FM, SILVER R.I.S.C. (2/11/2024) Piraeus Club Academy

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ

Κάθε συναυλιακή βραδιά εμπεριέχει, σταθερά και αινιγματικά, μία δόση απρόσμενου και παροιμιώδους στοιχείου, ως προς το τί θα συναντήσεις και τί θα έχεις ως «εσωτερικό στίγμα», στο τέλος της. Φτάνοντας έξω από το Piraeus Academy το Σάββατο, λίγο μετά τις 8, και διαπιστώνοντας ότι η, αρκετά μεγάλη, «ουρά» κόσμου δεν οφειλόταν στο αστικό λεωφορείο που είχε «μείνει» έξωθεν του club, δε θα μπορούσα ακόμη να μπω στο «κλίμα» που θα ακολουθούσε.

Λίγα, μόλις, λεπτά μετά τις 20:30, του χρονολογίου προγράμματος της βραδιάς και ο Δημήτρης Γασπαράτος, «φουριόζος» μαζί με τους μουσικούς του συνοδοιπόρους, θα «καταλάμβαναν» την σκηνή του Academy, με ένα κοινό που ήδη είχε λάβει τις «προαποφασισμένες», ενός εκάστου, θέσεις, ανυπόμονο και πανέτοιμο, σαν από καιρό, να βιώσει ό,τι είχε φαντασιωθεί για τη συγκεκριμένη νύχτα.

Θα αποτελούσαν, όπως ήταν έκδηλο εξ αρχής, αγαστό «σύμμαχο» και της «δικιάς» μας μπάντας, που μπορεί να εντυπωσιάζει πολλούς, ιδίως όσους δεν είναι γνώριμοι με τις «φιγούρες» τους, αλλά μετρούν ήδη μία τριαντακονταετία στο «σανίδι» (έστω και με μεγάλο κενό), από εκεί πίσω στο 1989, λίγα χρόνια πριν την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους “Anything She Does” (Molon Lave Records, 1993), μαζί σαν εικόνες εφηβείας του γράφοντα, με τους αγαπημένους του Raw Silk και λίγους ακόμα πρωταγωνιστές της εγχώριας hard rock αλλά και AOR σκηνής.

Με το «βάρος» να «γέρνει» κάπως προς το (κατόπιν τριάντα ετών) νέο δίσκο, “Knot Over” (No Remorse Records, 2023), η «αύρα» τους καθ’ όλη τη διάρκεια του set υπήρξε «στιβαρή» και «ακλόνητα» επιβλητική, παρά τον ήχο που τους αδίκησε σε αρκετά σημεία, αλλά και ένα μικροπρόβλημα στο drum kit του Tony V., και για τα οποία το συγκεκριμένο κοινό του Σαββάτου, με μία σαφή «φλόγα» και διάθεση να μην πτοηθεί από τίποτα, σιγόνταρε σταθερά και με θέρμη, σε όλη τους την εμφάνιση.

Από το «παλιό», εναρκτήριο “Anything She Does”, μέχρι και το “Trapped Under the Ice”, που υπάρχει και στα δύο πονήματά τους και αποδόθηκε σε μία ατμοσφαιρική και συναισθηματική εκτέλεση, με όλη τη μπάντα να τραγουδάει, οι Silver R.I.S.C. αποζημίωσαν όλους τους παρευρισκομένους, με μία «ενεργειακή» και άκρως θετική εμφάνιση από όλους τους και κέρδισαν επάξια το «θερμό» χειροκρότημα. Δεν υπήρξε αμφιβολία στο μυαλό μου, περί της επιθυμίας και αδιαπραγμάτευτης διάθεσης, να συναντήσω ξανά στο μέλλον την παρέα του «τυπάρα», εξαιρετικού και επικοινωνιακού Δημήτρη Γασπαράτου, για ένα ακόμα party, “Back to the …..Future (and the past, of course)”.

Silver R.I.S.C. setlist:
Anything She Does
The Scream
Bad Person
Evil Waves
The Sinner
Betrayed by a Kiss
Wasted Tears
Anna
Cry No More
Trapped Under the Ice

Κάτι λιγότερο από μία ώρα μετά, στις 21:25, η σκηνή θα «λάμβανε» τις απαραίτητες «μετατροπές» για να υποδεχθεί τους θρυλικούς Άγγλους. Δεν ήταν λίγοι από τους «δικούς μας» μουσικούς (στο πλήθος, πρόλαβα να δω μέλη των Achelous, The Silent Rage και Crimson Fire), που είχαν έρθει για να απολαύσουν, δια ζώσης, μία από τις «χρυσές σελίδες» της ιστορίας της rock, ερχόμενη από «το νησί».

Στις 21:45 τα φώτα σβήνουν και η ιαχή FM δονεί το χώρο, ενώ και ένα πανό για τους «φιλοξενούμενους» σηκώνεται στην πρώτη σειρά των οπαδών. Πρώτος ο drummer, Pete Jupp, με το φακό του κινητού του εισέρχεται στη σκηνή και δίνει το έναυσμα, με την προ-ηχογραφημένη «σύνθεση» της μπάντας, να αρχίζει το party, με κωδική λέξη τον τίτλο του πρόσφατου πονήματός τους, “Old Habits Die Hard” και το, κάθε άλλο παρά trivia, ότι φέτος συμπληρώνουν σαράντα χρόνια, σε αυτή την επετειακή περιοδεία.

