Το “Into Glory Ride” είναι το δεύτερο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού heavy metal συγκροτήματος Manowar, που κυκλοφόρησε το 1983, και ήταν το πρώτο στο οποίο συμμετείχε ο ντράμερ Scott Columbus. Ο τίτλος του άλμπουμ είναι μια αναφορά στο ομώνυμο κομμάτι από το προηγούμενο άλμπουμ του συγκροτήματος, “Battle Hymns”. Μετά την κυκλοφορία του δίσκου αυτού, οι Manowar έγιναν ένα από τα συγκροτήματα με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ανάπτυξη αυτού του “επικού” ύφους του heavy metal και είχε σημαντική επίδραση στο είδος. Μερικά από τα κορυφαία τους τραγούδια που σημαδεύουν ως σήμερα τις ζωντανές τους εμφανίσεις, όπως τα “Secret of Steel”, “Gates of Valhalla”, “Revelation”, παραμόνευαν στα ηρωικά αυλάκια του.
Για το δεύτερο άλμπουμ τους, οι Manowar υπέγραψαν μια άλλη μεγάλη δισκογραφική, τη Music For Nations, και κέρδισαν πρωτοσέλιδα στον βρετανικό μουσικό τύπο για την υπογραφή του νέου συμβολαίου με το ίδιο τους το αίμα, καθώς έγιναν το πρώτο συγκρότημα που έδειξε τη δέσμευσή του με αυτόν τον τρόπο. Η ιστορία της υπογραφής με αίμα έγινε μάλιστα εξώφυλλο στο τεύχος Ιουλίου/ Αυγούστου 1983, του No 47 του Kerrang!
Ο κιθαρίστας Ross The Boss εξήγησε την ιδέα γύρω από την οποία χτίστηκε η εικόνα τους στο “Into Glory Ride”: “Η ιδέα ήρθε από εμάς, ο Joey και μένα. Είμαι μεγάλος λάτρης της ιστορίας… Μου αρέσουν οι Βίκινγκς, μου αρέσει η Αρχαία Ελλάδα και όλα αυτά, και στον Joey επίσης, όλους μας γοήτευσαν αυτά τα πράγματα… Μετά τα σπαθιά, παραγγείλαμε αληθινά σπαθιά, ήταν όλα αληθινά, ήμασταν αληθινοί… ήμασταν εντελώς μέσα στο πνεύμα… Παλιά πιστεύαμε ότι όλα στη ζωή είναι μάχη, μέχρι σήμερα, όλα είναι μάχη, πρέπει να προσπαθήσεις να βελτιωθείς, να προετοιμαστείς, να ξεπεράσεις τα εμπόδια και να γίνεις καλύτερος άνθρωπος κάθε μέρα… Να είσαι καλός με τους άλλους και σκληρός με τους εχθρούς σου.”
1970– Το “Cactus” είναι το ομώνυμο ντεμπούτο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού hard rock συγκροτήματος Cactus. Κυκλοφόρησε από την Atco Records. Περιέχει αυθεντικά τραγούδια από το συγκρότημα καθώς και δύο διασκευές μιας εκτέλεσης ενός κλασικού blues μπλουζ από τον Mose Allison, το “Parchman Farm” και το “You Can’t Judge a Book by the Cover” του Willie Dixon. Το άλμπουμ είναι επίσης αξιοσημείωτο για το κομμάτι “Let Me Swim”, που αργότερα ενέπνευσε το σόλο κιθάρας “Eruption” του 1978 του Eddie Van Halen.
1984– Το “Disillusion” είναι το τέταρτο στούντιο άλμπουμ του ιαπωνικού heavy metal συγκροτήματος Loudness. Η ηχογράφηση, μίξη και το mastering έγιναν στο Λονδίνο, , το 1983 και η ιαπωνική του εκδοχή κυκλοφόρησε στις αρχές του 1984. Ο μηχανικός ήχου που επιλέχθηκε για τις ηχογραφήσεις ήταν ο ειδικός Julian Mendelsohn, ο οποίος είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με καλλιτέχνες όπως οι Yes, Elton John, Jimmy Page και ο Bob Marley. Η αρχική ιαπωνική έκδοση κυκλοφόρησε από τη Music for Nations στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Roadrunner Records στην Ευρώπη. Η προσοχή των μεγάλων αμερικανικών δισκογραφικών για το συγκρότημα και η ανάγκη να κάνουν τη δουλειά τους προσβάσιμη στο δυτικό κοινό, οδήγησε σε μια νέα κυκλοφορία του άλμπουμ με φωνητικά κομμάτια που τραγουδήθηκαν στα αγγλικά, η οποία βγήκε την 1η Ιουλίου 1984. Η αγγλική έκδοση άνοιξε το άλμπουμ με το ορχηστρικό “Anthem (Loudness Overture)” του Akira Takasaki, το οποίο έλειπε στην αρχική ιαπωνική κυκλοφορία.
