IQ: “Tales From The Lush Attic”

ALBUM TRIBUTE

Ένα θερμό, μακρύ καλοκαίρι σημάδεψε τη Βρετανία του 1976, όταν μια από τις αμέτρητες και απρόβλεπτες συγκυρίες της ζωής θα φέρει την πρώτη επαφή ανάμεσα σε δυο νεαρούς ακροατές των Genesis. Το ημερολόγιο έδειχνε 15 Ιουνίου και στην ουρά έξω από τις κλειστές πόρτες του Stafford’s Bingley Hall, ο δεκαεξάχρονος Michael Holmes περίμενε υπομονετικά να πιάσει μια προνομιακή θέση για την πρώτη εμφάνιση των Genesis εκτός Λονδίνου, στην περιοδεία του “Trick Of The Tail”. Το ίδιο ακριβώς είχε κάνει και ο νεαρός Peter Nicholls από το Manchester.

Η σύμπτωση να βρεθούν την ίδια ώρα ακριβώς στο ίδιο σημείο τους έδωσε την ευκαιρία να μιλήσουν, να γνωριστούν και να μοιραστούν το κοινό πάθος τους. Άρχισαν να γράφουν ο ένας στο άλλο και να ανταλλάσσουν bootlegs, και ο Mike είπε στον Peter πως έπαιζε κιθάρα. Σε μια παράτολμη παρόρμηση, ο Peter του είπε ψέματα πως τραγουδούσε, έστω και αν η καριέρα του ως τότε ήταν να ποζάρει με μια βούρτσα κοντά στο στόμα του μπροστά στον καθρέφτη.

Ο Holmes σχημάτισε με τον κημπορντίστα Martin Orford τους The Lens, με τον Nicholls να βοηθά περιστασιακά, ανάλογα με τη δυνατότητα που είχε να ταξιδέψει. Μετά από κάποια χρόνια προβών και τζαμαρισμάτων, γεννήθηκαν οι IQ. Η καταλυτική απόφαση να μετακομίσουν στο Λονδίνο, αν πραγματικά νοιάζονταν να κάνουν κάτι, βρίσκει τους τρεις μουσικούς μαζί με τον μπασίστα Tim Esau και χωρίς τον ντράμερ Paul Cook, να μοιράζονται ένα μικρό διαμέρισμα με δυο υπνοδωμάτια στο Kensal Green, και να τρέφονται με τα απομεινάρια των φούρνων στα απορρίμματα. Όλες οι στερήσεις των πρώτων χρόνων ενίσχυσαν το δέσιμο μεταξύ τους και έγιναν μια ομάδα έτοιμη να αντιμετωπίσει τα πάντα. Ήταν αναγκαίο αυτό για να έρθουν αντιμέτωποι με την post punk διάθεση έντονου χλευασμού απέναντι σε οτιδήποτε συσχετιζόταν με την λέξη “prog”. Τα φιλικά καταφύγια για τέτοιους μουσικούς ήταν ελάχιστα, όπως για παράδειγμα το “Marquee” στο Soho. Βέβαια, ακόμα και εκεί τα ακροατήρια ήταν σκληρά, γίνονταν μέχρι και εισβολές στο χώρο, και αν έπαιζες κάποιο μακροσκελές τραγούδι, υπήρχε η σοβαρή πιθανότητα να άρπαζε κάποιος skinhead το μικρόφωνο του Peter.

Ήταν στις αρχές του 1983, όταν μπάντες σαν τους IQ, Pallas, Pendragon και Twelfth Night άρχισαν να σκιαγραφούν το περιβόητο neoprog μουσικό κίνημα, που άρχισε να διαδίδεται και σε πιο ενήμερους στον μουσικό τύπο. Το πρώτο άλμπουμ των Marillion, “Script For A Jester’s Tear”, κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1983, και έγινε ουσιαστικά η αιχμή του δόρατος για τη νέα αυτή σκηνή. Με την προώθηση της ΕΜΙ, οι Marillion γνώρισαν γρήγορη και μεγάλη απήχηση, αλλά έμοιαζε πια σαν να μην υπήρχε άλλος χώρος για άλλα γκρουπ αυτού του ήχου.