Ο σπουδαίος Steve Overland («ποιος είμαι εγώ» να πω κάτι παραπάνω, όταν μίλησε «εσχάτως» και ο σπουδαίος Jim; – Vol.II), με την λαχανί Fender του στημένη ήδη, ανέβηκε τελευταίος στη σκηνή, υπενθυμίζοντάς μας, λίγη ώρα αργότερα, ότι έρχονται στη χώρα μας επτά χρόνια μετά, κλείνοντας, από τον Φεβρουάριο, μία μεγάλη tour, με τις τέσσερις, τελευταίες εμφανίσεις τους.

Ήταν μόλις το δεύτερο στη σειρά κομμάτι, “I Belong to the Night”, όταν το Academy, άρχισε να «πάλλεται», από ένα από τα πιο «διψασμένα» κοινά με τα οποία έχω «συνυπάρξει». Το “sing along” στο επόμενο, “Killed by Love”, έφερε ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο του σημαντικού frontman, ενώ το συναίσθημα και οι συγκινήσεις που ήταν δυνατό να μεταφέρει το συγκεκριμένο πλήθος, που παραληρούσε στις μπροστινές σειρές, δεν άφηναν μία άκρως επαγγελματική παρέα να παρεκκλίνει από την αρτιότητα της εμφάνισης. Ο Jem Davis δε δίστασε να αφήσει τα keyboards του, για να διορθώσει με τον ηχολήπτη του, μέσα από το μικρόφωνο του Merv Goldsworthy, κάτι που θεωρούσε ότι έπρεπε να είναι αλλιώς.

Ο ήχος ήταν «εξωπραγματικός», συντελώντας, έτι περαιτέρω, στη βίωση μιας συγκλονιστικής συναυλιακής εμπειρίας. Η λέξη party ουδόλως έμοιαζε να αποτελεί κατάχρηση, θαρρείς (ή μάλλον σχεδόν βέβαια) είναι συνυφασμένη με το τι αποδίδει η συγκεκριμένη παρέα σε όσους την τιμούν με την παρουσία τους, μείγμα μιας τέτοιας σύμπραξης κάθε φορά, και ασχέτως αν το εν λόγω κοινό, αντικειμενικά, δύσκολα συναντιέται συχνά.

Ο ιδανικός ήχος με είχε να χαζεύω πότε τα ηχητικά vibes που «εκλύονταν» από τις μπασογραμμές του Goldsworthy, πότε τα solos του Jim Kirkpatrick, αλλά σταθερά και με δέος, το τι συντελούσε αυτός ο σπουδαίος ερμηνευτής, ονόματι Steve Overland, με τη φωνή του, όντας στο ήμισυ της έκτης δεκαετίας ζωής και «χαλιναγωγώντας» την, όπως ακριβώς ήθελε, σε κάθε περίσταση.

Το set περιελάμβανε μόνο το “Out of the Blue”, μέσα από το εξαιρετικό, “Old Habits Die Hard”, και το set τους δε δύναται να αξιολογηθεί ως προς τις επιλογές, όταν απαιτείται να καλύψει 14 δίσκους και 40 χρόνια πορείας, αλλά και διαφορετικές επιθυμίες κοινού. Μετά τη μέση και προς το τέλος του, εκεί που ακούστηκαν οι πρώτες νότες του “That Girl” (το οποίο έχουν εκτελέσει και οι Iron Maiden ως B-Side του “Stranger in a Strange Land” single – άλλωστε και ο Overland έχει συμμετάσχει, κάμποσες φορές, σε tributes στους Maiden!!), ήταν πλέον ξεκάθαρο, ότι (τουλάχιστον στις πρώτες σειρές) είχε επέλθει «διονυσιακή, οργασμική διάθεση και απόλαυση», την ίδια ώρα που όλος ο χώρος «παλλόταν», ενώ δύσκολα ανακάλυπτες κάποιον, κάπου, να μην λικνίζεται στις μελωδίες των Βρετανών.

Η αποχώρηση με την ολοκλήρωση του set και η είσοδος του Davis για την εισαγωγή στα πλήκτρα, ενός έντονα φορτισμένου «ντουέτου» με τον Overland, για το “Story of My Life”, άνοιξαν το encore και μας οδηγούσαν προς το τέλος της «ηχηρής» τους παράστασης, λίγο πριν το προτελευταίο “Let Love Be the Leader”, «φορτίσει» παραπάνω και προσδώσει νέες κορυφές ηχο-συναισθηματικών βιωμάτων.

Η μία ακόμα έκπληξη, κατά το συγκεκριμένο, με…..crowdsurfing να λαμβάνει χώρα μπροστά μας, ήταν απλά «ένα κερασάκι στην τούρτα».

