LAMB OF GOD: “Omens”

ALBUM

Θα ξεκινήσω αυτό το άρθρο ξεκαθαρίζοντας τη θέση μου. Οι Lamb Of God είναι από τις πλέον σημαντικές μπάντες της τελευταίας 20ετίας και από τις ελάχιστες του στενού “κλαμπ” των συγκροτημάτων τα οποία δεν έχουν κυκλοφορήσει κακό album. Ως μια από τις “ναυαρχίδες” του σύγχρονου Αμερικάνικου heavy metal, αυτοί οι “rednecks” δεν έχουν πλέον να αποδείξουν τίποτα και σε κανέναν.

Με αυτή την “αύρα” λοιπόν κυκλοφορούν το αισίως 9ο album τους με τίτλο “Omens”. Με μοναδικό σκοπό, και όχι αυτοσκοπό, να διατηρήσουν το status τους στο υψηλότερο επίπεδο οι Αμερικανοί προσφέρουν ακόμη ένα υψηλής ποιότητας δημιούργημα. Ρε διάολε, το κάνουν να φαίνεται τόσο εύκολο, που ενώ κάποιος θα πει πως παίζουν μια από τα ίδια, υπάρχει μέσα στα τραγούδια τους εκείνη η ειδοποιός πωρωτική διαφορά η οποία σε ωθεί να θέλεις να περάσεις μέσα από τζαμαρία, βγαίνοντας αλώβητος κάθε φορά.

Έχοντας ακούσει εδώ και καιρό κάποια μουσικά δείγματα, διαπίστωσα στον εαυτό ένα αίσθημα “νοσταλγίας” που με πήγε ηχητικά πίσω στα αγαπημένα μου “Ashes Of The Wake” (το απόλυτό μου) και “As The Palaces Burn” (το απόλυτο του Mark Morton). Όταν δε, αποκαλύφθηκε το εξώφυλλο του album η αίσθηση αυτή έγινε εντονότερη. Σαφώς και δεν περίμενα ταύτιση με τα ως άνωθεν “διαμάντια”, όμως όταν ακούς τέτοιες μικρές “πινελιές” τοποθετημένες μέσα στα τραγούδια, δε μπορείς παρά να χαμογελάσεις.

Το ότι οι Lamb Of God groove-άρουν με τελειότητα σε σημείο “αηδίας” το γνωρίζουμε. Φροντίζουν όμως να το επιβεβαιώνουν και οι ίδιοι, κάθε φορά και πιο εμφατικά. Όταν ξεκινάς το album με ένα τραγούδι όπως το “Nevermore” (κι εδώ έρχεται το πρώτο vibe από “ATPB”) και συνεχίζεις καπάκι με το “Vanishing”, τα πράγματα είναι δύσκολο να πάνε στραβά. Και όντως με το δεύτερο μόλις κομμάτι “εξαφανίζεται” κάθε υποψία “χαλάρωσης” από τη μπάντα. Ο Randy Blythe, στα 51 του πλέον εξακολουθεί και παραμένει ένα από τα πλέον “τρομακτικά” λαρύγγια του NWOAHM και πάντα τον έπαιρνες στα σοβαρά κάθε φορά που “έφτυνε” τους, ως επί τω πλείστων, κοινωνικοπολιτικούς του στίχους. Πες μου το αντίθετο όταν τον ακούς να ξεκινάει με τη φράση “I don’t give a goddamn, about your demands” τον “όλεθρο” του “Ditch” (τι break είναι αυτό ρε μλκς;), ένα τραγούδι που άνετα θα είχε θέση σε κάποιο από τα πρώτα τους album.

Τα τρία παλαιότερα “γρανάζια” που κινούν τη “μηχανή” των LOG, ήτοι οι Willie Adler, Mark Morton και John Campbell, μετά από σχεδόν 30 χρόνια κοινής πορείας “βρίσκονται” πλέον με κλειστά μάτια κι αυτός είναι ένας από τους λόγους ο οποίος κάνει τη μουσική τους να ακούγεται σα να περνάει από πάνω σου θεριζοαλωνιστική μηχανή. Πολλοί θεώρησαν ως τέλος εποχής τη στιγμή που αποχώρησε ο ντράμερ “μετρονόμος” Chris Adler, ο οποίος όντως αποτελούσε “βαρόμετρο” για τη μπάντα και έναν από τους υπεύθυνους για τον χαρακτηριστικό της ήχο. Η ιστορίας όμως απέδειξε, ενάντια στις όποιες “αντιδράσεις”, πως ο αντικαταστάτης του, Art Cruz κατάφερε επάξια να “γεμίσει” τα παπούτσια του αποχωρήσαντα.