Εκείνη την κρίσιμη στιγμή, όταν η πιθανή υπογραφή ενός δισκογραφικού συμβολαίου φάνταζε πιο μακρινή από ποτέ, είδαν μια αγγελία στην τελευταία σελίδα μιας μουσικής εφημερίδας με μια συγκεκριμένη προσφορά-πακέτο: 1.500 £ για πέντε ημέρες σε ένα “κορυφαίο στούντιο του Λονδίνου”, με τη βοήθεια ενός εσωτερικού μηχανικού ήχου, 1.000 αντίγραφα βινυλίου του άλμπουμ και – το μεγάλο δόλωμα για τους οπαδούς των Beatles στο συγκρότημα – mastering στο Abbey Road. Το μοναδικό πρόβλημα ήταν να μαζέψουν το αναγκαίο ποσό. Έτσι δανείστηκαν το ποσό από τον πατέρα του Cook. Κάπως έτσι βρέθηκαν στα Flame Studios στο βόρειο Λονδίνο, όπου αφιέρωσαν τις τέσσερις μέρες τους για την ηχογράφηση και την πέμπτη για τη μίξη του άλμπουμ. Είχαν τόσο λίγο χρόνο που τα φωνητικά του Nicholls  ήταν τα περισσότερα με πρώτη και δεύτερη ηχογράφηση, αλλά αυτό ήταν το μικρότερο πρόβλημα. Η δομή του 20λεπτου εναρκτήριου του άλμπουμ “The Last Human Gateway” δεν είχε ακόμα οριστικοποιηθεί και οι προσωπικές εντάσεις μεταξύ του Holmes και του Orford  αναπόφευκτα βγήκαν στην επιφάνεια. Κάποια στιγμή μάλιστα ο Holmes έσπρωξε σχεδόν τον Orford μέσα στον Τάμεση για αυτές τις διαφωνίες, παρόλα αυτά, κατάφεραν να φτιάξουν αρκετή μουσική για το άλμπουμ.

Φυσικά, δεν πίστεψαν όλοι στο αποτέλεσμα, ούτε καν ο Mel Simpson, μηχανικός στούντιο των Flame Studios. Δεν μίλησε και πολύ εκείνες τις πέντε μέρες, απλά στο τέλος είπε: ”Είστε πραγματικά σίγουροι ότι θέλετε να τυπώσετε 1.000 από αυτά; Σίγουρα δεν θα πουλήσετε τόσα πολλά”.

Ήξεραν πολύ καλά πως ήταν αναγκαίο ένα διαφορετικό επίπεδο ενέργειας εκείνη την εποχή, λόγω του γενικότερου κλίματος, αλλά επιδίωξαν να το δημιουργήσουν μέσα σε ένα πλαίσιο progressive rock. Τα πέντε κομμάτια του άλμπουμ περιλάμβαναν εντυπωσιακές αλλαγές ρυθμών. Ένα πέρασμα με πιάνο που γλίστρησε στη μέση της δεύτερης πλευράς είχε μια αίσθηση μπαρόκ, και προσπαθώντας να του δώσουν ένα αυτοσαρκαστικό τίτλο, κατέληξαν στο “My Baby Treats Me Right Cos I’m A Hard Lovin Man All Night Long”.

Οι στίχοι του Nicholls, που εξιστορούσαν έναν εσωτερικό αγώνα ενάντια στο “The enemy… the beast in me”, ήταν επίσης μια ακόμα συνειδητή απομάκρυνση από την πιο κλισέ επιλογή θεμάτων των prog καλλιτεχνών. Γνωρίζοντας την επίδραση του Tolkien σε ορισμένους στίχους prog, προσπάθησε να το αποφύγει αυτό. Άλλωστε τα αντίστοιχα αγαπημένα του άλμπουμ με τα οποία συνδέθηκε πάντα αφορούσαν περισσότερο εσωτερικά θέματα, και όχι ξωτικά και νεράιδες.

