Ο φιλόδοξος και τολμηρός τίτλος του 17ου στούντιο άλμπουμ των Marillion, έκρυβε από πίσω του μια μεγάλη εσωτερική περιπέτεια. Τους πήρε τέσσερα χρόνια από την δύσκολη απόπειρα του διπλού δίσκου “Happiness Is the Road”, ενός τεράστιου εγχειρήματος σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν το ρυθμιστικό “Less Is More” για να γεμίσουν το κενό του χρόνου προσφέροντας στους φίλους της μπάντας μια εναλλακτική κυκλοφορία, αλλά και για να επιστρέψουν στον παλιό τρόπο δουλειάς και σύνθεσης.
Στην πραγματικότητα δεν ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν να δουλεύουν σε κάτι νέο. Θα έπρεπε να είχαν περάσει χρόνο μακριά ο ένας από τον άλλο, αποφεύγοντας μια τεταμένη κατάσταση που παραλίγο να κοστίσει τη διάλυση. Οι ενδιάμεσες περιοδείες και οι ενασχολήσεις με παράλληλα projects έκοψαν συχνά τη συνθετική πρόοδο στη μέση. Προσπάθησαν αρχικά να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις των συγκρούσεων μεταξύ τους δοκιμάζοντας να δουλέψουν σε νέα μέρη. Πέταξαν στην Πορτογαλία, όμως το ταξίδι συνέπεσε με μια περίοδο σοβαρής αρρώστιας για τη σύντροφο του Hogarth και τον γιο του. Ακόμα και εκεί, μοιράστηκαν ανάμεσα σε αυτούς που πίστευαν πως το ταξίδι άξιζε τον κόπο και σε εκείνους που το είδαν σαν πραγματική καταστροφή. Μια ανάλογη σκέψη για ένα ταξίδι στην Ιταλία, εγκαταλείφτηκε σύντομα, μπροστά στις τεταμένες σχέσεις των μελών. Ο Rothery συνέκρινε την συγκυρία αυτή με την επανεκκίνηση ενός παλιού αυτοκινήτου, όταν μετά από πολύ θόρυβο και αρκετό ζέσταμα, παίρνει τον δρόμο του.
Η ιδανική λύση βρέθηκε τελικά στα Real World Studios του Peter Gabriel, στο χωριό Box του Wiltshire. Πέρα από την πληρότητα σε επιλογές εργαλείων που πραγματικά τρομάζει και σε κάνει να αναρωτιέσαι για τα χρήματα που ξόδεψε ο Gabriel, το περιβάλλον του είναι δημιουργικό και ευεργετικό, τόσο μουσικά όσο και πνευματικά. Με την απόλυτη ελευθερία χρόνου να τους αποφορτίζει από κάθε υποψία πίεσης, είχαν την ευχέρεια να κινήσουν την γνώριμη δημιουργική τους διαδικασία, τζαμάροντας και προσθέτοντας ιδέες από όλους. Έχουν εξοικειωθεί πια με την προσμονή της μαγείας που θα προκύψει μέσα στο δωμάτιο με όλους μαζί, με αυτές τις τελικές ιδέες που μπορούν να διατηρήσουν τον κοινό ενθουσιασμό. Η περίοδος στα Real World Studios ανέδειξε συνθετικά την οξυδέρκεια της ομάδας να αναπαράγει με δυνατές και εύστοχες ηχητικές επιλογές τόσα διαφορετικά αλλά εξίσου μοναδικά και σημαντικά συναισθήματα, και η φρεσκάδα και ειλικρίνεια του αποτελέσματος δεν είχε σε τίποτα να κάνει με ένα σχήμα που κουβαλούσε ήδη μια τόσο μακριά διαδρομή. Ηχογραφώντας σχεδόν όλα όσα δούλεψαν μαζί, καταλήγουν για ακόμα μια φορά στην τελική κρίση και το αλάνθαστο φίλτρου του παραγωγού Mike Hunter, ο οποίος από το “Somewhere Else” του 2007, εξετάζει από την αρχή μαζί τους όλο το υπάρχον υλικό.