Οι Loudness είναι εντυπωσιακοί συνθετικά και εκτελεστικά στο “Disillusion”, με καταπληκτική κατάρτιση και επιρροές μέχρι και από Rush, και το συγκεκριμένο άλμπουμ παραμένει από τα πληρέστερα και κορυφαία εκείνης της δεκαετίας.
1987– Το “Scum” είναι το ντεμπούτο στούντιο άλμπουμ του αγγλικού grindcore γκρουπ Napalm Death, που κυκλοφόρησε από την Earache Records. Οι δύο πλευρές του δίσκου γράφτηκαν από δύο διαφορετικές συνθέσεις σε ηχογραφήσεις που χωρίζονταν μεταξύ τους ένα χρόνο περίπου. Ο μόνος μουσικός και στις δύο περιπτώσεις ήταν ο ντράμερ Mick Harris. Οι δύο πλευρές είναι πολύ διαφορετικές και οι δύο μαζί γεφυρώnουν υφολογικά στοιχεία του heavy metal και του punk rock. Ενώ τα τραγούδια στην πλευρά Α είναι επηρεασμένα σε μεγάλο βαθμό από το σκληροπυρηνικό punk και το αναρχο-punk, τα φωνητικά και οι ηλεκτρικές κιθάρες με χαμηλότερο συντονισμό στην δεύτερη πλευρά δείχνουν έντονες τάσεις στο ακραίο metal. Το Loudwire το έβαλε στη λίστα με τα 10 καλύτερα metal άλμπουμ του 1987.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί και το “Defender”, που είναι το δέκατο τρίτο άλμπουμ και το δέκατο στούντιο άλμπουμ του Ιρλανδού μουσικού Rory Gallagher. Μετά από μια πενταετή παύση από τις στουντιακές ηχογραφήσεις, ήταν το πρώτο του άλμπουμ που κυκλοφόρησε στην εταιρεία Capo. Το τραγούδι “Continental Op” είναι εμπνευσμένο από τον ανώνυμο φανταστικό ντετέκτιβ που είχε δημιουργήσει ο Dashiell Hammett, και ήταν αφιερωμένο στον Hammett.
1991– Το Butchered at Birth είναι το δεύτερο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού death metal συγκροτήματος Cannibal Corpse. Κυκλοφόρησε από τη Metal Blade Records.
Το άλμπουμ αυτό ήταν που καθιέρωσε το death metal ύφος των Cannibal Corpse, και όπως λένε πολλοί οπαδοί τους, το πρώτο τους άλμπουμ, “Eaten Back to Life”, είχε περισσότερα thrash στοιχεία. Τα φωνητικά του Chris Barnes έγιναν αισθητά χαμηλότερα, καθώς αυτή είναι η πρώτη φορά που οι θαυμαστές βίωσαν το χαρακτηριστικό “απάνθρωπο” ουρλιαχτό του. Ο Barnes χρεώνεται από πολλούς και την αλλαγή στον ήχο, καθώς ο παραγωγός του άλμπουμ, η εταιρεία, και ο χώρος παραγωγής του είναι τα ίδια με το “Eaten Back to Life”.
1997– Το “Three Dollar Bill”, είναι το ντεμπούτο στούντιο άλμπουμ του αμερικανικού rap rock συγκροτήματος Limp Bizkit, που κυκλοφόρησε από την Flip και την Interscope Records. Καθιέρωσε τον ήχο σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος με τα singles “Counterfeit”, που ήταν επηρεασμένο από το hip hop και το heavy metal, και το “Faith”, μια διασκευή του ομώνυμου τραγουδιού του George Michael.
Η παραγωγή του Three Dollar Bill, Y’all$ έγινε από τον Ross Robinson, ο οποίος προτάθηκε στο συγκρότημα μέσω του μπασίστα των Korn, Reginald “Fieldy” Arvizu, ο οποίος έπεισε τον Robinson να ακούσει το demo των Limp Bizkit. Ο Robinson εντυπωσιάστηκε από την ώθηση και τον ήχο της μπάντας και συμφώνησε να συνεργαστεί μαζί τους.