Οι εντάσεις εντός της μπάντας εμφανίστηκαν ξανά την ημέρα της μίξης, όταν στέκονταν όλοι πάνω από το γραφείο μίξης, προσπαθώντας ο καθένας να βοηθήσει τα δικά του μέρη όταν οι υπόλοιποι δεν κοίταζαν. Και ο Mel Simpson δεν ήταν τελικά τόσο πολύτιμος. Προς μεγάλη απογοήτευση του Orford, ο μηχανικός πραγματοποίησε τη δική του μάλλον αλόγιστη επεξεργασία σε μέρη του άλμπουμ, χάνοντας κάποια στοιχεία και θεωρώντας πως δεν υπήρχε χρόνος να ξαναγραφτούν. Ο Mike Holmes και ο μπασίστας Tim Esau είχαν την ευχαρίστηση να πάνε στο Abbey Road για το mastering την επόμενη εβδομάδα. Είχαν μόλις μια ώρα εκεί στη διάθεσή, τους μέσα σε ένα μικροσκοπικό στούντιο, αλλά πέρασαν πολύ καλά.

Η συγκίνηση κράτησε μέχρι να επιστρέψουν στο διαμέρισμά τους στο Kensal Green για να ακούσουν με δέος το τελικό προϊόν, και μετά έπαιξαν το πρώτο τους headline show  στο Marquee στις 15 Σεπτεμβρίου για να συμπέσει με την ημερομηνία κυκλοφορίας. Αλλά το κανονικό εξώφυλλο του άλμπουμ δεν είχε τελειώσει, έτσι τα αρχικά αντίτυπα πουλήθηκαν με ένα απλό εξώφυλλο. Αυτό ήταν μειονέκτημα, μιας και τα έργα τέχνης του Nicholls έγιναν σύντομα σημαντικό μέρος της οπτικής ταυτότητας του συγκροτήματος, και το εξώφυλλο του “Tales…” απεικόνιζε μια σπουδαία δίνη εικόνων που κατοικούσαν στα τραγούδια. Ήταν για όλους δύσκολο να σκεφτούν αυτό το άλμπουμ χωρίς το έργο τέχνης του Peter, και τα οπτικά στοιχεία ήταν ένα ουσιαστικό μέρος του όλου πακέτου. Ο Nicholls είχε θεωρήσει πως καθώς η μουσική ήταν πραγματικά δύσκολα προσβάσιμη στην πρώτη ακρόαση, ήταν σημαντικό να έχει κάποιο είδος οπτικής επίδρασης. Έτσι σκέφτηκε τα κοστούμια και το μακιγιάζ και σίγουρα δεν ήθελε την δουλειά κανενός άλλου στο εξώφυλλο.

Το άλμπουμ έλαβε θετικές κριτικές στο Sounds και το Kerrang! μεταξύ άλλων, με το πρώτο να τον χαρακτηρίζει “έναν ντεμπούτο δίσκο που θαμπώνει με την επιδεξιότητά του”. Και αντίθετα με τις προσδοκίες του Simpson, το άλμπουμ έχει πουλήσει περίπου 60.000 αντίτυπα, ένα εξαιρετικό νούμερο για μια μικρή ανεξάρτητη κυκλοφορία.

Αυτές οι πωλήσεις βέβαια πραγματοποιήθηκαν σε αρκετά χρόνια καθώς οι IQ κέρδισαν σιγά σιγά νέες γενιές πιστών ακροατών, καθώς παρά τις πολλές αλλαγές στη σύνθεση από τότε, τα στάνταρ τους σπάνια έχουν υποχωρήσει, και έχουν σημαδέψει με την ποιοτική τους διάρκεια τον χώρο για πολλά χρόνια. Η αίσθηση ότι ολοκληρώθηκε ο κύκλος σφραγίστηκε με την επανέκδοση μιας remixed, deluxe έκδοσης του “Tales…” από την  εταιρεία Giant Electric Pea του Holmes το 2013. Με το χαμένο μέρος του Orford στα κήμπορντς να έχει αποκατασταθεί, και ένα remix που δικαιώνει απόλυτα το αρχικό τους όραμα, η ιστορία είχε πραγματικά ένα αίσιο τέλος.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1255 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.