Είναι ήδη γνωστή και παγιωμένη η ικανότητα του Hogarth να σκιαγραφεί προσωπικές περιπέτειες όπως και δραματικές εξελίξεις σχέσεων. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως αυτή η δύναμη του αποτελέσματος έχει να κάνει αποκλειστικά με την αλήθεια, γιατί η αλήθεια έχει τη δύναμη να ταρακουνήσει τους ανθρώπους πολύ περισσότερο και από την πιο καλοφτιαγμένη μυθοπλασία, γιατί οι άνθρωποι μπορούν να μυρίσουν την αλήθεια. Κάπως έτσι άλλωστε θριαμβεύουν μπάντες που δεν διστάζουν να προκαλέσουν δάκρυα ακόμα και στους πιο εύσωμους και γενειοφόρους ακροατές τους. Σύμφωνα με τον Hogarth, η αλήθεια με πέντε λέξεις κερδίζει 105 λέξεις φαντασίας. Βέβαια, είναι απαραίτητο να προετοιμαστείς να αποκαλύψεις μια κατάσταση στην οποία βρέθηκες, καθώς εκθέτεις ένα πολύ προσωπικό μέρος του εαυτού σου, είναι κάτι πολύ ωμό και πολλοί άνθρωποι θα το έβρισκαν δύσκολο. “Είναι σαν να βγάζεις το πουλί σου δημοσίως, ελπίζοντας πως δεν θα γελάσει κανείς…”
Η απόφαση, όχι απλά να υπάρχει αλλά να ξεκινήσει το άλμπουμ με ένα τραγούδι σαν το “Gaza”, δεν ήταν εύκολη. Υπήρξαν θυμωμένα e-mails στο γκρουπ μόνο με τη διαρροή του τίτλου, πριν καν ακουστεί η μουσική ή γίνουν γνωστοί οι στίχοι. Όμως το “Gaza” τελικά ήταν εκεί, ένα δαιδαλώδες απαιτητικό έργο στα μουσικά πρότυπα του “The Invisible Man”, μια συναρπαστική διαδρομή οργής, λύπης, δράματος, ελπίδας και παράξενης ομορφιάς. Σε ένα ποικίλο άλμπουμ με αισθητές διαφορές μεταξύ των τραγουδιών, το “Gaza” ήταν η δυσάρεστη φωνή μιας συνείδησης που απαιτεί πραγματική ισότητα και δικαιοσύνη.
Μετά το μακρινό πια “White Russian” του “Clutching At Straws”, και την ευθεία επίθεση του Fish στην άνοδο του νεοναζισμού, ήταν το πιο “πολιτικό” τους τραγούδι. Όμως ο Hogarth είχε μια ειλικρινή και εγκάρδια επιθυμία να αντιμετωπιστούν τα γεγονότα και η ανθρωπιστική καταστροφή που διαρκούσε για δεκαετίες, χωρίς καμιά προφανή ελπίδα. Διαμορφώθηκε με διακριτική προσοχή και πολλή δουλειά σαν ένα τραγούδι μέσα από την αντίληψη ενός παιδιού που ζει σε προσφυγικό καταυλισμό. Ο Hogarth ήθελε να ταξιδέψει εκεί αλλά του είπαν πως ήταν αδύνατο χωρίς βίζα, κάτι που δεν θα αποκτούσε με κανέναν τρόπο. Έτσι μίλησε μέσω Skype με πολλούς Παλαιστίνιους που ζούσαν σε προσφυγικούς καταυλισμούς, όπως και με Ισραηλινούς, αλλά και με διπλωμάτες.
Ο ίδιος είχε δηλώσει σε συνέντευξη εκείνης της εποχής για το “αμφιλεγόμενο” τραγούδι: “Mε ποιο δικαίωμα έχει ένα λευκό αγόρι της μεσαίας τάξης Άγγλο που ζει στη μέση της Αγγλίας σε ένα γαμημένο χωριό της εξοχής να γράφει για τον πόνο ενός παιδιού που μεγαλώνει στη Γάζα; Κανένα δικαίωμα, εκτός κι αν αυτό το άτομο έχει ξοδέψει μιλώντας με ανθρώπους, ψάχνοντας την κατάσταση, ερευνώντας κ.λπ. Έτσι, περνούσα κάθε ελεύθερο Σαββατοκύριακο που είχα από εκείνο το σημείο και μετά, κάνοντας Skype με τους απλούς κατοίκους της Γάζας. Είχα την τύχη να έχω τη φίλη μιας φίλης που εργαζόταν στη Γάζα και την πλησίασα για να μιλήσω σε όσο περισσότερους απλούς ανθρώπους μπορούσα. Δεν ήθελα να μιλήσω με μέλη πολιτικών παρατάξεων.