Στεκόμενος συνεπαρμένος και αποσβολωμένος στη σκάλα που ενώνει τα δύο επίπεδα του Academy, αναρωτιόμουν τις γενεές που μεγάλωσαν μαζί με την, συν τω χρόνω, αλλαγή στο χρώμα των μαλλιών του Goldsworthy, που θαρρείς έδινε μία σκυτάλη, τείνοντας την πένα του σε έναν λιλιπούτειο με ακουστικά, που βρισκόταν ακριβώς μπροστά του, υπομονετικά όλη την βραδιά.

Αλλά και πόσο γραφικοί γίνονται όσοι «όψιμοι νεωτεριστές», νομίζουν ότι δύνανται να απαξιώνουν κάθε τι παλιό, που βρίσκεται ακόμα εδώ σε πείσμα του χρόνου. Γιατί για όποιον αγαπάει, στοιχειωδώς, τη μουσική, οι FM είναι μια απόδειξη μουσικού μεγαλείου, εκπληκτικών μουσικών, με πηγαία την αγάπη, το ταλέντο, τον επαγγελματισμό και την επιμονή, στοιχεία που δεν έχουμε και την πολυτέλεια να «αγνοούμε», όσο ταλέντο και αν συνεχίζει, χωρίς ανούσιες συγκρίσεις, να υπάρχει.

Ο Steve Overland, με εμφανώς ειλικρινή διάθεση, δήλωσε ότι βρήκε «νέο, αγαπημένο κοινό» (κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντα, top class από τα live που έχει παρακολουθήσει), ανανέωσε το ραντεβού για….του χρόνου, ενώ ο Pete Jupp πήρε ως «λάφυρο» το προαναφερθέν πανό.

Όσο για τον υποφαινόμενο…. Έζησε, όπως ανέφερε και στην εισαγωγή, μία βραδιά με «βαθύ», «εσωτερικό στίγμα» που θα «μοσχοβολά», στο τέλος της οποίας θα την αναζητούσε, εκ νέου, για αρκετές ακόμα φορές. Με τους, ακριβώς, ίδιους πρωταγωνιστές αυτής, σε κάθε επίπεδο….

FM setlist:
Digging Up the Dirt
I Belong to the Night
Killed by Love
Someday (You’ll Come Running)
Synchronized
Everytime I Think of You (Eric Martin cover)
Out of the Blue
Does It Feel Like Love
That Girl
Tough It Out
Bad Luck
Hot Wired
Turn This Car Around
Encore:
Story of My Life
Let Love Be the Leader
Other Side of Midnight

Φωτογραφίες: Σταύρος Βλάχος

Avatar photo
About Σταύρος Βλάχος 576 Articles
Born in a shiny, Athens West Coast’ s town …. την χρονιά που κυκλοφόρησαν κάποια «μνημεία» της metal και rock (“Let There Be Rock”, “Bad Reputation”, “Sin After Sin”, “Spectres” and “Love Gun”). Πορεύθηκε μεταξύ Metallica, Sepultura, Iron Maiden, Raw Silk, Sacred Reich, Black Sabbath, DIO, Whitesnake, Obituary, Led Zeppelin, Megadeth, Savatage, AC DC και Rainbow, πριν «χαθεί» στον «κόσμο» του Jim Matheos, των Fates Warning και φτάσει να «ανακαλύψει» τον «τόπο» καλύτερων ανθρώπων, μέσω των The Paradox Twin. Ευχαριστεί τον μεγαλοδύναμο που έχει ακούσει live τον DIO, τους Black Sabbath και τους AC DC εν έτει 2009 και που πιτσιρίκος «έλιωνε» τα αγαπημένα του “....And Justice for All”, “Parallels”, “Silk Under the Skin” και “Rust in Peace”. Η ζωή γίνεται ομορφότερη αν στοχάζεσαι ότι «Ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα», και επιχειρείς να εφαρμόσεις το “Carpe Diem”, προσπαθώντας να παραμείνεις άνθρωπος, σε μία εποχή που αυτό φαντάζει η σημαντικότερη πρόκληση και η μόνη «επανάσταση». Αν η ζωή ήταν ταινία, θα έπρεπε να είναι ένα «μείγμα» του «Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών» και της «Λίστας του Σίντλερ» και να «εμποτίζεται» συνεχώς με την πανέμορφη εικονοπλασία του λόγου του Καζαντζάκη στο «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Τί κι αν έχει αντικρύσει ουρανούς σε ωκεανούς και πόσες θάλασσες, εκείνος ο μοναδικός, από το μπαλκόνι της παιδικής του ηλικίας στο ορεινό Ρωμανό κοντά στο Σούλι, θα παρέχει πάντα την σημαντικότερη, πιο «μεστή» γαλήνη ψυχής. Όταν δεν ψάχνει μουσικές, θα «σκάει» τη στρογγυλή «θεά», που «εκτόξευσε» ο goat MJ ή θα «ψυχοθεραπεύεται» πάνω σε μία “forty eight”, ατραπό για την «σωτηρία της ψυχής».