλμπουμ που δεν είχε τα φωνητικά του David Wayne, λόγω της αποχώρησής του για να σχηματίσει το συγκρότημα Reverend.
Αυτό το άλμπουμ σηματοδότησε το ντεμπούτο του συγκροτήματος με τον τραγουδιστή Mike Howe (πρώην των Heretic) και τον κιθαρίστα John Marshall, που αντικατέστησαν τον Wayne και τον Kurdt Vanderhoof αντίστοιχα. Ο Vanderhoof είχε προηγουμένως κάνει την παραγωγή του τελευταίου άλμπουμ των Heretic, “Breaking Point”. Φαίνεται ότι κάπως έτσι ο Howe ήρθε στο περισκόπιο των Metal Church. Το νέο project του Wayne αποτελούνταν από τα υπόλοιπα μέλη του Heretic.
Το “Blessing in Disguise” σηματοδότησε επίσης τη δεύτερη και τελευταία φορά που οι Metal Church συνεργάστηκαν με τον Terry Date, ο οποίος ήταν επίσης παραγωγός του ομώνυμου ντεμπούτου άλμπουμ του 1984. Αν και ο Vanderhoof δεν ήταν πια επίσημο μέλος του συγκροτήματος, συνέθεσε τη μουσική και τους στίχους για επτά από τα εννέα τραγούδια του άλμπουμ και αναγράφεται σαν guest μουσικός. Ο Vanderhoof θα συνέχιζε να συνθέτει μουσική και στίχους για τους Metal Church και στα δύο επόμενα άλμπουμ τους πριν επιστρέψει στο συγκρότημα σαν επίσημο μέλος το 1998.
Το συγκεκριμένο άλμπουμ έχει θεωρηθεί σαν ένα από τα πιο διαφορετικά άλμπουμ των Metal Church, ελαχιστοποιώντας τα περισσότερα από τα thrash και speed metal στοιχεία των δύο πρώτων άλμπουμ τους και αναπτύσσοντας έναν πειραματισμό με έναν πιο progressive ύφος, ανάλογο με εκείνα των Metallica και Queensrÿche. Το στυλ του άλμπουμ έχει επίσης περιγραφεί ως power metal ή απλά heavy metal, και περιλαμβάνει το 2ο μεγαλύτερο μέχρι σήμερα κομμάτι του συγκροτήματος “Anthem to the Estranged”.
Οι κριτικές της εποχής της κυκλοφορίας του ήταν διχασμένες, ενώ οι σύγχρονες κριτικές είναι πια πιο θετικές. Ο Jason Anderson της AllMusic θεώρησε το άλμπουμ “ίσως την καλύτερη κυκλοφορία του Metal Church”, προσφέροντας “μερικό από το καλύτερο υλικό στη μακρόχρονη καριέρα του γκρουπ” και επαίνεσε ιδιαίτερα τον Howe για την ενέργεια και την ποιότητα στα φωνητικά του. Ο Adam McCann του Metal Digest το χαρακτήρισε “ένα πραγματικό κλασικό άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 1989”.
Το “Blessing in Disguise” μπήκε στο Billboard 200 chart στις 8 Απριλίου 1989, δύο μήνες μετά την κυκλοφορία του. Το ίδιο το άλμπουμ έφτασε στο νούμερο 75 (η δεύτερη υψηλότερη θέση του συγκροτήματος μέχρι σήμερα, ένα ρεκόρ που έσπασε μόνο 27 χρόνια αργότερα από το δίσκο “XI”, ο οποίος έφτασε στο νούμερο 57), και παρέμεινε στο chart για 15 εβδομάδες.
1949– Γεννήθηκε ο Alan Lancaster (απεβίωσε στις 26 Σεπτεμβρίου 2021), ήταν Άγγλος μουσικός, γνωστός σαν ιδρυτικό μέλος και μπασίστας του rock συγκροτήματος Status Quo, παίζοντας με το συγκρότημα από το 1967 έως το 1985, με σύντομες επανασυνδέσεις το 2013 και το 2014. Εκτός από τη συνεισφορά του στη σύνθεση τραγουδιών, ήταν επίσης ένας από τους τραγουδιστές σε άλμπουμ και ζωντανές συναυλίες, αναλαμβάνοντας τα φωνητικά σε κομμάτια όπως τα “Backwater”, “Is There a Better Way”, “Bye Bye Johnny”, “High Flyer” και «Roadhouse Blues».
1984– Κυκλοφορεί το “Ammonia Avenue”, που είναι το έβδομο στούντιο άλμπουμ του βρετανικού progressive rock συγκροτήματος The Alan Parsons Project, και βγήκε από την Arista Records. Το επηρεασμένο από τον Phil Spector “Don’t Answer Me” ήταν το βασικό single του άλμπουμ και έφτασε στο Top 15 στα Chart Billboard Hot 100 και Mainstream Rock Tracks των ΗΠΑ, καθώς και στην τέταρτη θέση στο Adult Contemporary chart. Το single έφτασε επίσης στο Top 20 σε πολλές χώρες και αντιπροσωπεύει την τελευταία μεγάλη επιτυχία για τους Alan Parsons Project. Το “Prime Time” ήταν μια επόμενη κυκλοφορία που πήγε καλά στο Top 40, φτάνοντας στο Νο. 34. Το “You Don’t Believe” ήταν το πρώτο single τον Νοέμβριο του 1983, φτάνοντας στο No. 54 στο Billboard Hot 100, ενώ και το “Since the Last Goodbye” γνώρισε μια μικρή επιτυχία.
Το “Ammonia Avenue” είναι συνολικά ένα από τα άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις του συγκροτήματος, που έγινε χρυσό, και έφτασε στο Top 10 σε πολλές χώρες.
1994– Το “Motorcade of Generosity” είναι το ντεμπούτο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού εναλλακτικού rock συγκροτήματος Cake. Ηχογραφήθηκε στο στούντιο Pus Cavern στο Sacramento της California και κυκλοφόρησε από την Capricorn Records.
Σύμφωνα με τον κριτικό του Pitchfork, Madison Bloom, το Motorcade of Geneoristy είναι ένα lo-fi άλμπουμ με “ζεστά και προσιτά” τραγούδια που προέρχονται από διαφορετικά μουσικά στυλ, όπως honky-tonk και ranchera, και συνέκρινε το στυλ του με “καταληκτικές νότες κάτω από μια σκάλα σε κάποια υπόγεια ταβέρνα, όπου ένα συγκρότημα καντίνας παίζει πάνω από τους ήχους των τσουγκρισμάτων.” Ο κριτικός Daryl Cater το θεώρησε σαν παράδειγμα funky, προσανατολισμένου στην κιθάρα “quirk-rock” που θυμίζει τα τζαμαρίσματα των Phish.
2005– Κυκλοφορεί το “Gathering Wilderness”, που είναι το πέμπτο στούντιο άλμπουμ των Ιρλανδών extreme metallers Primordial, και επίσης το ντεμπούτο τους για την εταιρεία Metal Blade. Το digipak συνοδεύεται από ένα μπόνους DVD που περιλαμβάνει ένα ντοκιμαντέρ με λεπτομερή περιγραφή της δημιουργίας του άλμπουμ. Το άλμπουμ είναι εν μέρει αφιερωμένο στη μνήμη του Quorthon.