Κι αν το προ διετίας ομώνυμο album τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα album “προσαρμογής” (σιγά που κώλωσε να “ισοπεδώσει” τα ντραμς), στο “Omens” φαίνεται πλέον ξεκάθαρα ότι ο Cruz καταφέρνει και “διαλύει” εκτός από το drum kit του και κάθε αμφιβολία για το αν αξίζει να βρίσκεται πίσω από αυτό σε μια μπάντα σαν τους Lamb Of God. Μια ακρόαση σε τραγούδια όπως τα “Grayscale” και “III Designs” αρκεί να σε πείσει για του λόγου το αληθές.

Οι Lamb Of God δεν ήταν ποτέ από τις μπάντες οι οποίες “χάιδευαν” τα αυτιά κοινού και κριτικών. Η μουσική τους φτιαχνόταν πάντα με γνώμονα το ατελείωτο headbanging και τα “ισοπεδωτικά” live με οποιοδήποτε κόστος. Είχα γράψει παλιότερα πως τα αγόρια από τη Βιρτζίνια είναι η συνέχεια των πρόωρα “διαλυμένων” θεών, Pantera. Ειδικά όταν αποφασίζουν να groove-άρουν με εκείνα τα “υπέρβαρα” down beats, θεωρώ πως δεν υπάρχει μπάντα που μπορεί να σταθεί εύκολα απέναντί τους. Το κατάλαβε με τον καλύτερο τρόπο ο αυχένας μου στο επίσης εξαιρετικό “Gomorrah”, με έναν Blythe να ουρλιάζει στο ρεφρέν “everything is doomed to fail” και εγώ να μη μπορώ να κάνω κάτι άλλο παρά να αποδεχτώ το προφανές. Αυτό που λέει πως οι Lamb Of God δημιούργησαν ξανά μετά από χρόνια ένα album που στην ολότητά του θα αποτελέσει αφορμή για να καλέσουν οι γείτονές σου την αστυνομία. Οι προηγούμενες δουλειές τους σαφώς και ήταν καλές, υπήρχαν όμως και κάποια κομμάτια που θα μπορούσες να προσπεράσεις. Εδώ δεν προσπερνάς τίποτα.

Για το τέλος άφησαν δύο εκ διαμέτρου αντίθετα τραγούδια, τον hardcore “όλεθρο” του “Denial Mechanism” το οποίο “ανοίγει” για πλάκα circle pit ακόμα και μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, και το ιδιαίτερο “September Song”. Με την χαλαρή εισαγωγή του σχεδόν σε “υπνωτίζει” για να έρθει ο υπερ-ρυθμικός riff-αρος να σε βουτήξει από τον “λαιμό” χτυπώντας σε κάτω σαν χταπόδι. Ένα θα σου πω: έχω να ευχαριστηθώ τόσο πολύ τραγούδι που να κλείνει album των LOG, από την εποχή του “Vigil”.

Το “Omens”, αν και μόλις κυκλοφόρησε, θεωρώ πως μπορεί να τοποθετηθεί με ευκολία δίπλα στις καλύτερες στιγμές της μπάντας. Ένα album “τσαντισμένο” μέχρι τα μπούνια, πράγμα που παραδέχονται και οι ίδιοι οι συντελεστές του. Ένα album που σε “ποδοπατά” από την αρχή μέχρι το τέλος. Όλοι οι οιωνοί είναι με το μέρος τους.

Είδος: Heavy metal/Groove metal
Δισκογραφική: Nuclear Blast Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 7 Οκτωβρίου 2022

Website: https://www.lamb-of-god.com/
Facebook: https://www.facebook.com/lambofgod/
Instagram: https://www.instagram.com/lambofgod/
Twitter: https://twitter.com/lambofgod

Avatar photo
About Νίκος Κορέτσης 500 Articles
Γεννήθηκε τη χρονιά που ο Dio δημιουργούσε ποίηση, τραγουδώντας “The world is full of kings and queens, who blind your eyes and steal your dreams…it’s Heaven and Hell”, “σφυρηλατήθηκε” μουσικά ακούγοντας τον Araya να ουρλιάζει “War ensemble” και συνέχισε την ενήλικη πλέον ζωή του διερωτώμενος “How did it come to this? Narcosynthesis” πατώντας στα χνάρια του αείμνηστου Dane. Διανύοντας πλέον την 4η δεκαετία της ζωής του, δηλώνει πιστός υπηρέτης του heavy metal και ανοιχτός σε νέα μουσικά μονοπάτια (με μέτρο), συνδυάζοντας αυτά τα δύο με καλή παρέα και τη συνοδεία άφθονης μπύρας. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γίνει γιατρός, καθώς προσπαθεί με χειρουργικές κινήσεις να αποφεύγει τις κακοτοπιές που εμφανίζονται στη ζωή του, έχοντας στην κατοχή του το καλύτερο “ιατρικό εργαλείο” που ονομάζεται “ΜΟΥΣΙΚΗ”.