Ήθελα επίσης να ξέρω πώς μυρίζει εκεί που μένουν; Είναι πολύ ζεστά; Είναι υγρά; Σκονισμένα; Ποιοι είναι οι ήχοι που ακούνε περπατώντας στο δρόμο; Τι κάνουν όταν σηκώνονται το πρωί; Πού κοιμούνται το βράδυ; Ήθελα να νιώσω ότι ήμουν εκεί αλλά δεν μπορούσα να πάω. Όλοι με τους οποίους μίλησα ήξεραν οτιδήποτε χρειαζόταν για να πάρω βίζα για να μπω, αλλά μπορεί να μην έβγαινα ξανά για εβδομάδες, και αυτό θα μπορούσε να σήμαινε ότι ακύρωσα εγώ μόνος μου την πρόσφατη αμερικανική περιοδεία ή την ολοκλήρωση του δίσκου. Ήθελα πολύ να πάω γιατί ένιωθα ότι θα ήμουν ένας τσαρλατάνος που έγραφα μόνο για το μέρος, οπότε έκανα το επόμενο καλύτερο πράγμα και μπήκα στο Skype και ρώτησα για τη ζωή τους. Μίλησα με Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους. Είχα επίσης έναν φίλο που ήταν εκεί κάνοντας διπλωματική εργασία για την ειρηνευτική διαδικασία, και φάγαμε μεσημεριανό και μου έδωσε όλες τις λεπτομέρειες για την πολιτική κατάσταση και τι συμβαίνει στα σύνορα, συμπεριλαμβανομένων των αιγυπτιακών συνόρων, τι συμβαίνει με τη Χαμάς, που εκτοξεύει τους πυραύλους και ποιος όχι, το όλο θέμα. Έτσι, πέρασα πολύ χρόνο για να το ψάξω ακόμα κι αν δεν μένω εκεί και δεν μπορώ να κοιμηθώ σε ένα καταφύγιο βομβών. Έτσι, αυτό το τραγούδι δεν είναι ότι το Ισραήλ έχει τελείως λάθος. Αυτό το τραγούδι είναι για το πώς ένα παιδί δεν πρέπει να μεγαλώνει έτσι, να ζει έτσι, να ζει σε ένα μέρος με έναν τοίχο γύρω του”.
Μόλις περάσει κανείς από τους καπνούς της “Gaza” και τους σκληρούς ήχους του πολέμου, το άλμπουμ συνεχίζει σε πολλές διαφορετικές διαθέσεις. Η αυτονομία των τραγουδιών αλλά και η πρόθεση να βρεθούν σε διαφορετικούς χώρους έκφρασης εξασφαλίζει στον δίσκο μια ταυτότητα και μια συγκεκριμένη αξία. Οι ίδιοι οι δημιουργοί του το έχουν συγκρίνει συχνά με την υφή του “Afraid of Sunlight”, και αν αναλογιστεί κανείς κάποιες συγκεκριμένες ομοιότητες τακτικής, δεν έχουν άδικο. Φυσικά εδώ οι συντεταγμένες των τραγουδιών είναι διαφορετικές, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένα συμπαγή τραγούδια όπως το πανέξυπνο και ελκυστικό “Power” να στροβιλίζεται γύρω από τις διαφορετικές αντιλήψεις της δύναμης, ή το ομότιτλο με μια ρέουσα αμεσότητα και πολλαπλές ερμηνείες.
Βέβαια, με έναν συνεπή τρόπο που χαρακτηρίζει διαχρονικά τους Marillion, οι διάρκειες των τραγουδιών αποκαλύπτουν και τις κορυφές του έργου, έτσι το “Montreal” και το “The Sky Above the Rain” δικαιωματικά συμπληρώνουν μαζί με το “Gaza” την απαραίτητη τριάδα του “Sounds…”. Το πρώτο είναι άλλη μια τρυφερή προσθήκη στη μακριά λίστα των τραγουδιών του δρόμου του περιπλανώμενου μουσικού, που αντιπαραθέτει μια μικρή λίστα από ασήμαντες ταξιδιωτικές λεπτομέρειες και εντυπώσεις απέναντι στην απουσία και τη στέρηση αγαπημένων προσώπων. Από την άλλη, το συντριπτικό “The Sky Above the Rain” μοιάζει να ακουμπά στην άλλη άκρη της ζυγαριάς απέναντι από την οικουμενικότητα του “Gaza”, μια απόλυτα προσωπική δοκιμασία, η μοιραία φθορά του χρόνου δυο ανθρώπων που αγαπιούνται πραγματικά και συνθλίβονται κάτω από το βάρος της συνήθειας, με μια λεπτομερή μουσική και στιχουργική ανάπλαση που κόβουν την ανάσα.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε τελικά στις 17 Σεπτεμβρίου του 2012, με ένα εξώφυλλο, σχεδιασμένο από τον Simon Ward, που περιείχε ένα τρισδιάστατο εκτυπωμένο αντικείμενο που ονομάζεται καρδιοειδές. Στα αριστερά του καρδιοειδούς υπάρχει μια λογαριθμική κλίμακα σε Hertz. Οι προσδοκίες, όπως ομολογεί με το δικό του μοναδικό τρόπο ο Hogarth μάλλον δεν αλλάζουν ποτέ.
“Δημιουργείς αυτό το υλικό και το βγάζεις εκεί έξω. Λοιπόν, φτιάχνεις αυτό το πράγμα που είναι απίστευτα πολύτιμο για σένα και βάζεις να επιπλέει στο ποτάμι και ελπίζεις να αγαπηθεί καθώς περνάει, και ελπίζεις ότι κάποιος το βγάλει και το φροντίσει. Ελπίζω να υπάρχουν αρκετές ευαίσθητες ψυχές εκεί έξω που καταλαβαίνουν αυτό που είμαι, και να τις χτυπήσει με τον ίδιο τρόπο που έκανε και σε μένα. Και ελπίζω να μην γελάσει κανείς όταν κατεβάσω το παντελόνι μου!”.